Ρωσία: Πώς χάθηκε η επανάσταση;

*Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 2007 στο περιοδικό Διεθνιστική Αριστερά, τεύχος 13 http://v1dea.2square.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=729&Itemid=46

Από την εργατική εξουσία του 1917 στον κρατικό καπιταλισμό του Στάλιν

Η επανάσταση του 1917 άλλαξε την ιστορία του 20ού αιώνα και έδειξε ότι ο στόχος για έναν άλλο κόσμο είναι εφικτός. Για έναν κόσμο χωρίς βιομηχάνους, χωρίς τραπεζίτες, χωρίς τσιφλικάδες, για μια κοινωνία χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση. Η επικράτηση του σταλινισμού στη δεκαετία του 1930, οι μεταπολεμικές εργατικές εξεγέρσεις (από την Ουγγαρία του 1956 μέχρι την Πολωνία του 1980) και τελικά η κατάρρευση των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» το 1989-90, έθεσαν ξανά και ξανά το ερώτημα γιατί και πώς χάθηκε η Οκτωβριανή Επανάσταση.

Το ερώτημα αυτό, που απασχόλησε γενιές και εκατομμύρια αγωνιστών σε όλο τον κόσμο, γίνεται σήμερα ξανά επίκαιρο. Το αίτημα για «έναν άλλο κόσμο εφικτό» που τίθεται όλο και πιο μαζικά απέναντι στην παγκοσμιοποιημένη και αυξανόμενη καπιταλιστική βαρβαρότητα δεν μπορεί να απαντηθεί χωρίς την εξήγηση γιατί χάθηκε η επανάσταση του 1917. Χωρίς απάντηση σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα, κανένα σοσιαλιστικό απελευθερωτικό όραμα για την ανθρωπότητα δεν μπορεί να γίνει πειστικό, καμιά νικηφόρα στρατηγική και τακτική και καμιά νέα νικηφόρα Αριστερά δεν μπορεί να ξαναχτιστεί.

Η κυρίαρχη προσέγγιση στο εσωτερικό της Αριστεράς προσπαθεί να εξηγήσει την κατάληξη της ρώσικης επανάστασης με βάση τα «λάθη της ηγεσίας». Θεωρεί ότι υπάρχει μια συνέχεια ανάμεσα στη ρώσικη επανάσταση και στα σταλινικά καθεστώτα που ακολούθησαν και εξηγεί τις «διαστρεβλώσεις» του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ως μια αυξανόμενη σειρά λαθών ή (και) προδοσιών των ηγεσιών που οδήγησαν αυτά τα καθεστώτα μέχρι την κατάρρευση. Από την άλλη, η βασική επιχειρηματολογία των απολογητών του καπιταλισμού αποδέχεται επίσης τη συνέχεια του «υπαρκτού σοσιαλισμού» από τον Λένιν μέχρι τον… Γκορμπατσόφ, με τη διαφορά ότι αντιμετωπίζει ως βασικό λάθος την ίδια τη ρώσικη επανάσταση και τον μπολσεβικισμό. Με άλλα λόγια, προπαγανδίζει ότι κάθε επανάσταση είναι καταδικασμένη να οδηγήσει στον ολοκληρωτισμό και στην κατάρρευση. Προφανής σκοπός αυτής της προπαγάνδας είναι μας πείσει ότι κανένας «άλλος κόσμος» δεν είναι εφικτός και το μόνο ρεαλιστικό και δημοκρατικό σύστημα είναι ο καπιταλισμός. Κοινό στοιχείο αυτών των προσεγγίσεων είναι μια ιδεαλιστική προσέγγιση της ιστορίας (οι ιδέες των ηγετών διαμορφώνουν την ιστορία) και μια αντίληψη για το σοσιαλισμό ως ένα σύστημα που χτίζεται από τα πάνω, όπως και ο καπιταλισμός.

Πώς τίθεται το ζήτημα

Το παρόν άρθρο δεν φιλοδοξεί να ανασκευάσει την τεράστια γκάμα των θεωριών που αναπτύχθηκαν ως κριτική στη ρώσικη επανάσταση και στα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Φιλοδοξεί όμως να κάνει μια ανάλυση της επανάστασης, της συνέχειάς της και της ανατροπής της, στηριγμένη στη μαρξιστική μεθοδολογία και στα πραγματικά ιστορικά γεγονότα εκείνων των χρόνων. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο προτού μπούμε στα συγκεκριμένα γεγονότα των θυελλωδών πρώτων χρόνων της επανάστασης να θυμίσουμε μερικά βασικά μαρξιστικά κριτήρια με τα οποία μπορούμε να προσεγγίσουμε τη Ρώσικη επανάσταση.

1) Για να κατανοήσουμε κάθε μεγάλο ιστορικό και πολιτικό γεγονός πρέπει να ξεκινήσουμε από την υλική βάση της κοινωνίας, πρέπει να ξεκινήσουμε από την οικονομία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η οικονομία διαμορφώνει την ιστορία. Οι άνθρωποι διαμορφώνουν την ιστορία. Σημαίνει όμως ότι:

Οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι κάτω από συνθήκες που επέλεξαν οι ίδιοι, αλλά κάτω από συνθήκες ήδη υπαρκτές, που τους δόθηκαν και τους κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν (1).

2) Ο σοσιαλισμός για τον Μαρξ δεν είναι η κατάληψη της εξουσίας από κάποια «σοσιαλιστική» ελίτ και η εφαρμογή του σοσιαλισμού από τα πάνω, αλλά αντίθετα είναι ο άμεσος έλεγχος της οικονομίας και της κοινωνίας από την εργατική τάξη. Όπως χαρακτηριστικά επαναλάμβανε ο Μαρξ, «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας».

3) Για να γίνει αυτό, η εργατική τάξη θα χρειαστεί μια νέα μορφή κράτους χτισμένου από τα κάτω, ενός «κράτους-μη κράτους», το οποίο θα έχει στόχο να «καταπιέσει τους καταπιεστές» και θα απονεκρώνεται όσο οι κοινωνικές ανισότητες και οι ταξικές αντιθέσεις εξαφανίζονται. Η πολιτική εξουσία, έλεγε ο Μαρξ, είναι «η οργανωμένη βία μιας τάξης για την καταπίεση μιας άλλης». Η κατάληψη της εξουσίας από τους εργάτες είναι εφικτή μόνο με την καταστροφή της αστικής εξουσίας και του παλιού ιεραρχικού κρατικού μηχανισμού ώστε να «μη μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα» (2) και το χτίσιμο ενός καινούριου κρατικού μηχανισμού από τα κάτω, όπου «κάθε μαγείρισσα να μπορεί να κυβερνάει», όπως το έθετε ο Λένιν.

4) Η επαναστατική ηγεσία είναι απαραίτητη για να μπορέσει να συνενώσει την εργατική τάξη και όλο τον επαναστατημένο λαό σε μια ενιαία πολιτική δύναμη ικανή να ανατρέψει το παλιό καθεστώς και να αρχίσει να χτίζει ένα καινούριο. Ένα επαναστατικό κόμμα που αξίζει το όνομά του μπορεί να κάνει τη διαφορά ανάμεσα στη νίκη και στην ήττα της επανάστασης. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εργατική τάξη, δεν μπορεί να κάνει την επανάσταση “πραξικοπηματικά” επειδή έτσι θέλει, όπως θέλει και όποτε θέλει.

5) Όπως δεν μπορεί να «διαφθαρεί εκ των έσω» ο καπιταλισμός και να μεταρρυθμιστεί σε σοσιαλισμό, έτσι δεν μπορεί μια νικηφόρα επανάσταση να «διαφθαρεί από την εξουσία» και να οδηγήσει με σταδιακό μεταρρυθμιστικό τρόπο σε μια νέα καταπιεστική κοινωνία. Όταν οι ένοπλοι εργάτες χτίσουν το δικό τους κράτος, κανένα «λάθος» και κανένα «κόλπο» της ηγεσίας δεν μπορεί να κοροϊδέψει ή να αναγκάσει τα εκατομμύρια του ένοπλου λαού να παρατήσουν τα όπλα και να ξαναμπούν στον ζυγό της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης.

6) Δεν υπάρχει «εθνικός δρόμος» για το σοσιαλισμό, ούτε «μπορεί ο σοσιαλισμός να χτιστεί σε μια μόνη χώρα». Ο διεθνισμός είναι αναπόσπαστο στοιχείο του σοσιαλισμού, αφού η καπιταλιστική οικονομία στηρίζεται στη διεθνοποίηση και την παγκόσμια αλληλεξάρτηση και αναπόφευκτα η οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας και κοινωνίας έχει διεθνή χαρακτήρα. Το πότε και πως ξεσπάει μια επανάσταση επηρεάζεται σαφώς από τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας. Η σοσιαλιστική επανάσταση επίσης προφανώς δεν μπορεί να ξεσπάσει παντού ταυτόχρονα. Όμως η οικονομική βάση και η ιστορική εποχή που κάνει τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις εφικτές στις διάφορες χώρες, προετοιμάζεται σε διεθνή κλίμακα. Γι’ αυτό αναπόφευκτα και ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να είναι σε «ειρηνική συνύπαρξη» με τον καπιταλισμό, δεν μπορεί να νικήσει οριστικά και να αναπτυχθεί παρά μόνο σε διεθνή κλίμακα και κυρίως με την κατάκτηση της εξουσίας από τους εργάτες στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες. Αυτό ήταν κοινός τόπος για τους επαναστάτες από την εποχή του Μαρξ. Πολύ περισσότερο οι μπολσεβίκοι που ηγήθηκαν της Ρώσικης επανάστασης είχαν πλήρη συνείδηση ότι χωρίς την βοήθεια της εργατικής επανάστασης στη Δύση δεν θα μπορούσαν να σταθεροποιήσουν και να οδηγήσουν στην τελική νίκη την επανάσταση και το σοσιαλισμό στη Ρωσία.

thumb_ΚΕΡΕΝΣΚΙ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1917 ΜΟΣΧΑΜε αυτά τα κριτήρια μπορούμε να προσεγγίσουμε πραγματικά υλιστικά και μαρξιστικά τη ρώσικη επανάσταση και τη συνέχειά της, με αυτά τα κριτήρια μπορούμε να δούμε πότε, πώς και γιατί ο σοσιαλισμός ηττήθηκε στη Ρωσία. Θα εξηγήσουμε ότι οι μπολσεβίκοι δεν ήταν «αιθεροβάμονες», έκαναν ό,τι ήταν εφικτό -αλλά και απόλυτα αναγκαίο- με βάση τις δοσμένες συνθήκες της εποχής. Δεν υποκατέστησαν την εργατική τάξη ούτε τους “διέφθειρε η εξουσία”. Αντίθετα ηγήθηκαν του μεγαλύτερου απελευθερωτικού ξεσηκωμού που όμοιό του δεν έχει ξαναδεί η ανθρώπινη ιστορία. Οι εργάτες δεν έχασαν την εξουσία εξαιτίας των λαθών ή της «δολιότητας» των μπολσεβίκων αλλά αντίθετα πρώτα και κύρια γιατί η Ρώσικη επανάσταση έμεινε απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, μετά την ήττα των επαναστάσεων στις άλλες χώρες. Θα δείξουμε ότι ο σταλινισμός δεν ήταν η συνέχεια της επανάστασης αλλά η πιο αιματοβαμμένη αντεπανάσταση και η πλήρης ανατροπή του μπολσεβικισμού και του μαρξισμού. Θα δείξουμε τέλος ότι η ήττα δεν ήταν αναπόφευκτη αλλά -όπως σε κάθε σταυροδρόμι της ιστορίας- η τελική έκβαση ήταν ανοιχτή. Η ρώσικη επανάσταση, η αρχική της νίκη και η τελική της ήττα δεν κρίθηκαν από «σιδερένιες νομοτέλειες» και από την μοίρα αλλά από τη δράση των ζωντανών ανθρώπων, πάντα με βάση τις δυνατότητες που επέτρεπε η εποχή τους. Ότι μέχρι το τέλος, η σταλινική αντεπανάσταση δεν ήταν μοιραία αλλά υπήρχε κι άλλος δρόμος, υπήρχε η δυνατότητα της νίκης του διεθνούς σοσιαλισμού.

Οκτώβρης: Η σοσιαλιστική επανάσταση μόνη διέξοδος

Τον Φλεβάρη του 1917, οι εργάτες και οι στρατιώτες της Πετρούπολης σε μια αυθόρμητη εξέγερση ανέτρεψαν τον Τσάρο, οδηγούμενοι από τα αιτήματα για ψωμί, ειρήνη, ελευθερία. Η επανάσταση του Φλεβάρη του 1917, δεν ήταν μια ρώσικη «ιδιαιτερότητα». Οι αιτίες που οδήγησαν στην επανάσταση ήταν οι ίδιες υλικές και πολιτικές αιτίες που οδήγησαν στην επανάσταση στη Γερμανία, την πιο ανεπτυγμένη χώρα της Ευρώπης, ενάμισι χρόνο αργότερα, τον Νοέμβρη του 1918. Ο παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος και η γενική οικονομική καταστροφή που τον συνόδευε, οι απίστευτες θυσίες σε αίμα για τους εργάτες και τους αγρότες, είχαν οδηγήσει σε αναβρασμό τις καταπιεζόμενες τάξεις σε όλες τις χώρες. Στην επανάσταση του 1905, ο αγροτικός στην πλειοψηφία του στρατός ακολούθησε τις διαταγές των αξιωματικών του και συνέτριψε την εργατική εξέγερση στις πόλεις. Αντίθετα, το 1917, οι στρατιώτες συντάχτηκαν με τους εργάτες από την πρώτη στιγμή ενάντια στο καθεστώς. Ήταν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των αλλαγών που είχε επιφέρει ο παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος, ήταν δείγμα ότι η Ρωσία και η επανάστασή της ήταν μέρος του παγκόσμιου διλήμματος που υψωνόταν μπροστά σε όλη την ανθρωπότητα: «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» όπως το έθετε η Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Η άρχουσα τάξη και η κυβέρνηση δεν ήθελε να δώσει ούτε ψωμί, ούτε ειρήνη, ούτε γη, ούτε ελευθερία. Δεν ήθελαν ούτε καν να θεσπίσουν ένα δημοκρατικό σύνταγμα και ανέβαλαν συνεχώς τις εκλογές για Συντακτική Συνέλευση. Η αστική τάξη και οι γαιοκτήμονες πίστευαν ότι μόνο η κήρυξη στρατιωτικού νόμου θα μπορούσε να βάλει σε «τάξη» τους επαναστατημένους εργάτες και αγρότες και να επαναφέρει την πειθαρχία στο στρατό. Μόνο η εξουσία των εργατών θα μπορούσε να ικανοποιήσει τα στοιχειώδη αιτήματα των μαζών και να γλιτώσει την επανάσταση από ένα αιματοβαμμένο αντεπαναστατικό πραξικόπημα. Το σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» που έριξαν οι μπολσεβίκοι τον Απρίλη του 1917, ήταν η μόνη διέξοδος για τους εργάτες και τους αγρότες από την καταστροφή στην οποία οδηγούσε η διατήρηση της καπιταλιστικής εξουσίας.

thumb_ΤΡΟΤΣΚΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣΤο κράτος των σοβιέτ σήμανε την πλήρη ανατροπή του παλιού αστικού καθεστώτος. Ήταν το κράτος εκατομμυρίων ενόπλων εργατών, στρατιωτών και αγροτών χτισμένο από τα κάτω προς τα πάνω. Με την ηγεσία των μπολσεβίκων, αυτό το κράτος άρχισε να παίρνει αμέσως όλα τα στοιχειώδη μέτρα που απαιτούσαν οι ανάγκες των μαζών. Η νέα εξουσία επίταξε τις αποθήκες τροφίμων για να μπορεί να τραφεί ο πληθυσμός, επίταξε τα πολυτελή κτίρια του προηγούμενου καθεστώτος, τα ξενοδοχεία και τα σπίτια των πλουσίων ώστε να βελτιώσει το ζήτημα στέγασης των φτωχών οικογενειών, άρχισε η προσπάθεια για εργατικό έλεγχο και αναδιοργάνωση της βιομηχανίας με στόχο την παραγωγή αγαθών πρώτης ανάγκης, άρχισαν οι ανατρεπτικές αλλαγές στην εκπαίδευση ώστε να μπορούν να μορφωθούν όλοι. Η σοβιετική κυβέρνηση διακήρυξε την μονομερή αποχώρησή της από τον πόλεμο, έδωσε τη γη στους αγρότες και νομιμοποίησε τις καταλήψεις των αγροκτημάτων των γαιοκτημόνων, διακήρυξε την πρόθεσή της να δώσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης σε όλους του καταπιεσμένους λαούς της Ρώσικης αυτοκρατορίας.
Η εξάπλωση της επανάστασης διεθνώς ήταν επίσης επίκαιρη και αναγκαία. Το 1918 ξέσπασε η επανάσταση στη Γερμανία και το 1923 το ΚΚ βρέθηκε στα πρόθυρα της εξουσίας, το 1919 μια σοβιετική κυβέρνηση πήρε την εξουσία στην Ουγγαρία για λίγους μήνες, στην Ιταλία είχαμε το κίνημα των καταλήψεων των εργοστασίων και των εργατικών συμβουλίων τη διετία 1919-20. Αλλά και μετά το πρώτο κύμα, ακολούθησε η γενική απεργία στην Αγγλία το 1926, η επανάσταση στην Κίνα το 1927, το δίλημμα εργατική εξουσία ή φασισμός ξανά στη Γερμανία το 1932, οι καταλήψεις των εργοστασίων και η εργατική εξέγερση στη Γαλλία την περίοδο 1934-36, ο εμφύλιος και η Ισπανική επανάσταση το 1936-37. Η ιστορία επιβεβαίωσε απόλυτα τους επαναστάτες μαρξιστές και η Ρώσικη επανάσταση θα μπορούσε πράγματι να βγει τελικά νικηφόρα μαζί με τη νίκη του διεθνούς σοσιαλισμού. Η βοήθεια από το εξωτερικό δεν ήρθε γρήγορα, κυρίως λόγω ανωριμότητας των νεαρών ΚΚ να οδηγήσουν στη νίκη όπως το έμπειρο μπολσεβίκικο κόμμα. Η συνεπακόλουθη παρατεταμένη απομόνωση της επανάστασης στη Ρωσία θα είχε καταστροφικές συνέπειες, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Εξουσία των σοβιέτ: οι αντιφάσεις της συμμαχίας εργατών-αγροτών

* Το ζήτημα της αγροτιάς
Το ζήτημα της αγροτιάς στη Ρωσία των αρχών του 20ού αιώνα δεν μπορεί να προσεγγιστεί με τον ίδιο τρόπο όπως σήμερα. Σήμερα ο γεωργικός τομέας της οικονομίας στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες αποτελεί ένα πολύ μικρό μέρος της συνολικής οικονομίας. Επιπλέον, στηρίζεται σε τεράστιες φάρμες, στην ένταση και στην εκβιομηχάνιση της γεωργίας και στην ύπαρξη ενός μαζικού προλεταριάτου εργατών γης. Στην Ελλάδα, αν και η μικροϊδιοκτησία είναι ακόμα διαδεδομένη, η συγκεντροποίηση και η ύπαρξη μαζικού κομματιού εργατών γης είναι μια πραγματικότητα. Ακόμα και σε χώρες όπως της Λατινικής Αμερικής, όπου το πρόβλημα των ακτημόνων είναι μεγάλο, ο καπιταλιστικός τομέας είναι ο βασικός τομέας της οικονομίας. Στη Ρωσία του 1917 η αγροτική οικονομία και το μέγεθος της αγροτιάς όχι μόνο ήταν τεράστια, αλλά επιπλέον ο αγροτικός τομέας είχε κυρίαρχα φεουδαρχικά χαρακτηριστικά. Οι αγρότες ήταν στη συντριπτική τους πλειονότητα κολίγοι και όχι εργάτες γης. Αντί για κοινωνικοποίηση μιας βιομηχανοποιημένης γεωργίας, είτε άμεσα είτε σταδιακά μέσω των συνεταιρισμών, η μόνη δυνατή προοπτική για την επαναστατική σύγκρουση στην ύπαιθρο ήταν η κατάληψη της γης των τσιφλικάδων από τους κολίγους και η αναδιανομή της. Αυτό που μπορούσε να γίνει άμεσα δεν ήταν η σοσιαλιστικοποίηση της γεωργίας αλλά η καπιταλιστικοποίησή της και η δημιουργία μιας μαζικής τάξης νέων μικροϊδιοκτητών. 

Η σοβιετική εξουσία έκανε ότι ήταν δυνατόν να γίνει για την άμεση βελτίωση της ζωής των καταπιεσμένων. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούσε να κάνει θαύματα. Η οικονομική καθυστέρηση της Ρωσίας που είχε επιδεινωθεί δραματικά από τρία χρόνια πολέμου δεν μπορούσε να ξεπεραστεί διά μαγείας. Το ίδιο το κράτος των σοβιέτ κουβαλούσε από την αρχή του τη μεγάλη αντίφαση που διαπερνούσε τη ρωσική κοινωνία, δηλαδή την τεράστια πλειοψηφία της αγροτιάς* στον πληθυσμό. Ο Τρότσκι έγραφε:

Για να γίνει πραγματικότητα η εξουσία των σοβιέτ χρειάστηκε να συμβαδίσουν και να αλληλοεπιδράσουν δύο παράγοντες που ανήκουν σε τελείως διαφορετικά ιστορικά γένη: ένας αγροτικός πόλεμος, που είναι ένα κίνημα χαρακτηριστικό της αυγής του καπιταλισμού, και μια προλεταριακή εξέγερση, που σηματοδοτεί την παρακμή του (3).

Μια πρώτη ένδειξη αυτής της αντίφασης ήταν οι εκλογές για συντακτική συνέλευση που οργάνωσε το νέο σοβιετικό καθεστώς λίγο μετά την κατάληψη της εξουσίας. Παρά το σκεπτικισμό του Λένιν ότι η συντακτική συνέλευση θα είναι βήμα προς τα πίσω σε σύγκριση με την εξουσία των σοβιέτ, η μπολσεβίκικη κυβέρνηση αποφάσισε να οργανώσει τις εκλογές, και μάλιστα εσπευσμένα, για να δείξει ότι η κριτική που έκανε στην προηγούμενη κυβέρνηση ήταν ειλικρινής. Οι εκλογές αυτές έγιναν με τους παλιούς εκλογικούς καταλόγους και με το παλιό εκλογικό σύστημα (π.χ., χωρίς δικαίωμα ψήφου των νέων από την ηλικία των 18). Συμμετείχε όλος ο πληθυσμός και όχι μόνο οι συμμετέχοντες στα σοβιέτ που ήταν η πρωτοπορία της επανάστασης. Στις εκλογές αυτές οι μπολσεβίκοι συγκέντρωσαν το 25% (9.844.637 ψήφους σε σύνολο περίπου 40 εκατομμυρίων). Κέρδισαν 175 έδρες στη βουλή και μαζί με τους αριστερούς εσέρους (40 έδρες) αποτελούσαν τη μειοψηφία. Κερδισμένοι ήταν οι δεξιοί εσέροι με 15 εκατομμύρια ψήφους και 370 έδρες στη βουλή, σε σύνολο 707. Όμως η κατανομή των ψήφων είχε τεράστιες ανισομέρειες. Στην Πετρούπολη και στη Μόσχα οι μπολσεβίκοι είχαν τετραπλάσιες ψήφους από τους εσέρους και ήταν συντριπτική πλειοψηφία. Στους στρατιώτες των εξεγερμένων μετώπων του πολέμου οι μπολσεβίκοι επίσης κυριαρχούσαν συντριπτικά. Στο δυτικό μέτωπο οι μπολσεβίκοι κέρδισαν 653.430 ψήφους σε σύνολο 976.000 ψήφων. Αθροιστικά στο βόρειο και το δυτικό μέτωπο, οι μπολσεβίκοι ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο ψήφους ενώ οι εσέροι είχαν μόνο 420.000 (4). Αντίθετα, όσο πιο μακριά από τις πόλεις και τα πολεμικά μέτωπα βρίσκονταν οι εκλογικές περιφέρειες τόσο πιο πολύ η παλιά αίγλη των εσέρων ως το κόμμα των αγροτών κυριαρχούσε και κέρδιζε την πλειοψηφία.

thumb_ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΦΛΕΒΑΡΗ ΡΩΣΙΑ 1917Το δεξιό κόμμα των καντέτων συντρίφτηκε στις εκλογές κερδίζοντας μόνο 17 έδρες. Όμως οι κάθε είδους αντεπαναστάτες, που πριν αρνούνταν τις εκλογές, τώρα αρπάχτηκαν από την πλειοψηφία των εσέρων στη συντακτική συνέλευση για να υπονομεύσουν την εξουσία των σοβιέτ. Οι αγρότες που ψήφισαν τους εσέρους ήταν μακριά από τις κρίσιμες μάχες στις πόλεις και στα πολεμικά μέτωπα, δεν είχαν ιδέα ότι το κόμμα των εσέρων στήριξε την αστική κυβέρνηση που αρνούνταν το μοίρασμα της γης των γαιοκτημόνων στους αγρότες. Η συντακτική συνέλευση αντιπροσώπευε «το χτες της επανάστασης». Η σοβιετική κυβέρνηση δεν είχε άλλη επιλογή από το να τη διαλύσει. Οι εργάτες και οι αγρότες δεν αντέδρασαν σε αυτή την απόφαση, αλλά αντίθετα υπεράσπισαν τη σοβιετική κυβέρνηση. Όμως η διάλυση της συντακτικής συνέλευσης ήταν ένα ξεκάθαρο δείγμα των αντιφάσεων που διαπερνούσαν το σοβιετικό κράτος λόγω του τεράστιου μεγέθους της αγροτιάς.

Ο Κρις Χάρμαν περιγράφει τις συνέπειες αυτής της αντίφασης:

Η εξέγερση στις πόλεις δεν θα είχε πετύχει χωρίς τη συμμετοχή του -κατά πλειοψηφία αγροτικού- στρατού. Ούτε οι αγρότες θα ξεκινούσαν ένα νικηφόρο αγώνα αν δεν καθοδηγούνταν από μια συγκεντροποιημένη δύναμη έξω απ’ αυτούς, τέτοια που να τους δίνει συνοχή. Στη Ρωσία του 1917 η μόνη τέτοια δύναμη ήταν η οργανωμένη εργατική τάξη. Αυτή ακριβώς η ικανότητα να τραβήξει τους αγρότες πίσω της την κρίσιμη στιγμή ήταν που έκανε δυνατή για την εργατική τάξη την κατάληψη της εξουσίας στις πόλεις.

Οι περιουσίες της αστικής τάξης και των γαιοκτημόνων συμμάχων της απαλλοτριώθηκαν. Αλλά οι τάξεις που πραγματοποίησαν αυτή την απαλλοτρίωση δεν είχαν πια κανένα κοινό συμφέρον, ξεκάθαρο και μακροπρόθεσμο. Στις πόλεις υπήρχε μια τάξη, που η ίδια της η ύπαρξη εξαρτιόταν από τη συλλογική δραστηριότητα. Στην ύπαιθρο υπήρχε μια τάξη, που τα μέλη της τα ίδια δεν ενώθηκαν μεταξύ τους παρά μόνο για μια στιγμή, για ν’ αρπάξουν τη γη που από κει και πέρα θα καλλιεργούσαν ατομικά. Όταν η κατάληψη της γης και η κατοχύρωση της κατάληψης ολοκληρώθηκε, μόνο εξωτερικές πιέσεις τους έδεναν με κάποιο κράτος.

Έτσι, η επανάσταση ήταν στην πραγματικότητα η δικτατορία των εργατών πάνω στις άλλες τάξεις των πόλεων (δηλαδή η κυριαρχία της πλειοψηφίας μέσα στα σοβιέτ -εργατικά συμβούλια- των μεγάλων πόλεων) και η δικτατορία των πόλεων πάνω στην ύπαιθρο. Κατά την πρώτη περίοδο του αναδασμού της γης αυτή η δικτατορία μπορούσε να βασίζεται στην υποστήριξη των αγροτών και όντως στηρίχτηκε από τους ένοπλους αγρότες, τους φαντάρους. Αργότερα, όμως, τι θα μπορούσε να συμβεί; (5).

Αυτό που θα μπορούσε να συμβεί είχε δυο εκδοχές: Αν η εργατική εξουσία των πόλεων είχε να προσφέρει βιομηχανικά αγαθά στους αγρότες (από τρακτέρ μέχρι καταναλωτικά προϊόντα) σε αντάλλαγμα για τα αγροτικά προϊόντα που είχαν ανάγκη οι πόλεις για να τραφούν, τότε θα μπορούσε να διατηρήσει ομαλές σχέσεις μαζί τους. Αν δεν είχε όμως, τότε η διάσπαση του μετώπου εργατών-αγροτών ήταν αναπόφευκτη στο μέλλον. Η πραγματικότητα ήταν κοντά στο δεύτερο σενάριο. Η οικονομία των πόλεων ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση για να μπορεί να προσφέρει σημαντικά οφέλη στην ύπαιθρο.

Τα προβλήματα της οικονομικής καθυστέρησης και της αποκλίνουσας πορείας των συμφερόντων των εργατών και των αγροτών δεν μπορούσαν να λυθούν μόνο με τα μέσα της Ρωσίας εκείνης της εποχής. Μπορούσαν να ξεπεραστούν μόνο με την οικονομική και πολιτική βοήθεια των εργατών των ανεπτυγμένων χωρών. Όσο η επανάσταση στη Δύση καθυστερούσε τόσο πιο μεγάλα προβλήματα είχε να αντιμετωπίσει η νέα σοβιετική εξουσία.

Εμφύλιος πόλεμος, ιμπεριαλιστική επέμβαση, οικονομικός αποκλεισμός

Ακόμα και αν οι καπιταλιστές άφηναν στην «ησυχία» της τη ρωσική επανάσταση, η μόνη προοπτική για το ξεπέρασμα των οικονομικών δυσκολιών ήταν η επέκτασή της διεθνώς. Αυτό δεν σήμαινε ότι οι μπολσεβίκοι περίμεναν μοιρολατρικά τη σωτηρία από το εξωτερικό. Η υπεράσπιση της επανάστασης στη Ρωσία με κάθε μέσο, ήταν αξεδιάλυτο καθήκον με την προσπάθεια επέκτασής της διεθνώς. Από την αρχή σχεδόν, ξεκίνησε η μάχη ενάντια σε μια διεθνή και ντόπια πολεμική επίθεση για τη συντριβή της επανάστασης. Στις 3 Μάρτη του 1918, η σοβιετική κυβέρνηση είχε υπογράψει τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ με τη Γερμανία, η οποία συνέχιζε τον πόλεμο ενάντια στη Ρωσία αγνοώντας τη μονομερή ανακωχή του σοβιετικού κράτους. Ήταν μια λεόντειος αλλά υποχρεωτική ειρήνη: αντί για τερματισμό του πολέμου «χωρίς αποζημιώσεις και προσαρτήσεις», όπως ήταν ο διακηρυγμένος στόχος των μπολσεβίκων, η συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ παρέδιδε «γη και ύδωρ» στο γερμανικό ιμπεριαλισμό. Προτού περάσουν δύο μήνες, ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος από δυνάμεις του παλιού τσαρικού καθεστώτος με τη βοήθεια των δυνάμεων της ΑΝΤΑΤ (Αγγλία, Γαλλία κ.λπ.). Βοήθεια όχι απλώς σε χρήματα και όπλα προς τα αντεπαναστατικά στρατεύματα, αλλά και με την άμεση συμμετοχή στρατιωτικών δυνάμεων από 14 χώρες στο πλευρό τους (ανάμεσά τους και ένα εκστρατευτικό σώμα που έστειλε ο «εθνάρχης» Βενιζέλος στο μέτωπο της Κριμαίας).

Οι στρατηγοί και οι αριστοκράτες του προηγούμενου καθεστώτος, με τη συνεργασία συχνά κάποιων τμημάτων των εσέρων και των μενσεβίκων, άρχιζαν να οργανώνουν στρατούς και ανταρσίες στις περιοχές όπου η επανάσταση ήταν καθυστερημένη, όπου η δημιουργία σοβιέτ και η εξέγερση των χωρικών ήταν σε εμβρυακή ακόμα κατάσταση ή και ανύπαρκτες. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι η πλειοψηφία των επικεφαλής των αντεπαναστατικών στρατευμάτων είχαν συλληφθεί στη διάρκεια του Οκτώβρη αλλά η σοβιετική εξουσία τους είχε αφήσει ελεύθερους, αφού έδωσαν το… λόγο της τιμής τους ότι δεν θα στραφούν ενάντια στην επανάσταση. Όπως σημείωνε λίγα χρόνια αργότερα ο Βικτόρ Σερζ:

Ανόητη επιείκεια! Αυτοί οι ευέλπιδες, αυτοί οι αξιωματικοί, αυτοί οι στρατιωτικοί σπουδαστές, αυτοί οι σοσιαλιστές της αντεπανάστασης, διασκορπίστηκαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ρωσίας και εκεί οργάνωσαν τον εμφύλιο πόλεμο. Η επανάσταση θα τους ξανασυναντούσε στο Γιάροσλαβ, στο Ντον, στο Καζάν, στην Κριμαία, στη Σιβηρία και σε κάθε συνωμοσία στα μετόπισθεν (6).

Δίπλα στον εμφύλιο πόλεμο και στους ξένους στρατούς που είχαν εισβάλει στη Ρωσία, η επανάσταση είχε να αντιμετωπίσει επιπλέον τον πλήρη οικονομικό αποκλεισμό από τις καπιταλιστικές χώρες. Αυτό είχε τεράστιες συνέπειες στην ήδη μισοκατεστραμμένη βιομηχανική παραγωγή, αφού η έλλειψη πρώτων υλών, καυσίμων και ανταλλακτικών σήμαινε ότι ακόμα περισσότερα τμήματα και εργοστάσια ολόκληρα έβγαιναν εκτός λειτουργίας όσο περνούσε ο χρόνος.

thumb_ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΙΑ ΜΠΡΕΣΤ ΛΙΤΟΦΣΚΟ εμφύλιος πόλεμος, οι επεμβάσεις των ξένων στρατών και ο οικονομικός αποκλεισμός διήρκεσαν τρία χρόνια. Υπήρξαν στιγμές που το σοβιετικό κράτος έλεγχε μόνο τις περιοχές γύρω από την Πετρούπολη και τη Μόσχα.
Σε κάποια στιγμή, τον Οκτώβρη του 1919, η κατάσταση ήταν τόσο άσχημη, που ο Λένιν πρότεινε να εγκαταλειφθεί η Πετρούπολη ώστε να σωθούν τουλάχιστον η Μόσχα και οι βιομηχανικές περιοχές του νότου. Ο Τρότσκι, αρχηγός του Κόκκινου Στρατού τότε, αντιτάχτηκε σε αυτή την άποψη. Μετά από μια έντονη διαμάχη στην ηγεσία των μπολσεβίκων πλειοψήφησε η άποψη του Τρότσκι, ο οποίος έφυγε αμέσως για την Πετρούπολη ώστε να οργανώσει την άμυνα της πόλης. Ο στρατηγός Γιουντένιτς των Λευκών, με τη βοήθεια του τελευταίας τεχνολογίας εξοπλισμού από τους Άγγλους αλλά και με την άμεση στήριξη του αγγλικού πολεμικού ναυτικού, έφτασε σε απόσταση αναπνοής από την Πετρούπολη. Τα τηλεγραφήματα και τα δημοσιεύματα των δυτικών μέσων ενημέρωσης θριαμβολογούσαν ήδη για την πτώση της «κόκκινης Πετρούπολης».
Χρειάστηκαν απίστευτες θυσίες -το γενικό επιτελείο των Λευκών έγραφε για την «ηρωική τρέλα» των κόκκινων (7)-, αλλά η Πετρούπολη σώθηκε, ο Κόκκινος Στρατός πέρασε στην αντεπίθεση και έτρεψε σε άτακτη φυγή τους Λευκούς.
Μετά από τρία χρόνια πολέμου, ο Κόκκινος Στρατός νίκησε, τα στρατεύματα των Λευκών συντρίφτηκαν και τα ξένα στρατεύματα αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν.

Όμως ήταν μια πύρρειος νίκη. Ο πόλεμος και ο οικονομικός αποκλεισμός είχαν τεράστιο κόστος σε ανθρώπους, σε οικονομική καταστροφή, στο ίδιο το σοβιετικό κράτος. Οι νικητές στέκονταν κυριολεκτικά πάνω σε κοινωνικά και οικονομικά ερείπια.
Η βιομηχανική παραγωγή είχε μειωθεί στο 18% της αντίστοιχης του 1917. Ο συνολικός αριθμός των εργατών είχε μειωθεί στο 43% της προηγούμενης αριθμητικής δύναμής της. Σε απόλυτους αριθμούς, ο αριθμός των βιομηχανικών εργατών έπεσε από 3 εκατομμύρια το 1917 σε 1.243.000 το 1921-22. Στην Πετρούπολη, που ήταν η πρωτοπορία της επανάστασης, οι βιομηχανικοί εργάτες μειώθηκαν ραγδαία από 400.000 το 1917 σε 71.575 τον Απρίλη του 1918! Όποια βιομηχανική παραγωγή και όσα τρόφιμα ήταν διαθέσιμα κατευθύνονταν σχεδόν αποκλειστικά στην πολεμική προσπάθεια. Έτσι, παράλληλα με τον πόλεμο, το αποτέλεσμα ήταν ο λιμός και οι ασθένειες. Οι νεκροί του Κόκκινου Στρατού ξεπερνούσαν το ένα εκατομμύριο. Οι νεκροί συνολικά της περιόδου 1918-21 πλησίαζαν τα 9 εκατομμύρια. Μόνο το 1920 ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέθαναν από τύφο. Η εγκατάλειψη των πόλεων λόγω της πείνας πήρε τεράστιες διαστάσεις. Το φθινόπωρο του 1920 ο πληθυσμός 40 επαρχιακών πρωτευουσών είχε μειωθεί κατά 33% σε σύγκριση με το 1917. Ο πληθυσμός της Πετρούπολης και της Μόσχας είχε μειωθεί στο 42,5% και στο 55,5% αντίστοιχα σε σύγκριση με το 1917 (8).

Η νίκη στον εμφύλιο πόλεμο οφειλόταν πρώτα και κύρια σε πολιτικούς λόγους. Οι εργάτες και οι αγρότες υπεράσπισαν με αυτοθυσία τη σοβιετική εξουσία απέναντι σε έναν πολύ καλύτερα εξοπλισμένο εχθρό (γι’ αυτό άλλωστε οι Λευκοί είχαν πολύ μικρότερες απώλειες), που είχε επιπλέον στο πλάι του τη στρατιωτική βοήθεια των καπιταλιστικών χωρών. Οι αντεπαναστάτες έχασαν τον πόλεμο γιατί ποτέ δεν κατάφεραν να χτίσουν μια σημαντική λαϊκή υποστήριξη με το μέρος τους. Όμως, παρ’ όλη τη στρατιωτική ήττα τους, οι Λευκοί κατάφεραν ένα θανατηφόρο πολιτικό χτύπημα στην επανάσταση. Υποχρέωσαν τη σοβιετική εξουσία και την πρωτοπορία των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών που είχαν κάνει την επανάσταση να χάσουν σχεδόν όλο το «αίμα» τους. Από το εργατικό κράτος και την εξουσία των σοβιέτ του 1917 είχαν απομείνει πια μόνο ερείπια.

«Πολεμικός κομμουνισμός» και γραφειοκρατικοποίηση του κράτους

Μετά την επανάσταση του 1917 και την απαλλοτρίωση των βιομηχάνων οι μετοχές των μεγαλύτερων καπιταλιστικών επιχειρήσεων της Ρωσίας και τα χρεόγραφα του τσαρικού καθεστώτος συνέχισαν να βρίσκονται σε διαπραγμάτευση στα χρηματιστήρια της Δύσης, και μάλιστα ανέβαιναν κάθε φορά που η αντεπανάσταση έμοιαζε ότι πλησιάζει στη νίκη. Το φαιδρό αυτό παράδειγμα δείχνει χαρακτηριστικά ότι η εξουσία δεν βρίσκεται απλά στους τίτλους ιδιοκτησίας. Την εξουσία είτε την ασκείς είτε δεν την έχεις.
Οι εργάτες και τα σοβιέτ είχαν τυπικά την εξουσία στη Ρωσία στο τέλος του εμφύλιου πολέμου. Όμως οι εργάτες και τα σοβιέτ δεν ήταν σε θέση πια να κυβερνάνε την κοινωνία. Ο εμφύλιος πόλεμος και η πείνα κατέστρεψαν αυτή τη δυνατότητα και το εργατικό κράτος είχε εκφυλιστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ο κρατικός μηχανισμός είχε γίνει ξανά σε σημαντικό βαθμό ένας ιεραρχικός και γραφειοκρατικός μηχανισμός. Η μόνη ουσιαστική σχέση αυτού του μηχανισμού με το κράτος των σοβιέτ του 1917 ήταν το γεγονός ότι επικεφαλής του κράτους βρισκόταν το κόμμα της επανάστασης, το μπολσεβίκικο κόμμα.

Το πέρασμα από τη δικτατορία των εργατών στη δικτατορία των μπολσεβίκων δεν έγινε με μεταρρυθμιστικό και σταδιακό τρόπο, δεν έγινε επειδή το επεδίωξαν οι μπολσεβίκοι, δεν έγινε επειδή έκαναν λάθη ή επειδή κορόιδεψαν τους εργάτες γιατί «τους διέφθειρε η εξουσία». Ήταν το βίαιο χτύπημα του εμφύλιου πολέμου και της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης που οδήγησε στην καταστροφή της πρωτοπορίας των εργατών και των στρατιωτών, που είχαν κάνει την επανάσταση και είχαν δημιουργήσει τα σοβιέτ και τη σοβιετική εξουσία.

Η καταστροφή οφειλόταν σε σημαντικό βαθμό στη φυσική εξόντωση αυτής της πρωτοπορίας τόσο στις πολεμικές συγκρούσεις όσο και από την πείνα και τις επιδημίες. Οι πρώτοι που έτρεξαν στο μέτωπο και έπεσαν νεκροί για να υπερασπίσουν την επανάσταση ήταν ο ανθός της. Ήταν οι εργάτες της Πετρούπολης και της Μόσχας, οι ναύτες της Κροστάνδης, οι στρατιώτες των επαναστατημένων συνταγμάτων του μετώπου.

Στη διάρκεια του 1917 και των πρώτων μηνών της επανάστασης, η εργατική πολιτοφυλακή και τα επαναστατικά συντάγματα εξέλεγαν επιτροπές πολιτικού ελέγχου των στρατιωτικών διοικητών, μερικές φορές εξέλεγαν και τους ίδιους τους στρατιωτικούς διοικητές. Η λογική του πολέμου επέβαλλε την ανάγκη τακτικού στρατού και την προτεραιότητα της στρατιωτικής αποτελεσματικότητας απέναντι στην επαναστατική αυτοκυβέρνηση. Την ώρα της μάχης η κατάληψη ενός λόφου, η επίθεση στο ένα μέτωπο και η υποχώρηση στο άλλο, όλες οι αποφάσεις τέτοιου είδους χρειάζονταν πολύ περισσότερο στρατιωτικές γνώσεις και ικανότητες από ό,τι πολιτικές απόψεις. Ο ρόλος των στρατιωτικών διοικητών υποχρεωτικά αναβαθμίστηκε. Η επαναστατική κυβέρνηση υποχρεώθηκε σταδιακά να επαναφέρει στο στράτευμα πολλούς αξιωματικούς του τσαρικού στρατού. Οι κομισάριοι (επίτροποι) τους οποίους διόριζαν τα σοβιέτ είχαν τον έλεγχο στα πολιτικά ζητήματα απέναντι στους στρατιωτικούς διοικητές. Όμως στις στρατιωτικές αποφάσεις ο λόγος των αξιωματικών μετρούσε. Η επαναστατική εξουσία είχε διαρκώς το πιστόλι στον κρόταφο των αξιωματικών και των οικογενειών τους σε περίπτωση που προδώσουν (χωρίς όμως να αποφεύγουν πάντα τις προδοσίες). Η επανάσταση συνέχιζε να έχει τον έλεγχο πάνω στους στρατιωτικούς ειδικούς, αλλά όχι όπως πριν. Οι εργάτες και οι αγρότες που πολεμούσαν στο μέτωπο ήταν αδύνατο ταυτόχρονα να κυβερνάνε τον εαυτό τους και πολύ περισσότερο την κοινωνία. Αλλά και πίσω στις πόλεις η κατάσταση ήταν εξίσου τραγική. Η καταστροφή της βιομηχανίας δεν σήμαινε μόνο τον υποδιπλασιασμό του αριθμού των εργατών:

thumb_ΛΕΝΙΝ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΟΚΤΩΒΡΗΣ 1918Για να κρατηθούν στη ζωή, οι εργάτες δεν μπορούσαν να αρκεστούν σ’ αυτά που εξασφάλιζε η συλλογική τους παραγωγή. Πολλοί κατέφυγαν στην άμεση ανταλλαγή των προϊόντων τους -ή ακόμα και κομματιών από τις μηχανές τους- με τρόφιμα που παρείχαν οι αγρότες.
Η ηγεμονική τάξη της επανάστασης δεν αποδεκατίστηκε απλά, αλλά και οι δεσμοί που ένωναν τα μέλη της βρίσκονταν σε κατάσταση αποσύνθεσης.

Το ίδιο το προσωπικό των εργοστασίων δεν ήταν αυτοί που συγκροτούσαν τον πυρήνα του επαναστατικού κινήματος το 1917. Οι πιο μαχητικοί εργάτες, πολύ φυσικά, είχαν πολεμήσει στην πρώτη γραμμή του εμφύλιου πολέμου και είχαν τεράστιες απώλειες. Αυτοί που επέζησαν ήταν απαραίτητοι όχι μόνο στα εργοστάσια, αλλά και ως στελέχη στο στρατό ή ως κομισάριοι, για να επιβλέπουν τη λειτουργία της κρατικής μηχανής. Τη θέση τους πήραν άπειροι και αγράμματοι αγρότες απ’ τα χωριά, χωρίς επαναστατικές παραδόσεις, χωρίς το όραμα του σοσιαλισμού (9).

Στη διάρκεια της επανάστασης και αμέσως μετά, στους χώρους δουλειάς και στους στρατώνες γίνονταν συζητήσεις, συνελεύσεις, εκλέγονταν αντιπρόσωποι. Όταν οι μάζες υποστήριζαν τους μενσεβίκους και τους σοσιαλεπαναστάτες, στα σοβιέτ κυριαρχούσαν οι ρεφορμιστές που στήριζαν την αστική κυβέρνηση. Όσο οι απόψεις των μαζών άλλαζαν τόσο άλλαζε και η σύνθεση των αντιπροσώπων που εξέλεγαν. Τα σοβιέτ που κατέλαβαν την εξουσία τον Οκτώβρη του 1917 αποτελούνταν στην πλειοψηφία τους από μπολσεβίκους και υποστηρικτές τους.

Αυτή η εργατική δημοκρατία και εξουσία εκφυλιζόταν με ραγδαίο τρόπο όσο ο πόλεμος κλιμακωνόταν. Τα σοβιέτ είχαν δημιουργηθεί μέσα από την επαναστατική αυτενέργεια της εργατικής τάξης. Χωρίς την επαναστατική αυτή τάξη που τα είχε δημιουργήσει, χωρίς τη συλλογικότητά της και την αυτενέργειά της, η εξουσία των σοβιέτ γινόταν ολοένα και περισσότερο κενό γράμμα. Οι πολιτικές συζητήσεις, οι συνελεύσεις και οι εκλογές αντιπροσώπων ατόνησαν με ραγδαίο ρυθμό. Αντί για αιρετοί και ανακλητοί ανά πάσα στιγμή, οι αντιπρόσωποι των εργατών στο σοβιετικό κράτος άρχισαν να γίνονται «μόνιμοι» ή να διορίζονται από το κόμμα.

Η αντίστροφη διαδικασία ατόνησε παράλληλα. Οι αποφάσεις των σοβιέτ είχαν ένα μηχανισμό εκατομμυρίων εργατών και στρατιωτών που τις υλοποιούσε με επαναστατική αποφασιστικότητα. Ο αποδεκατισμός και η παθητικοποίηση της όποιας εργατικής τάξης είχε απομείνει σήμαινε ότι αυτός ο μηχανισμός δεν λειτουργούσε πια. Αυτή η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη βάση και στην ηγεσία της επανάστασης, ανάμεσα στο μπολσεβίκικο κόμμα και στην εργατική τάξη, είχε καταστραφεί. Οι κρατικές αποφάσεις για να εφαρμοστούν επέβαλλαν όλο και περισσότερο τον διοικητικό και γραφειοκρατικό τρόπο λειτουργίας του σοβιετικού κρατικού μηχανισμού. Και αυτήν τη δουλειά έφερνε σε πέρας ένας διαρκώς αυξανόμενος στρατός από γραφειοκράτες, προερχόμενος στη συντριπτική του πλειοψηφία από αξιωματούχους του παλιού καθεστώτος που οι μπολσεβίκοι υποχρεώνονταν να χρησιμοποιήσουν.

Η Κροστάνδη και
η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ)

Ο σοσιαλιστικός σχεδιασμός της οικονομίας απαιτεί μια διαλεκτική σχέση συγκεντρωτισμού και αυτενέργειας, μια αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στους εργάτες στα εργοστάσια και στους αιρετούς-ανακλητούς αντιπροσώπους τους στα σοβιέτ, ώστε να αξιοποιηθούν ορθολογικά οι διαθέσιμοι πόροι της οικονομίας και να κατευθυνθούν στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Με τη δεδομένη οικονομική κατάσταση της Ρωσίας και την παραπέρα χειροτέρευσή της λόγω του εμφυλίου και του οικονομικού αποκλεισμού, οι μπολσεβίκοι είχαν ελάχιστα περιθώρια να εφαρμόσουν τέτοιου είδους σοσιαλιστικό σχεδιασμό στην πράξη.

Η οικονομική τους πολιτική φιλοδοξούσε καταρχήν να βάλει μια στοιχειώδη τάξη στο οικονομικό χάος. Πριν από την κλιμάκωση του εμφυλίου, ο Λένιν εισηγούνταν ότι η οικονομία θα βελτιωνόταν με τον «κρατικό καπιταλισμό», όπως τον ονόμαζε. Με παραχωρήσεις προνομίων, αφενός, στους καπιταλιστές και στους «ειδικούς» (στους μάνατζερ, όπως θα λέγαμε σήμερα) και ταυτόχρονα με τον έλεγχο του εργατικού κράτους πάνω σε αυτούς. Αυτή η προσπάθεια ναυάγησε από το σαμποτάζ των ίδιων των «μάνατζερ» από την αρχή, ενώ όσο κλιμακωνόταν ο εμφύλιος όλοι αυτοί μάζεψαν τις βαλίτσες τους και πέρασαν στις περιοχές που έλεγχαν οι Λευκοί αντεπαναστάτες. Η απάντηση σε αυτό το σαμποτάζ ήταν η κλιμακούμενη κρατικοποίηση των επιχειρήσεων, άλλοτε με αποφάσεις του σοβιετικού κράτους και συχνά με αποφάσεις των τοπικών σοβιέτ και των εργοστασιακών επιτροπών των επιχειρήσεων που εγκατέλειπαν οι ιδιοκτήτες τους ή οι διευθυντές τους. Στην περίοδο του πολεμικού κομμουνισμού, η οικονομία στις πόλεις κρατικοποιήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, ενώ ο όποιος σχεδιασμός αποσκοπούσε σε ένα μόνο στόχο υποχρεωτικά: να αξιοποιήσει τους όποιους οικονομικούς πόρους ήταν διαθέσιμοι για χάρη της πολεμικής προσπάθειας. Μπροστά στον εκφυλισμό της εξουσίας των σοβιέτ που προαναφέραμε, αυτό σήμαινε την προσπάθεια του κόμματος να ελέγξει την οικονομία από τα πάνω.
Σε σχέση με την αγροτική οικονομία, οι δυνατότητες σοσιαλιστικού σχεδιασμού δεν ήταν απλά μικρές αλλά ανύπαρκτες, λόγω της φύσης της αγροτιάς, που αποτελείται από μικροϊδιοκτήτες. Η αναγκαστική επίταξη τροφίμων χωρίς κανένα αντάλλαγμα στους αγρότες ήταν ο μόνος τρόπος να τραφεί ο στρατός και οι πόλεις.

thumb_9Η οικονομική αδυναμία και οι καταστροφές που έφερνε ο εμφύλιος, όπως είδαμε και πριν, οδηγούσαν σε κλιμάκωση της πείνας. Σε μια ειρωνεία της ιστορίας, όλες αυτές οι κακουχίες και οι θυσίες δεν μεταφράζονταν σε μαζική λαϊκή δυσαρέσκεια, γιατί ακριβώς οι εργάτες και οι αγρότες ταυτίζονταν με τους μπολσεβίκους στο στόχο της νίκης στον εμφύλιο. Πολύ συχνά ο Τρότσκι, (στο έργο του «Η ζωή μου») περιγράφει πως οι χωρικοί σε διάφορες περιοχές που ήταν δυσαρεστημένοι ή αδιάφοροι απέναντι στη σοβιετική εξουσία είχαν πολύ μεγαλύτερη συνεργασία με τον Κόκκινο Στρατό όταν από τις περιοχές τους περνούσαν οι Λευκοί. Ήταν ένας πικρός τρόπος για να συνειδητοποιήσουν οι αγρότες ότι δεν ήταν δυνατόν να μείνουν στην «ησυχία» τους και στην καλλιέργεια της γης που είχαν πρόσφατα κερδίσει και ότι η νίκη των Λευκών και η επιστροφή των γαιοκτημόνων ήταν ένας θανάσιμος κίνδυνος γι’ αυτούς. Στις περιοχές που οι Κόκκινοι νικούσαν τους Λευκούς ήταν κανόνας τόσο η ευκολότερη συγκέντρωση τροφίμων όσο και η κατάταξη νέων στρατιωτών στον Κόκκινο Στρατό.

Όμως όσο η νίκη στον εμφύλιο γινόταν ορατή, η δυσαρέσκεια άρχισε πια να εκδηλώνεται όλο και πιο έντονα. Όπως λεγόταν χαρακτηριστικά τότε, «οι αγρότες ήταν με τους μπολσεβίκους που τους έδωσαν τη γη, αλλά ταυτόχρονα ενάντια στους κομμουνιστές που τους έπαιρναν τα τρόφιμα». Στην ύπαιθρο οι αγρότες αρνούνταν όλο και συχνότερα τις επιτάξεις, κάποιες φορές μάλιστα χρησιμοποιώντας βία και σκοτώνοντας τους εκπροσώπους των Κόκκινων που έρχονταν για να πάρουν τρόφιμα. Σε μια σειρά περιοχές άρχισαν να σημειώνονται εξεγέρσεις ενάντια στις επιτάξεις σιτηρών. Σε κάποιες από αυτές συγκροτήθηκαν τα λεγόμενα «πράσινα» αντάρτικα, που δεν ήταν ούτε με τους Λευκούς ούτε με τους Κόκκινους και πολεμούσαν εναντίον και των δύο. Μια παρεμφερής περίπτωση ήταν και ο αυτοαποκαλούμενος «στρατός του Μάχνο» σε μια περιοχή της Ουκρανίας, που όμως λόγω των αναρχικών αντιλήψεων του Μάχνο (10), πότε συνεργαζόταν με τον Κόκκινο Στρατό ενάντια στους Λευκούς και πότε πολεμούσε εναντίον του.

Στις πόλεις μετά το 1920 άρχισαν να ξεσπάνε απεργίες με κύριο αίτημα την αύξηση της μερίδας του ψωμιού. Ήταν φανερό ότι η περίοδος του πολεμικού κομμουνισμού δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο και ήδη ο Τρότσκι είχε προτείνει μέτρα στην κατεύθυνση της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ) που ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 1921.

Καταλυτική επίδραση στην υιοθέτηση της ΝΕΠ έπαιξε η εξέγερση της Κροστάνδης τον Μάρτιο του 1921. Η εξέγερση αυτή, επικεφαλής της οποίας ήταν κυρίως αναρχικοί, καθώς και η καταστολή της από τον Κόκκινο Στρατό, έχει θεωρηθεί από πολλούς (από αναρχικούς μέχρι αστούς) ως η βασική απόδειξη ότι οι μπολσεβίκοι είχαν απομακρυνθεί από το σοσιαλισμό και ότι ήταν τάχα ανελεύθεροι και δικτατορικοί (11). Όμως η κοινωνική σύνθεση της Κροστάνδης ήταν τελείως διαφορετική από την επαναστατική Κροστάνδη του 1917. Η εξέγερση διεκδικούσε την απομάκρυνση των μπολσεβίκων από την εξουσία, στους οποίους απέδιδε όλες τις κακουχίες και τα δεινά του λαού που είχε φέρει ο εμφύλιος. Η πολιτική της κατεύθυνση αποσκοπούσε στη διάλυση ουσιαστικά κάθε κεντρικής εξουσίας στη Ρωσία και τον απόλυτο έλεγχο των αγροτών πάνω στην περιουσία τους, χωρίς τις επιτάξεις τροφίμων. Ο χαρακτήρας της εξέγερσης ήταν μικροαστικός και δεν διέφερε κοινωνικά από διάφορες αγροτικές εξεγέρσεις που αναφέραμε παραπάνω. Υπήρχε όμως μια σημαντική διαφορά εξαιτίας της οποίας η εξέγερση αναθάρρησε τους καπιταλιστές στη Δύση και τους Λευκούς αντεπαναστάτες που προσπάθησαν να στηριχτούν πάνω της. Ο λόγος δεν ήταν ιδεολογικός -δεν συμπαθούσαν τον αναρχισμό- αλλά στρατιωτικός: Η απώλεια του στρατηγικής σημασίας φρουρίου της Κροστάνδης και του στόλου της Βαλτικής άνοιγε τη δυνατότητα για μια στρατιωτική αντεπίθεση των Λευκών και των Δυτικών ενάντια στο σοβιετικό κράτος. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που η υπόθεση αυτή δεν μπορούσε να λυθεί ειρηνικά αλλά με την καταστολή (ενώ, αντίθετα, στον επίσης αναρχικό Μάχνο οι μπολσεβίκοι είχαν δείξει ανοχή για χρόνια, παρ’ όλες τις στρατιωτικές επιθέσεις του «στρατού» του εναντίον τους). Η καταστολή δεν θα μπορούσε να γίνει αν η εξέγερση της Κροστάνδης είχε βρει μαζικά υποστηρικτές στους εργάτες της Πετρούπολης και στον Κόκκινο Στρατό. Το αντίθετο συνέβη: «Η πολιτική απομόνωση της Κροστάνδης ήταν η αιτία της εσωτερικής αβεβαιότητας και της στρατιωτικής της ήττας» (12).

thumb_ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΟΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟ ΦΡΟΥΡΟΥΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣΗ εξέγερση της Κροστάνδης επιτάχυνε την υιοθέτηση της ΝΕΠ από τους μπολσεβίκους. Οι μπολσεβίκοι υιοθέτησαν τα περισσότερα αιτήματα των αγροτών, κατάργησαν τις επιτάξεις σιτηρών και τους έδωσαν τα περιθώρια να διαθέτουν όπως αυτοί ήθελαν το πλεόνασμα των προϊόντων τους στην αγορά. Ταυτόχρονα πήραν μια σειρά μέτρα γενικότερης φιλελευθεροποίησης της οικονομίας και ενίσχυσης της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», διατηρώντας παράλληλα τον κεντρικό έλεγχο πάνω στο κράτος. Η ΝΕΠ είχε δύο στόχους: Ο πρώτος στόχος ήταν να σταματήσει η δυσαρέσκεια των αγροτών και να ξεπεραστεί ο κίνδυνος διάλυσης του καθεστώτος από τις εντεινόμενες αγροτικές εξεγέρσεις. Ο δεύτερος ήταν η αναζωογόνηση της οικονομίας μέσω εισαγωγής των «κινήτρων» της αγοράς, τόσο στο εσωτερικό όσο και με την ενίσχυση του εμπορίου με το εξωτερικό.

Ο πρώτος στόχος επιτεύχθηκε και η αγροτική δυσαρέσκεια σταμάτησε. Στην περίοδο της ΝΕΠ άρχισε να εμφανίζεται μαζικά ένα στρώμα που πλούτιζε (οι ΝΕΠμεν, όπως ονομάζονταν χαρακτηριστικά). Το φαινόμενο άνθησε ιδιαίτερα στην ύπαιθρο με τους πλούσιους αγρότες (κουλάκους), με χαρακτηριστικό στοιχείο τη διάθεση του 56% του συνολικά εμπορεύσιμου σιταριού από μια πλούσια μειοψηφία (10% περίπου των αγροτικών νοικοκυριών). Αλλά και στις πόλεις εμφανίστηκαν νεόπλουτοι όπως έμποροι, βιοτέχνες, ελεύθεροι επαγγελματίες.

Αντίθετα ο δεύτερος στόχος της οικονομικής αναζωογόνησης δεν έγινε πράξη. Το ότι μια μειοψηφία πλούτιζε δεν οδηγούσε σε σημαντική ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά, αντίθετα, σε βιομηχανική στασιμότητα, με ένταση των ανισοτήτων και αύξηση της ανεργίας στους εργάτες των πόλεων. Ακόμα και το πρόβλημα του επισιτισμού δεν λύθηκε, αφού οι πόλεις δεν είχαν να δώσουν στους αγρότες πραγματικά οφέλη, αλλά μόνο χαρτονομίσματα χωρίς αντίκρυσμα. Αρκετές φορές ο εφιάλτης της πείνας επανήλθε. Οι αγρότες μείωναν την παραγωγή, αφού το πλεόνασμα δεν τους απέφερε πραγματικό όφελος, ή άλλοτε κατακρατούσαν το πλεόνασμα της αγροτικής παραγωγής, περιμένοντας πιο κερδοφόρες ευκαιρίες στο μέλλον. Οι σχέσεις με το εξωτερικό περιορίστηκαν κυρίως στις εξαγωγές σιταριού και στις εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών (που τα καρπώνονταν κυρίως οι νεόπλουτοι), ενώ ελάχιστοι πόροι περίσσευαν για νέες επενδύσεις στη βιομηχανία.

Το πρόβλημα της γραφειοκρατικοποίησης του κράτους και του κόμματος επιδεινώθηκε επίσης. Η αύξηση των ανισοτήτων σήμαινε ότι οι γραφειοκράτες αξιοποιούσαν ολοένα και περισσότερο τη θέση τους για να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο και συναγωνίζονταν τους ΝΕΠμεν σε επίδειξη πλούτου και προνομίων. Ο μεγάλος χαμένος αυτής της πολιτικής ήταν οι εργάτες των πόλεων, που συχνά εξέφραζαν τη δυσαρέσκειά τους με κύματα απεργιών και κινητοποιήσεων.

Περιμένοντας
τη γερμανική επανάσταση

Ένα καπιταλιστικό κράτος και μια καπιταλιστική κυβέρνηση, απαντούν στην οικονομική κρίση με την ένταση της εκμετάλλευσης, με την ένταση της βαρβαρότητας και της επιθετικότητας ενάντια στα δικαιώματα και στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Μια επαναστατική εργατική κυβέρνηση, ακόμα και σε ένα εκφυλισμένο εργατικό κράτος όπως ήταν η Ρωσία εκείνη την εποχή, δεν μπορεί να ακολουθήσει αυτό το δρόμο χωρίς να αυτοαναιρέσει τον εαυτό της. 
Οι Μπολσεβίκοι είχαν πλήρη συνείδηση ότι η σοσιαλιστική εξουσία σε μια καθυστερημένη χώρα όπως η Ρωσία θα συναντούσε απίστευτες οικονομικές δυσκολίες. Είχαν διαγνώσει αυτές τις δυσκολίες ήδη από την εποχή του 1905. Στην τότε συζήτηση για το χαρακτήρα της Ρώσικης επανάστασης, μόνο ο Τρότσκι πίστευε στη δυνατότητα της σοσιαλιστική εξουσίας μέσω της «διαρκούς επανάστασης». Ακόμα και τότε όμως προειδοποιούσε ότι χωρίς την επέκταση της επανάστασης διεθνώς η τελική νίκη είναι αδύνατη:

Με μόνες τις δικές της δυνάμεις, η εργατική τάξη στη Ρωσία θα τσακιστεί αναπόφευκτα από την αντεπανάσταση, τη στιγμή που οι αγρότες θα της γυρίσουν την πλάτη (13).

Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο διεθνής χαρακτήρας της σοσιαλιστικής επανάστασης έγινε ολοφάνερος. Στον πρόλογο της έκδοσης του «Ιμπεριαλισμού…», ο Λένιν έγραφε τον Απρίλη του 1917 ότι η ουσία του έργου αυτού ήταν ότι: «η εποχή του ιμπεριαλισμού είναι η παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης» (14) και στον πρόλογο του 1920 επαναλάμβανε ότι «Ο ιμπεριαλισμός είναι η παραμονή της κοινωνικής επανάστασης του προλεταριάτου. Από το 1917 και μετά, αυτό έχει επιβεβαιωθεί σε παγκόσμια κλίμακα» (15).

Όταν Λένιν έφτασε στη Ρωσία από το εξωτερικό όπου ήταν εξόριστος τον Απρίλη του 1917, μίλησε στο σιδηροδρομικό σταθμό όπου τον περίμεναν χιλιάδες εργάτες. Η Πράβδα έγραψε ένα μικρό ρεπορτάζ την επόμενη μέρα:

Στο δρόμο, όρθιος πάνω στο θωρακισμένο αυτοκίνητο, ο σ. Λένιν χαιρέτησε το επαναστατικό ρωσικό προλεταριάτο και τον επαναστατικό ρωσικό στρατό, που μπόρεσαν να απελευθερώσουν όχι μόνο τη Ρωσία από τον τσαρικό δεσποτισμό, αλλά και που έκαναν την αρχή της κοινωνικής επανάστασης σε διεθνή κλίμακα (16).

Στο 7ο συνέδριο των μπολσεβίκων τον Μάρτη του 1918 ο Λένιν έλεγε:

Η ιστορία μας έχει τώρα τοποθετήσει σε μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Στη μέση μιας οργανωτικής δουλειάς με ασύγκριτες δυσκολίες, θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε επιπλέον μια σειρά από επώδυνες ήττες. Από διεθνή-ιστορική άποψη, αναμφίβολα δεν θα υπήρχε καμιά ελπίδα για την τελική νίκη της επανάστασής μας αν αυτή έμενε μόνη της, αν δεν εμφανίζονταν επαναστατικά κινήματα σε άλλες χώρες. Όταν το μπολσεβίκικο κόμμα προχώρησε μόνο του προς την επανάσταση, το έκανε με την ξεκάθαρη πεποίθηση ότι η επανάσταση ωριμάζει σε όλες τις χώρες και ότι στο τέλος -αν και όχι από την αρχή- όσες δυσκολίες και αν περνούσαμε, όσες ήττες και αν δεχόμασταν, η παγκόσμια κοινωνική επανάσταση θα έρθει … επειδή ωριμάζει και θα φτάσει σε πλήρη ωριμότητα. Επαναλαμβάνω, η σωτηρία μας από όλες αυτές τις δυσκολίες βρίσκεται στην επανάσταση σε όλη την Ευρώπη (17).

Η δημιουργία της Κομμουνιστικής Γ΄ Διεθνούς το 1919 οργανώθηκε ακριβώς για να επιταχύνει την παγκόσμια επανάσταση. Στο ιδρυτικό συνέδριο της Γ΄ Διεθνούς ο Λένιν έλεγε:

Η αστική τάξη όλου του κόσμου ας εξακολουθεί να λυσσομανάει, ας καταδιώκει, ας φυλακίζει, ακόμα και ας σκοτώνει τους Σπαρτακιστές (18) και τους μπολσεβίκους – όλα αυτά δεν πρόκειται πια να τη βοηθήσουν … Η νίκη της προλεταριακής επανάστασης σε όλο τον κόσμο είναι εξασφαλισμένη (19) … Η ίδρυση της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς είναι το κατώφλι της διεθνούς δημοκρατίας των Σοβιέτ, της διεθνούς νίκης του κομμουνισμού (20).

Και το 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το Νοέμβρη -Δεκέμβρη του 1922 (το τελευταίο που παραβρέθηκε ο Λένιν αν και ήδη άρρωστος), στην «Απόφαση για τη Ρώσικη επανάσταση» δήλωνε το εξής:

Το 4ο παγκόσμιο συνέδριο υπενθυμίζει στους εργάτες όλου του κόσμου ότι η προλεταριακή επανάσταση δεν θα μπορέσει ποτέ να νικήσει στο εσωτερικό μιας και μόνης χώρας, αλλά στο διεθνές πλαίσιο, σαν παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση (21). 

Όλη η πολιτική των μπολσεβίκων αποσκοπούσε στο κέρδισμα χρόνου μέχρι να έρθει η βοήθεια από την εργατική επανάσταση των ανεπτυγμένων χωρών. Για τους μπολσεβίκους, υπεράσπιση της επανάστασης και αντιμετώπιση των οικονομικών δυσκολιών δεν ήταν σε καμιά περίπτωση η εκμετάλλευση των εργατών. Και όχι μόνο αυτό. Ήταν επίσης μια συνεχής μάχη ενάντια στην γραφειοκρατία που δυνάμωνε ραγδαία στο κράτος και στο κόμμα.

Μπολσεβίκικο κόμμα: το τελευταίο οχυρό ενάντια στη γραφειοκρατία

Οι μπολσεβίκοι δεν επιδίωξαν την γραφειοκρατικοποίηση του κράτους. Δεν είχαν προβλέψει καν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και δεν ήταν δυνατόν να το προβλέψουν. Όταν συζητούσαν για τους ενδεχόμενους κινδύνους της επανάστασης, πάντα θεωρούσαν ότι η αντεπανάσταση θα μπορούσε να νικήσει από τα έξω, με την άμεση στρατιωτική συντριβή της επανάστασης. Στο ερώτημα «Θα μπορέσουν άραγε οι μπολσεβίκοι να κρατήσουν την εξουσία;», ο Λένιν απαντούσε λίγο μετά την κατάκτηση της πλειοψηφίας στο σοβιέτ Πετρούπολης:

Μας λένε, το προλεταριάτο δεν θα μπορέσει να θέσει σε κίνηση τον κρατικό μηχανισμό. Ύστερα από την επανάσταση του 1905 τη Ρωσία κυβερνούσαν 130.000 τσιφλικάδες, την κυβερνούσαν ασκώντας συνέχεια βία ενάντια σε 15 0 εκατομμύρια ανθρώπους, εμπαίζοντάς τους απεριόριστα, εξαναγκάζοντας την τεράστια πλειοψηφία τους να δουλεύουν σαν κατάδικοι και να λιμοκτονούν. Και δεν θα μπορέσουν, δήθεν, να κυβερνήσουν τη Ρωσία 240.000 μέλη του μπολσεβίκικου κόμματος, να την κυβερνήσουν προς το συμφέρον των φτωχών και ενάντια στους πλούσιους; Αυτοί οι 240.000 άνθρωποι έχουν τώρα με το μέρος τους όχι λιγότερο από ένα εκατομμύριο ψήφους ενήλικου πληθυσμού … Έτσι έχουμε ήδη ένα ‘’κρατικό μηχανισμό’’ από ένα εκατομμύριο ανθρώπους, αφοσιωμένους στο σοσιαλιστικό κράτος με την ιδεολογία τους, και όχι για να εισπράττουν κάθε 20 του μήνα μεγάλους μισθούς.

thumb_ΚΟΛΟΝΤΑΙ ΤΣΕΤΚΙΝΕπιπλέον έχουμε ένα ‘’θαυμάσιο μέσο’’ για να δεκαπλασιάσουμε μονομιάς, με μια κίνηση, τον κρατικό μας μηχανισμό, ένα μέσο που δεν το είχε ποτέ και δεν μπορεί να το έχει κανένα καπιταλιστικό κράτος. Αυτό το θαυματουργό μέσο είναι η προσέλκυση των εργαζομένων, ή προσέλκυση της φτωχολογιάς στην καθημερινή δουλειά της διακυβέρνησης του κράτους (22).

Οι μπολσεβίκοι είχαν επίσης υπολογίσει πώς θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των «ειδικών»: των μηχανικών και των επιστημόνων γενικότερα, των λογιστών και των διοικητικών στελεχών καταγραφής και διοίκησης. Αυτοί θα έμπαιναν στην υπηρεσία της επανάστασης είτε γιατί ως υπάλληλοι θα κερδίζονταν πολιτικά από την εργατική εξουσία, είτε με την πίεση της εξουσίας που θα εξασκούσε πάνω τους ο κρατικός μηχανισμός των σοβιέτ.

Όμως ο κρατικός μηχανισμός των σοβιέτ και των εκατομμυρίων «αφοσιωμένων στο σοσιαλισμό» που συμμετείχαν σε αυτά έπαψε να λειτουργεί όσο προχωρούσε ο εμφύλιος πόλεμος και η οικονομική καταστροφή. Τι θα μπορούσαν και τι θα έπρεπε να κάνουν οι μπολσεβίκοι σε μια τέτοια κατάσταση; Θα έπρεπε ο Λένιν, ο Τρότσκι και όλη η ηγεσία των μπολσεβίκων να αυτοεξοριστεί στην Ελβετία, επειδή η επανάσταση δεν προχωρούσε ρόδινα; Θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν την επανάσταση και να περιμένουν καλύτερες μέρες στο μακρινό μέλλον, εγκαταλείποντας εκατοντάδες χιλιάδες κομμουνιστές και υποστηρικτές τους και δεκάδες εκατομμύρια εργατών και αγροτών στη δολοφονική εκδικητική μανία των αντεπαναστατών τσαρικών και των γαιοκτημόνων; Θα μπορούσαν να παρατήσουν την υπόθεση της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης;
Οι μπολσεβίκοι ήταν αποφασισμένοι επαναστάτες μαρξιστές και όχι «πολιτικοί καριέρας». Τέτοια διλήμματα δεν υπήρχαν γι’ αυτούς. Η απόφασή τους ήταν από την αρχή σταθερή και δεν ταλαντεύτηκαν ούτε στιγμή: υπεράσπιση της επανάστασης μέχρις εσχάτων και με κάθε μέσο που είναι απαραίτητο.

Και αυτό στις στιγμές του εμφυλίου σήμαινε υποχρεωτικά τη συγκέντρωση της εξουσίας στο μόνο κόμμα που ήταν σταθερό στην υπόθεση της επανάστασης, δηλαδή στους μπολσεβίκους. Οι συνέπειες αυτής της επιλογής δεν ήταν καθόλου ευχάριστες, αλλά ήταν απόλυτα υποχρεωτικές. Ενώ στην αρχή της επανάστασης είχαν αφήσει ελεύθερους τους αντεπαναστάτες στρατηγούς, τώρα ήταν υποχρεωμένοι να λειτουργήσουν σε καθεστώς πολεμικού κομμουνισμού και «κόκκινης τρομοκρατίας». Σε μια από τις πιο δύσκολες στιγμές του εμφύλιου πολέμου, αποφάσισαν να εκτελέσουν τον τσάρο και την οικογένειά του, ώστε να μην αφήσουν καμιά ελπίδα στους Λευκούς για επαναφορά του τσαρικού θρόνου σε έναν κληρονόμο «εξ αίματος» της βασιλικής οικογένειας.
Στα μετόπισθεν της επανάστασης, υποχρεώθηκαν να περιορίσουν τις δημοκρατικές ελευθερίες μπροστά στο γεγονός ότι τα σοβιέτ είχαν εκφυλιστεί. Η λειτουργία του κόμματος των μενσεβίκων απαγορεύτηκε στα τέλη του 1918, αφού ένα κομμάτι τους υποστήριζε ανοιχτά την αντεπανάσταση και ένα άλλο την υποστήριζε έμμεσα. Οι αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες, όταν βρέθηκαν σε διαφωνία με τους μπολσεβίκους, άρχισαν να χρησιμοποιούν τη συνηθισμένη τους τρομοκρατική τακτική από το παρελθόν και οργάνωσαν απόπειρες δολοφονίας ηγετικών στελεχών των μπολσεβίκων. Την ίδια τακτική προσφυγής στην τρομοκρατική βία ακολουθούσαν και κάποιες μικρές αναρχικές ομάδες που υπήρχαν στη σοβιετική Ρωσία. Το μπολσεβίκικο κόμμα ήταν το μόνο αποφασισμένο και το μόνο αξιόπιστο για να υπηρετήσει με κάθε θυσία την επανάσταση. Χωρίς η κατάσταση να αφήνει άλλες επιλογές, οι μπολσεβίκοι επέβαλαν τη μονοκρατορία του κόμματος.

Αυτές οι επιλογές δεν σήμαιναν ότι οι μπολσεβίκοι αποφάσισαν να γίνουν γραφειοκράτες και να εκμεταλλεύονται τους εργάτες και τους αγρότες. Ακριβώς το αντίθετο.

Στο 5ο συνέδριο των συνδικάτων (2-6 Νοέμβρη 1920) ξέσπασε μια μεγάλη διαμάχη στους κόλπους του μπολσεβίκικου κόμματος για το τι θέση θα κρατούσε το κόμμα στο συνέδριο. Οι μπολσεβίκοι χωρίστηκαν στα τρία: από τη μια ήταν η πτέρυγα με επικεφαλής τους Τρότσκι και Μπουχάριν, από την άλλη ήταν η λεγόμενη «εργατική αντιπολίτευση» με επικεφαλής την Κολοντάι και τον Σλιάπνικοφ, ενώ στο κέντρο ήταν η «πλατφόρμα των δέκα» με επικεφαλής τον Λένιν. Στην περίοδο του πολεμικού κομμουνισμού, η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας ήταν το κύριο χαρακτηριστικό και τα συνδικάτα σε μεγάλο βαθμό ήταν υποταγμένα στο κράτος. Ο Τρότσκι υποστήριζε ότι αυτό έπρεπε να προχωρήσει ακόμα περισσότερο, στην πλήρη ένταξη των συνδικάτων στο κράτος και στο διορισμό των επικεφαλής τους. Από την άλλη, η «εργατική αντιπολίτευση» υποστήριζε τον πλήρη έλεγχο της οικονομίας από τα συνδικάτα, μια άποψη εντελώς ουτοπική με δεδομένη την κατάσταση της εργατικής τάξης και της οικονομίας της Ρωσίας. Μετά από πολύ έντονες αντιπαραθέσεις, που πήραν μεγάλη δημοσιότητα εν όψει και του 10ου συνεδρίου του κόμματος (π.χ., η πλατφόρμα της εργατικής αντιπολίτευσης κυκλοφόρησε σε 250.000 αντίτυπα), η «ομάδα των δέκα» πλειοψήφησε. Ο Λένιν εξηγούσε τη θέση του λέγοντας:

Το δικό μας είναι ένα εργατικό κράτος με μια γραφειοκρατική διαστροφή … Τώρα έχουμε ένα κράτος κάτω από το οποίο είναι δουλειά του μαζικά οργανωμένου προλεταριάτου να αυτοπροστατευτεί, ενώ εμείς, από την πλευρά μας, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις εργατικές οργανώσεις για να προστατεύσουν τους εργάτες από το κράτος τους και να τις έχουμε μαζί μας για να προστατεύσουν το δικό μας κράτος (23).

thumb_ΛΕΝΙΝ ΣΕΒΡΝΤΛΟΦ ΟΚΤΩΒΡΗΣ 1918Οι μπολσεβίκοι δεν προσπαθούσαν να εξωραΐσουν την κατάσταση και ονόμαζαν τις περισσότερες αναγκαστικές οικονομικές επιλογές τους ως βήματα υποχώρησης στον καπιταλισμό και όχι, φυσικά, ως «οικοδόμηση του σοσιαλισμού». Ούτε τον κρατικό μηχανισμό τον εξωράιζαν ως σοσιαλιστικό και εργατικό, αλλά αντίθετα έλεγαν την αλήθεια ότι υπάρχει πρόβλημα γραφειοκρατίας και απομάκρυνσης από το ιδανικό της εργατικής εξουσίας. Ανέχονταν τα προνόμια των «ειδικών» για να τους προσελκύσουν με το μέρος τους, αλλά σπάνια τα μέλη της επαναστατικής φρουράς των μπολσεβίκων χρησιμοποιούσαν την εξουσία τους για να ζουν πλουσιοπάροχα. Οι μπολσεβίκοι χρησιμοποίησαν τη μυστική αστυνομία (ΤΣΕΚΑ) και την τρομοκρατία ενάντια στις αντεπαναστατικές συνωμοσίες των Λευκών (και κάποτε ενάντια και στα αντιπολιτευόμενα κόμματα). Υποχρέωσαν συχνά με τη βία τους αγρότες να παραδίδουν τρόφιμα στον Κόκκινο Στρατό και στις πόλεις, αλλά αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί εχθρότητα και άγρια καταπίεση των αγροτών από το καθεστώς. Επέβαλαν μειωμένες μερίδες φαγητού στις πόλεις για να αντιμετωπίσουν την έλλειψη τροφίμων, αλλά ποτέ δεν χρησιμοποίησαν την άγρια καταστολή ως μέσο ενάντια σε εργατικές απεργίες. Μέσα στην τρομερή κατάσταση που επικρατούσε ήταν φυσικό να υπάρχει δυσαρέσκεια και αντιδράσεις ενάντια στο καθεστώς. Μπορεί η εργατική εξουσία να είχε εκφυλιστεί, αλλά οι μπολσεβίκοι εξακολουθούσαν να έχουν τη στήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των εργατών και των αγροτών. Όπως είδαμε πριν, η έλλειψη λαϊκής υποστήριξης οδήγησε τους Λευκούς στην ήττα. Το ακριβώς αντίθετο ίσχυε για τους Κόκκινους: η λαϊκή υποστήριξη στους μπολσεβίκους ήταν ο κύριος παράγοντας που οδήγησε στη νίκη του Κόκκινου Στρατού.

Οι μπολσεβίκοι ακολουθούσαν μια σταθερή απόφαση: να κρατήσουν την επανάσταση στη Ρωσία με κάθε μέσο, προσπαθώντας να βρουν τρόπους να ενισχύσουν παράλληλα τη θέση των επαναστατών εργατών στο κράτος και στο κόμμα ως αντίβαρο στη γραφειοκρατία. Η υπεράσπιση της επανάστασης μέχρι να έρθει η βοήθεια από την εργατική επανάσταση των πλούσιων καπιταλιστικών χωρών ήταν το βασικό τους μέλημα και έδιναν τεράστια σημασία στο δυνάμωμα και στην επέκταση της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Δεν υπήρχε άνθρωπος στη Ρωσία εκείνη την εποχή που να ανησυχούσε και να προσπαθούσε να βρει τρόπους να εμποδίσει τη γραφειοκρατικοποίηση του κράτους και του κόμματος περισσότερο από τον Λένιν. Στην 11η συνεδρίαση του Σοβιέτ της Πετρούπολης, στις 12 Μάρτη του 1919, έλεγε:

Διώξαμε τους παλιούς γραφειοκράτες, αλλά έχουν επανέλθει … φοράνε μια κόκκινη κονκάρδα στο πέτο τους και σούρνονται σε κάθε ζεστή τρύπα. Τι να κάνουμε γι’ αυτό; Πρέπει να πολεμήσουμε αυτό το συρφετό ξανά και ξανά, και αν ο συρφετός ξανατρυπώσει, πρέπει ξανά και ξανά να τον ξεκαθαρίσουμε, να τον διώξουμε, να τον κρατάμε κάτω από την επίβλεψη των κομμουνιστών εργατών και αγροτών που τους γνωρίζουμε για παραπάνω από ένα μήνα και παραπάνω από ένα χρόνο (24).

Στο 8ο συνέδριο του Κόμματος, τον Μάρτη του 1919, ο Λένιν έλεγε:

Οι τσαρικοί γραφειοκράτες άρχισαν να συμμετέχουν στους σοβιετικούς θεσμούς και να εφαρμόζουν τις γραφειοκρατικές τους μεθόδους, άρχισαν να υιοθετούν μια κομμουνιστική εμφάνιση και, για να επιτύχουν καλύτερα στην καριέρα τους, να αποκτούν κάρτες μέλους του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος (25)

Στο συνέδριο του κόμματος του 1922 επαναλάμβανε:

Αν πάρουμε τους 4.700 κομμουνιστές που βρίσκονται σε υπεύθυνες θέσεις στη Μόσχα και αν πάρουμε αυτή την τεράστια γραφειοκρατική μηχανή, αυτή τη γιγαντιαία μάζα, πρέπει να ρωτήσουμε: Ποιος κυβερνάει ποιον; Δεν πιστεύω ότι μπορείτε με ειλικρίνεια να ισχυριστείτε ότι οι κομμουνιστές καθοδηγούν αυτήν τη μάζα. Για να είμαστε ειλικρινείς: δεν είναι αυτοί οι καθοδηγητές, είναι οι καθοδηγούμενοι (26)

Στον τελευταίο του λόγο στο συνέδριο της Διεθνούς (λίγο μετά αρρώστησε βαριά), στις 13 Νοέμβρη του 1922, ο Λένιν μπροστά στους αντιπροσώπους των κομμουνιστικών κομμάτων όλου του κόσμου καταδίκασε την αστική-συντηρητική φύση της υπάρχουσας κρατικής μηχανής:

thumb_ΡΟΖΑ ΛΟΥΞΕΜΠΟΥΡΓΚΠήραμε ολόκληρη την παλιά κρατική μηχανή, και αυτή ήταν η δυστυχία μας. Το 1917, αφού καταλάβαμε την εξουσία, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι μάς σαμποτάρισαν. Αυτό μας φόβισε πάρα πολύ και ικετεύσαμε: «Σας παρακαλούμε γυρίστε πίσω». Γύρισαν όλοι πίσω, αλλά αυτή ήταν η δυστυχία μας. Τώρα έχουμε μια μεγάλη στρατιά κυβερνητικών υπαλλήλων, αλλά μας λείπουν αρκετά μορφωμένες δυνάμεις για να ασκήσουμε πραγματικό έλεγχο επάνω τους. Στην πράξη συμβαίνει συχνά ότι εδώ, στην κορυφή όπου ασκούμε πολιτική εξουσία, η μηχανή λειτουργεί κάπως. Αλλά, κάτω στα βάθη, οι κυβερνητικοί υπάλληλοι έχουν αυθαίρετο έλεγχο και συχνά τον ασκούν με τέτοιο τρόπο που να αντιστρατεύονται στα μέτρα μας. Στην κορυφή έχουμε, δεν ξέρω πόσους, αλλά τέλος πάντων νομίζω όχι περισσότερους από λίγες χιλιάδες, στην καλύτερη περίπτωση μερικές δεκάδες χιλιάδες δικούς μας ανθρώπους. Κάτω στα βάθη, όμως, υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες παλιοί αξιωματούχοι που πήραμε από τον τσάρο και από την αστική κοινωνία και που, εν μέρει συνειδητά και εν μέρει ασυνείδητα, δουλεύουν ενάντιά μας (27).

Όλα αυτά δεν ήταν απλά λόγια ενάντια στη γραφειοκρατία. Συνοδεύονταν από μια συνεχή και επίπονη μάχη για την προστασία του κόμματος από τη γραφειοκρατική διαφθορά. Για να ξεφορτωθεί τους καριερίστες, ο Λένιν υποστήριξε ότι έπρεπε να γίνουν εκκαθαρίσεις των διεφθαρμένων στοιχείων. Το 8ο συνέδριο του κόμματος (Μάρτης 1919) κατέληξε στην εξής απόφαση:

Εισχωρούν ευρέως στο κόμμα στοιχεία που δεν είναι επαρκώς κομμουνιστικά, ακόμα και πραγματικά παράσιτα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ρωσίας είναι στην εξουσία, κι αυτό αναπόφευκτα προσελκύει μαζί με τις καλύτερες περιπτώσεις και καριερίστες. Μια σοβαρή εκκαθάριση είναι απαραίτητη στις οργανώσεις του κόμματος και των Σοβιέτ.

Αμέσως μετά το συνέδριο διαγράφηκαν γύρω στο 10% με 15% των μελών στις πόλεις και ένα μεγαλύτερο ποσοστό σε μερικές απ’ τις επαρχίες (28).
Όταν ξεκινούσε το 11ο συνέδριο (Μάρτης -Απρίλης 1922), ο Λένιν έγραφε στον Μολότοφ σχετικά με την επικείμενη απόφαση του συνεδρίου για την ένταξη νέων μελών στο κόμμα:

Θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό να επιμηκύνουμε την περίοδο του δόκιμου μέλους για τα νέα μέλη του Κόμματος. Ο Ζινόβιεφ προτείνει αυτή η περίοδος να είναι έξι μήνες για τους εργάτες και δώδεκα μήνες για τις υπόλοιπες κατηγορίες. Εγώ προτείνω την περίοδο των έξι μηνών μόνο γι’ αυτούς τους εργάτες που ήταν εν ενεργεία σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες για δέκα χρόνια τουλάχιστον. Για όλους τους υπόλοιπους εργάτες η δοκιμαστική περίοδος πρέπει να καθοριστεί στους δεκαοκτώ μήνες, για τους αγρότες και τους φαντάρους του Κόκκινου Στρατού πρέπει να καθοριστεί στα δυο χρόνια και τρία χρόνια για τις υπόλοιπες κατηγορίες (29).

Όλη αυτή η προσπάθεια μετέτρεπε το μπολσεβίκικο κόμμα σε τελευταίο οχυρό ενάντια στη γραφειοκρατικοποίηση. Όμως μπορούσε απλά να την καθυστερήσει, δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Όσο η βοήθεια από την επανάσταση του εξωτερικού καθυστερούσε, όσο η παθητικοποίηση της εργατικής τάξης και οι οικονομικές δυσκολίες συνεχίζονταν, τόσο περισσότερα καριερίστικα στοιχεία έμπαιναν στο κόμμα ιδιαίτερα στις πιο χαμηλές βαθμίδες του. Η ταύτιση του κόμματος με το κράτος είχε ανάγκη από νέα στελέχη του κόμματος. Όσο κι αν το κόμμα προσπαθούσε να ελέγξει τα πιο διεφθαρμένα στοιχεία, δεν είχε τρόπο να εμποδίσει τους καριερίστες που αυτό ονομάζονταν όψιμα «κομμουνιστές» να προσχωρούν όλο και περισσότερο. Στην αρχή του εμφυλίου δύσκολα τέτοια στοιχεία έπαιρναν την απόφαση να μπουν στο μπολσεβίκικο κόμμα, αφού κινδύνευαν να τουφεκιστούν αν νικούσαν οι Λευκοί. Όμως όσο η νίκη του Κόκκινου Στρατού γινόταν ξεκάθαρη και το τέλος του εμφυλίου πλησίαζε, τόσο μεγαλύτερη ήταν η πλημμυρίδα αριβίστικων και γραφειοκρατικών στοιχείων που προσχωρούσε στους μπολσεβίκους. Ακόμα και μέλη του κόμματος που είχαν πάρει μέρος στην επανάσταση δεν μπορούσαν να μένουν ανεπηρέαστα από το γενικότερο γραφειοκρατικό περιβάλλον και τις γραφειοκρατικές μεθόδους διοίκησης. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα ήταν ότι τα παλιά μέλη του κόμματος γίνονταν ολοένα και περισσότερο μια μικρή μειοψηφία.

Τον Οκτώβρη του 1919 μόνο το 20% των μελών είχε στρατολογηθεί πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση και μόνο το 8% πριν από τον Φλεβάρη του 1917. Στο ενδέκατο συνέδριο ο Ζηνόβιεφ ανέφερε ότι μόνο το 2% του συνόλου των κομματικών μελών το 1922 ήταν μέλη του κόμματος πριν από τον Φλεβάρη του 1917 (30).

thumb_ΜΠΟΥΧΑΡΙΝΗ λογοτεχνία συνήθως δεν προσφέρεται για να παρουσιάσει ψυχρά την πραγματικότητα. Όμως ένα απόσπασμα από τον Βικτόρ Σερζ περιγράφει απόλυτα την ψυχική κατάσταση και τα διλήμματα ενός κομμουνιστή μέσα στη μαύρη περίοδο του εμφυλίου:

Το καλύτερο τάγμα εργατών μπορεί να θυσιαστεί σε μια επιχείρηση της κακιάς ώρας στο μέτωπο. Ο Κάας, όμως, δεν γίνεται να θυσιαστεί! Όλα αυτά τα σκουλήκια, που τα χρησιμοποιούμε, που τα κάνουμε να δουλεύουν για μας, που μας είναι αναγκαία, που φέρνουν σε πέρας ένα σωρό αποστολές μαζί με μας, που ξέρω ότι είναι αναγκαία – δεν θα φτάσουν στο σημείο να μας κατασπαράξουν; Μήπως δεν μας ροκανίζουν ενώ ταυτόχρονα μας υπακούουν; (31)

Στις 26 Μάρτη του 1922 ο Λένιν, σε ένα γράμμα του, ανέφερε:

Αν δεν κλείνουμε τα μάτια μας στην πραγματικότητα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι στην παρούσα κατάσταση η προλεταριακή πολιτική του κόμματος δεν καθορίζεται από τη σύνθεση των μελών του, αλλά από το πρωτοφανές κύρος που απολαμβάνει όλη ανεξαιρέτως η μικρή ομάδα που μπορεί να αποκληθεί και παλιά φρουρά του κόμματος. Μια μικρή διαμάχη μέσα σε αυτή την ομάδα θα είναι αρκετή, αν όχι να καταστρέψει αυτό το κύρος, σε κάθε περίπτωση να αδυνατίσει την ομάδα σε τέτοιο βαθμό ώστε να χάσει τη δύναμη να καθορίζει την πολιτική (32).

Ούτε ο Λένιν μπορούσε να φανταστεί πόσο προφητική θα αποδεικνυόταν λίγο μετά το θάνατό του αυτή η τελευταία του αποστροφή.

1923-1928: Η τελευταία μάχη

Ο Στάλιν ήταν ένα δευτεροκλασάτο στέλεχος της ηγεσίας των μπολσεβίκων, με οργανωτικές κυρίως ικανότητες. Η θέση γενικού γραμματέα της Κ.Ε. δεν υπήρχε στους μπολσεβίκους παλιότερα, και όταν θεσπίστηκε δεν είχε τη σημασία του ηγέτη του κόμματος (όπως στη συνέχεια εξελίχθηκε στα ΚΚ). Ο Λένιν και άλλα κορυφαία στελέχη των μπολσεβίκων ποτέ δεν είχαν αυτή τη θέση μέσα στην Κ.Ε. Ο αναμφισβήτητα οργανωτικός ηγέτης των μπολσεβίκων μέχρι το 1919 (όταν και πέθανε από επιδημία γρίπης) ήταν ο Σβερντλόφ, για τον οποίο λεγόταν χαρακτηριστικά «ο Λένιν βάζει τη θεωρία και ο Σβερντλόφ εξασφαλίζει ότι θα εφαρμοστεί». Παρόλα αυτά ούτε ο Σβεντλόφ είχε ποτέ τη θέση του γραμματέα του κόμματος.

Όταν το 1922 ο Στάλιν διορίστηκε γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής, τα πράγματα είχαν διαφοροποιηθεί αρκετά: η γραφειοκρατικοποίηση του κόμματος έδινε στον Στάλιν μεγάλη δύναμη μέσα στον κομματικό και στον κρατικό μηχανισμό. Όμως και πάλι σε καμιά περίπτωση ο Στάλιν δεν μπορούσε να θεωρηθεί ηγέτης του μπολσεβίκικου κόμματος εκείνη την εποχή. «Ηγεσία» ήταν αυτοί που αποκαλούσε ο Λένιν «παλιά φρουρά του κόμματος», που, πέρα από τον Λένιν, περιλάμβανε στελέχη όπως ο Τρότσκι, ο Ζηνόβιεφ, ο Κάμενεφ, ο Μπουχάριν, που ήταν πολύ πιο γνωστοί στις λαϊκές μάζες και με πολύ μεγαλύτερο κύρος από τον Στάλιν.

thumb_ΣΤΑΛΙΝ ΡΙΚΟΦ ΚΑΜΕΝΕΦ ΖΗΝΟΒΙΕΦΗ υγεία του Λένιν ήταν ήδη κλονισμένη από την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του το 1918. Τον Μάη του 1922 έπαθε την πρώτη καρδιακή προσβολή και παρέλυσε από το ένα χέρι. Τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου έπαθε δεύτερο καρδιακό επεισόδιο, που τον υποχρέωσε να παραμένει κλινήρης και να απέχει σε μεγάλο βαθμό από την πρακτική πολιτική. Τον Μάρτη του 1923 υπέστη νέα καρδιακή προσβολή και δυσκολευόταν να μιλάει μέχρι το θάνατό του, στις αρχές του 1924. Στη διάρκεια της αρρώστιας του υπαγόρευσε κάποια κείμενα, γνωστά ως «πολιτική διαθήκη» του, που ολοκλήρωσε τον Γενάρη του 1923 (33). Ο Λένιν ήθελε η διαθήκη του να δημοσιευτεί στην «Πράβδα» και να διαβαστεί στο 12ο συνέδριο του κόμματος που είχε οριστεί για τον Απρίλη του 1923. Στη διαθήκη ο Λένιν προειδοποιούσε για τον κίνδυνο σχίσματος στην Κ.Ε., κατέκρινε τον Στάλιν και τις γραφειοκρατικές του μεθόδους, ζητούσε την απομάκρυνσή του από τη θέση του γενικού γραμματέα, ενώ αξιολογούσε τον Τρότσκι ως «τον ικανότερο άνθρωπο στην Κεντρική Επιτροπή».

Τα κείμενα αυτά δεν δημοσιεύτηκαν. Η Κρούπσκαγια, σύντροφος του Λένιν, δέχθηκε να παραμείνει απόρρητη η διαθήκη, φοβούμενη τις εντάσεις που μπορούσε να προκαλέσει και ελπίζοντας σε ανάκαμψη της υγείας του Λένιν ώστε να υπερασπίσει μόνος του τις θέσεις του (34). Τελικά, μετά το θάνατο του Λένιν το 1924, παρέδωσε το κείμενο της διαθήκης στον Στάλιν, ζητώντας να δημοσιοποιηθεί στο 13ο συνέδριο του κόμματος τον Μάη του 1924.

Στη διάρκεια της ασθένειας του Λένιν, στο τιμόνι του κόμματος ήταν πρακτικά η λεγόμενη «τριανδρία» των Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, Στάλιν. Όταν το ντοκουμέντο έφτασε στα χέρια τους, αποφάσισαν να το αποκρύψουν. Ιδιαίτερα ο Στάλιν πίεσε σε αυτή την κατεύθυνση αφού ο Λένιν όχι μόνο έκανε κρίσεις για τα μέλη της Κ.Ε., αλλά ειδικά για τον Στάλιν απαιτούσε το πρακτικό μέτρο της απομάκρυνσής του από τη θέση του γραμματέα.

Όπως φοβόταν ο Λένιν, η ηγεσία των μπολσεβίκων άρχισε να διασπάται σε αποκλίνουσες ομάδες στη διάρκεια της ασθένειάς του, και ακόμα πιο έντονα μετά τον θάνατό του. Οι διαμάχες μέσα στην Κ.Ε. της περιόδου 1923-28 έχουν περιγραφεί από τον Τρότσκι ως διαμάχη τριών τάσεων: της «δεξιάς» με επικεφαλής τον Μπουχάριν, της αριστεράς με επικεφαλής τον Τρότσκι (και στην πορεία και του Ζηνόβιεφ και του Κάμενεφ που συμμάχησαν μαζί του) και της «κεντριστικής» πτέρυγας με επικεφαλής τον Στάλιν. Όμως πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι όλες αυτές οι πτέρυγες εξέφραζαν διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα στην κοινωνία. Η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας είτε παρακολουθούσε παθητικά τις διαμάχες αυτές είτε, ακόμα και αν έπαιρνε θέση υποστήριξης σε κάποια από αυτές, ήταν μια θέση παθητικής υποστήριξης. Εξαίρεση αποτελούσε η πτέρυγα του Στάλιν, η οποία έβρισκε πράγματι ενεργητική υποστήριξη από το κυρίαρχο στρώμα στη ρωσική κοινωνία: την κομματική και κρατική γραφειοκρατία.

Η πτέρυγα του Μπουχάριν υποστήριζε την διατήρηση της ΝΕΠ, και την ενίσχυση των αγροτών. Όμως δύσκολα μπορούμε να πούμε ότι ο Μπουχάριν εξέφραζε τα συμφέροντα των αγροτών μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα, έστω και αν τα κουλάκικα στοιχεία της υπαίθρου υποστήριζαν την άποψή του. Πιο πολύ εξέφραζε την απογοήτευσή του από τις εξελίξεις στη διεθνή επανάσταση και την αναζήτηση για ένα «ρωσικό δρόμο» για το σοσιαλισμό μέσω της ανάπτυξης της οικονομίας «με ρυθμούς σαλιγκαριού» και με τις μεθόδους της αγοράς.

* Τρότσκι και Στάλιν: ποιος ήταν ο ρεαλιστής;
Δεν υπήρχε τίποτα το μη ρεαλιστικό στην πολιτική που πρότεινε η Αριστερή Αντιπολίτευση και ο Τρότσκι. Αν ο Λένιν ζούσε ήταν πιθανό η “παλιά φρουρά” των μπολσεβίκων να μπορούσε κερδίσει και αυτή τη μάχη ενάντια στη σταλινική γραφειοκρατία. Αν η πλατφόρμα της Αριστερής αντιπολίτευσης επικρατούσε, η ιστορία της σοσιαλιστικής επανάστασης θα ήταν πολύ διαφορετική, όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και διεθνώς. Η γνήσια μπολσεβίκικη πολιτική θα μπορούσε να είχε οδηγήσει το ΚΚ Γερμανίας στη νίκη απέναντι στον Χίτλερ το 1931-33. Θα μπορούσε να φέρει στην εξουσία τους εργάτες στο επαναστατικό κύμα του 1934-36 στη Γαλλία αντί να υποτάξει το εργατικό κίνημα στην ουρά της αστικής τάξης όπως έκανε το ΚΚ Γαλλίας με την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου. Μια γνήσια λενινιστική πολιτική θα είχε οδηγήσει σε βέβαιη νίκη την μεγάλη ισπανική επανάσταση του 1936-37 αντί για την ήττα και την επικράτηση του Φράνκο. Στην κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού τη δεκαετία του ‘30, η «διέξοδος» προς την νίκη των φασιστών και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δεν ήταν καθόλου αναπόφευκτη. Αντίθετα η δεκαετία του ‘30 θα μπορούσε να αποτελέσει ένα τεράστιο νικηφόρο δεύτερο κύμα για την διεθνή επανάσταση και τον σοσιαλισμό που να είχε γλιτώσει την ανθρωπότητα από τη φρίκη του φασισμού και του πολέμου. Η σταλινική πολιτική αφόπλισε το εργατικό κίνημα από την αναγκαία επαναστατική ηγεσία και αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του σταλινισμού απέναντι στον σοσιαλισμό και την εργατική τάξη διεθνώς. Η διαδεδομένη ακόμα και σήμερα αντίληψη, ότι ο σταλινισμός μπορεί να ήταν βάρβαρος μεν, αλλά ήταν «αποτελεσματικός» δήθεν στην αντίσταση στο φασισμό και στην «επέκταση του σοσιαλισμού», είναι τελείως ανιστόρητη. Με τα σύμφωνα Μολότοφ-Ρίνπεντροπ, με τις συμφωνίες της Γιάλτας και με την προέλαση των ρώσικων τανκς, η μόνη αποτελεσματικότητα του σταλινισμού ήταν η επέκταση της σφαίρας επιρροής του ρώσικου κρατικού καπιταλισμού στον διεθνή ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Η ανωτερότητα του σοσιαλισμού δεν βρίσκεται στις ατομικές βόμβες του Στάλιν (ή της Κίνας σήμερα) αλλά σε μια οικονομία που ικανοποιεί πλήρως τις ανάγκες των απλών ανθρώπων. Βρίσκεται στην αυτοαπελευθέρωση της εργατικής τάξης και στον διεθνισμό. Όπως λέει και ένα παλιό σύνθημα: «το σοσιαλισμό τον χτίζουν οι εργάτες και όχι τα τανκς και οι γραφειοκράτες».

Αντίστοιχα, η αριστερή αντιπολίτευση με επικεφαλής τον Τρότσκι* είχε την υποστήριξη σημαντικών τμημάτων των εργατών και της νεολαίας, αλλά ήταν μια υποστήριξη παθητική. Η εργατική τάξη δεν είχε πλέον την αντοχή να στρατευτεί αγωνιστικά για να δώσει τη μάχη στο πλευρό της αριστερής αντιπολίτευσης. Οι προτάσεις της μπορούν να θεωρηθούν ως προσπάθεια συνέχισης της «ορθόδοξης» πολιτικής του μπολσεβίκικου κόμματος με τις αναγκαίες διορθώσεις. Η αριστερή αντιπολίτευση πρότεινε μέτρα σε τρεις βασικές κατευθύνσεις: 1) Αύξηση της φορολόγησης των αγροτών και των ΝΕΠμεν και κατεύθυνση των πόρων αυτών στην πιο γρήγορη εκβιομηχάνιση, ώστε να αυξηθεί το βάρος της εργατικής τάξης στην οικονομία και στην κοινωνία. 2) Παράλληλα με την έμφαση στη βιομηχανία πρότεινε μέτρα ενίσχυσης της εργατικής δημοκρατίας και προσέλκυσης της εργατικής τάξης στα καθήκοντα διακυβέρνησης, ώστε να καταπολεμηθεί η γραφειοκρατικοποίηση στο κράτος και στο κόμμα. 3) Με βάση τα δύο πρώτα στοιχεία, η επανάσταση θα μπορούσε να διατηρηθεί στη Ρωσία, και έτσι να εξακολουθήσει με ενεργητικό τρόπο να προωθεί την εξάπλωσή της διεθνώς, που θα ήταν και η μόνη οριστική σωτηρία της επανάστασης όπως υποστήριζαν πάντα οι μπολσεβίκοι.
Τις πιο αλλοπρόσαλλες και αντιμαρξιστικές απόψεις εξέφραζε η σταλινική πτέρυγα, η οποία όμως έβρισκε την ενεργητική υποστήριξη της γραφειοκρατίας, αφού η πολιτική της εξυπηρετούσε απόλυτα τα προνόμιά της μέσα στη ρωσική κοινωνία και την παραπέρα ενίσχυσή τους. Τον Απρίλη του 1924, επαναλαμβάνοντας την μπολσεβίκικη άποψη, ο Στάλιν έγραφε:

Είναι δυνατόν να πετύχουμε την τελική νίκη του σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα, χωρίς τις συνδυασμένες προσπάθειες των εργατών μερικών ανεπτυγμένων οικονομικά χωρών; Όχι δεν είναι δυνατόν. Οι προσπάθειες μιας χώρας είναι αρκετές για την ανατροπή της αστικής τάξης. Αυτό είναι που μας διδάσκει η ιστορία της επανάστασής μας. Για την τελική νίκη του σοσιαλισμού, για την οργάνωση της σοσιαλιστικής παραγωγής, οι προσπάθειες μιας χώρας, ειδικά μιας αγροτικής χώρας όπως η δική μας, δεν είναι αρκετές. Για να το πετύχουμε αυτό χρειαζόμαστε τις προσπάθειες του προλεταριάτου αρκετών ανεπτυγμένων χωρών. Αυτό είναι όλο το κύριο χαρακτηριστικό της λενινιστικής θεωρίας για την προλεταριακή επανάσταση (35).

Τον Αύγουστο του 1924, σε μια δεύτερη έκδοση του ίδιου βιβλίου, το απόσπασμα αυτό είχε αντικατασταθεί με το εξής: «Έχοντας εγκαθιδρύσει την εξουσία του και παίρνοντας την ηγεσία της αγροτιάς, το προλεταριάτο της νικηφόρας χώρας μπορεί και πρέπει να χτίσει τη σοσιαλιστική κοινωνία». Και τον Νοέμβρη του ίδιου χρόνου η αναθεώρηση της ιστορίας από τον Στάλιν ήταν πλήρης: «Το κόμμα πάντα έπαιρνε ως θεμελιώδη αρχή την ιδέα ότι η νίκη του σοσιαλισμού μπορεί να επιτευχθεί με τις δυνάμεις μιας μόνης χώρας»! (36).

* Τα ζικ-ζακ του σταλινικού «μαρξισμού»
Η ανατροπή προηγούμενων θέσεων και οι στροφές 180 μοιρών, ήταν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του σταλινικού «μαρξισμού». Το 1917 ήταν ενάντια στην ωριμότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία και αντιτάχτηκε στον Λένιν. Στα τέλη του 1924 «ανακάλυψε» ξαφνικά ότι η Ρωσία ήταν «ώριμη» για το σοσιαλισμό μέχρι το τελικό του στάδιο -την αταξική κοινωνία- και μάλιστα μόνη της! Το 1934-36 έκανε νέα «ανακάλυψη»: πλην της Ρωσίας που… βάδιζε ολοταχώς για τον «κομμουνισμό», ο σοσιαλισμός και η επανάσταση έγινε «ανώριμη» σε όλες τις άλλες χώρες του κόσμου! Τα ΚΚ διεθνώς έπρεπε να επιδιώξουν διάφορα ενδιάμεσα πολιτικά στάδια και διάφορες συμμαχίες ακόμα και με «προοδευτικούς» αστούς, ώστε μέσω αυτών των σταδίων να «ωριμάσουν» τις χώρες τους για τον σοσιαλισμό και την επανάσταση στο αόρατο και μακρινό μέλλον!

Οι ιδέες της σταλινικής πτέρυγας εκφράζονταν με απίστευτες στροφές* και ήταν πλήρης ανατροπή του μαρξισμού και της μπολσεβίκικης παράδοσης. Είχαν όμως το πλεονέκτημα ότι υπόσχονταν στη γραφειοκρατία μια ήσυχη και προνομιούχα ζωή, πέρα από τις περιπέτειες της παγκόσμιας επανάστασης, της αντιπαράθεσης με τους πλούσιους αγρότες, της αμφισβήτησης της θέσης της από την εργατική δημοκρατία. Η κομματική και κρατική γραφειοκρατία βρήκε στο πρόσωπο του Στάλιν τον «ηγέτη» που εκπροσωπούσε τα συμφέροντά της.

Παρ’ όλα αυτά, η παντοδυναμία του Στάλιν και ο πλήρης έλεγχος του μπολσεβίκικου κόμματος από τη γραφειοκρατία δεν έγινε μονομιάς. Ο Στάλιν συμμάχησε στην αρχή με τους Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ και στη συνέχεια με τον Μπουχάριν ενάντια στον Τρότσκι. Μέχρι το 1923 η δημοκρατία μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα είχε διατηρηθεί, τουλάχιστον όσον αφορούσε την «παλιά φρουρά», που έλεγε ο Λένιν, και οι απόψεις των διαφορετικών αντιλήψεων συγκρούονταν ισότιμα όσον αφορά την παρουσίασή τους από τον κομματικό Τύπο. Στο συνέδριο του 1923 (στο οποίο, θυμίζουμε, σκόπευε ο Λένιν να παρουσιαστεί η διαθήκη του) ο Τρότσκι έβγαλε ένα λόγο που χειροκροτήθηκε θερμά και στηλίτευε τη γραφειοκρατία, αν και απέφυγε την άμεση αντιπαράθεση με την «τριανδρία» της ηγεσίας του κόμματος. Με πρωτοστάτη τον Στάλιν, η τριανδρία άρχισε να αποψιλώνει τον Τρότσκι και τους υποστηρικτές του από κομματικά αξιώματα, ώστε να μην αφήσει κανένα περιθώριο στον Τρότσκι να διεκδικήσει τον πρώτο ρόλο μετά το θάνατο του Λένιν.

thumb_ΤΡΟΤΣΚΙ ΜΕ ΣΤΟΛΗΤο 1925, μετά τις διαφωνίες τους με τον Στάλιν και τον Μπουχάριν, ο Κάμενεφ και ο Ζηνόβιεφ ανακάλυψαν πόσο μεγάλο ήταν το τέρας της γραφειοκρατίας που είχαν βοηθήσει να δυναμώσει. Μόνο η κομματική οργάνωση του Λένινγκραντ (πρώην Πετρούπολης) υποστήριξε τον Ζηνόβιεφ, που ήταν και ο γραμματέας της. Όταν ο Ζηνόβιεφ ηττήθηκε στο συνέδριο, ο Στάλιν τοποθέτησε άλλο γραμματέα στο Λένινγκραντ. Σε πολύ μικρό διάστημα ο κομματικός μηχανισμός του Λένινγκραντ δήλωνε οπαδός του Στάλιν.

Κάθε έννοια εσωκομματικής δημοκρατίας καταπατιόταν όλο και περισσότερο όσο ο Στάλιν ενίσχυε τη μονοκρατορία του. Μέσα τελείως άγνωστα στην μπολσεβίκικη παράδοση, όπως τα πιο ξετσίπωτα ψέματα και η παραχάραξη της ιστορίας, η συστηματική συκοφάντηση των αντιπάλων ακόμα και με την επιστράτευση των πιο αντιδραστικών ιδεολογημάτων, όπως ο αντισημιτισμός, άρχισαν να γίνονται καθημερινή πρακτική στις κομματικές οργανώσεις και στον κομματικό Τύπο. Η τελευταία μάχη δόθηκε από κοινού από τους Τρόσκι – Ζηνόβνιεφ – Κάμενεφ στο συνέδριο του 1927. Χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που προαναφέραμε, η σταλινική γραφειοκρατία κέρδισε το συνέδριο. Δεν αρκέστηκε σε αυτό, αλλά σε λίγο επέβαλε την εξορία του Τρότσκι και την αναγκαστική απομάκρυνση κάθε αντιπολιτευόμενου από κάθε πολιτική δράση. Το 1927 ακόμα και η παραμικρή υποψία για ενδεχόμενη διαφωνία αντιμετωπιζόταν με εξορία, συκοφαντία και καταστολή. Το μπολσεβίκικο κόμμα του 1917 ήταν το κόμμα των πρωτοπόρων εργατών και της σοσιαλιστικής επανάστασης. Το 1927 το κόμμα ήταν πια ολοκληρωτικά το κόμμα της σταλινικής γραφειοκρατίας.

Η γραφειοκρατία
γίνεται άρχουσα τάξη

Ο Τρότσκι, στην κοινωνική και πολιτική του ανάλυση για την γραφειοκρατία, την περιέγραφε σαν παρασιτικό και συντηρητικό στρώμα. Πράγματι μέχρι και το 1927, η ανάλυση αυτή ταίριαζε στο ρόλο της γραφειοκρατίας στη ρώσικη κοινωνία. Είχε τον έλεγχο του κόμματος και του κράτους, η σταλινική πολιτική αποσκοπούσε στην συντήρηση της προνομιούχας θέσης της, ενώ ταυτόχρονα επέτρεπε στη γραφειοκρατία να ισορροπεί ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές τάξεις της Ρωσίας χωρίς ιδιαίτερες εντάσεις και να διευρύνει έτσι τα προνόμιά της και το μερίδιο του πλούτου που απολάμβανε.

Η άρχουσα τάξη μιας κοινωνίας δεν είναι απλά μια προνομιούχα τάξη, αλλά μια τάξη που υποτάσσει όλες τις άλλες τάξεις και την κοινωνία ολόκληρη στους σκοπούς και στα συμφέροντά της. Μέχρι και το 1927, η πολιτική της γραφειοκρατίας δεν είχε αυτό το χαρακτηριστικό. Κινούνταν πιο πολύ με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και όχι με πλήρη πολιτική συνείδηση της εξουσίας της. Ήταν μια «τάξη καθεαυτή» σύμφωνα με την μαρξιστική ορολογία και όχι «μια τάξη για τον εαυτό της», δηλαδή μια τάξη με πλήρη συνείδηση των στόχων της και των ιστορικών συμφερόντων της.

thumb_ΣΤΑΛΙΝ 30Όμως η οικονομική και ιστορική πραγματικότητα δεν ήταν δυνατόν να αφήσει την γραφειοκρατία στην παρασιτική της “ησυχία”. Όπως είπαμε και παραπάνω, τα οικονομικά προβλήματα της Ρωσίας δεν λύθηκαν με την ΝΕΠ. Αντίθετα προκαλούσαν την όλο και μεγαλύτερη ταξική διαφοροποίηση της Ρωσίας και αύξαναν τη δυσαρέσκεια των εργατών που συχνά εκφράζονταν και με κινητοποιήσεις, ακόμα και με σχετική ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα παρέμενε ότι η αγροτιά, με τον τεράστιο ρόλο της μέσα στη ρώσικη οικονομία, δεν είχε συμφέρον να προμηθεύει τις πόλεις με τρόφιμα όσο οι πόλεις δεν είχαν πραγματικά ανταλλάγματα να της προσφέρουν. Η μαζική άρνηση των αγροτών να πουλήσουν τη σοδειά των δημητριακών το 1928 έθεσε τη γραφειοκρατία μπροστά σε όλη την οξύτητα του ζητήματος. Ο απόλυτος έλεγχος του κόμματος και του κράτους που είχε πετύχει με τις σταλινικές μεθόδους που αναφέραμε πριν, δεν ήταν αρκετός για να της εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα τα προνόμιά της. Αυτό μπορούσε να γίνει μόνο αν εξασκούσε αποφασιστικά την εξουσία της και υπέτασσε στα συμφέροντά της τις υπόλοιπες τάξεις της κοινωνίας και ιδιαίτερα τους εργάτες και τους αγρότες.

Η δεύτερη απειλή για τη γραφειοκρατία ερχόταν από το εξωτερικό. Η γραφειοκρατία, χρησιμοποιώντας το κύρος της «σοβιετικής πατρίδας» και τις σταλινικές μεθόδους που ήξερε καλά, υπέταξε την Κομουνιστική Διεθνή και τα νεαρά ΚΚ, στην προσπάθεια εξυπηρέτησης της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν οι οδηγίες «μετριοπάθειας» προς το Βρετανικό ΚΚ στην περίοδο της γενικής απεργίας του 1926 και ακόμα πιο έντονα η καθοδήγηση του κινέζικου ΚΚ ώστε να υποταχτεί στους εθνικιστές του Κουομιτάγκ στην επανάσταση του 1927, με τελικό αποτέλεσμα την σφαγή εκατοντάδων χιλιάδων εργατών και κομμουνιστών στην Σαγκάη και στην Καντώνα. Όπως και στο εσωτερικό της Ρωσίας, έτσι και στο εξωτερικό, η γραφειοκρατία προσπαθούσε να τα έχει καλά με τις δυτικές άρχουσες τάξεις και να βρίσκει συμμάχους σε άλλες χώρες, υποχρεώνοντας τα ΚΚ σε μια όλο και πιο ρεφορμιστική πολιτική. Όμως ούτε μια τέτοια πολιτική μπορούσε να εξασφαλίσει την “ησυχία” της γραφειοκρατίας από τις απειλές του εξωτερικού. Η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού και η κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, σήμαινε ότι η Ρωσία θα μπορούσε να γίνει εύκολο θύμα σε έναν νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Οι απειλές από το εσωτερικό καταρχήν και οι απειλές από το εξωτερικό στη συνέχεια, οδήγησαν την σταλινική γραφειοκρατία σε μια τεράστια στροφή στα τέλη του 1928 με την υιοθέτηση του πρώτου “πεντάχρονου πλάνου”. Για 5 χρόνια ο Στάλιν χρησιμοποιούσε τον Μπουχάριν για να απαντά στις κριτικές που ασκούσε η Αριστερή Αντιπολίτευση. Το 1928, ο Στάλιν και οι οπαδοί του στράφηκαν εναντίον του Μπουχάριν:

…ο Στάλιν άρχισε “να επιτίθεται στους κουλάκους” και να προωθεί την εκβιομηχάνιση …Στάλθηκαν ένοπλες ομάδες στην ύπαιθρο για να εξασφαλίσουν τις ποσότητες δημητριακών που χρειάζονταν για να τραφεί ο αυξημένος πληθυσμός των πόλεων. Οι ίδιες δυνάμεις “ενθάρρυναν” τους αγρότες να συνενώσουν τη γη τους σε “κολλεκτίβες”. Αυτό συνέβη με μια ταχύτητα που ούτε ο Στάλιν δεν θα μπορούσε νά ‘χει προβλέψει. Το Πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο του 1928 προέβλεπε 20% κολλεκτιβοποίηση σε πέντε χρόνια -ο πραγματικός ρυθμός επρόκειτο να είναι τουλάχιστον 60%. Για να επιτευχθεί αυτό, έπρεπε να διεξαχθεί ένας πραγματικός εμφύλιος πόλεμος στην ύπαιθρο, στον οποίο εκατομμύρια αγρότες -και όχι όλοι τους κουλάκοι- έχασαν την ζωή τους.

Ο σκοπός της κολλεκτιβοποίησης ήταν και να διαλύσει την οικονομική δύναμη της αγροτιάς και να αντλήσει είδη διατροφής και πρώτες ύλες από την ύπαιθρο προς τις πόλεις, όπου χρειαζόταν να τραφεί ένα αυξανόμενο εργατικό δυναμικό, χωρίς ανταπόδοση βιομηχανικών αγαθών προς τους αγρότες. Αν και η κολλεκτιβοποίηση δεν οδήγησε σε μια αύξηση της συνολικής αγροτικής παραγωγής (στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 ήταν λίγο ψηλότερη απ’ ό,τι πριν τον Α’ Παγόσμιο Πόλεμο), αλλά σε μια καταστροφική μείωση στην παραγωγή πολλών ειδών διατροφής, έδωσε όμως τη δυνατότητα στη γραφειοκρατία να αποσπάσει περισσότερα δημητριακά απ’ τους αγρότες, περιορίζοντας το επίπεδο κατανάλωσης…

Με αυτή την μεταστροφή της πολιτικής του κόμματος, έχασαν όχι μόνο οι αγρότες αυτά που είχαν κερδίσει με την επανάσταση -ιδιοκτησία της γης- αλλά χειροτέρεψαν απότομα και οι συνθήκες ζωής των εργατών…

Η υιοθέτηση του πλάνου έδωσε τέλος στην περίοδο κατά την οποία τα συνδικάτα, αν και με όλο και περισσότερη δυσκολία, είχαν μια κάποια ανεξαρτησία μέσα στη σοβιετική οικονομία. Σύμφωνα με τη νέα πολιτική δεν επιτρεπόταν πια οι απεργίες ούτε καν να αναφέρονται στον τύπο. Από το τέλος του 1930 και μετά, δεν επιτρεπόταν επίσης ν’ αλλάζουν οι εργάτες δουλειές χωρίς άδεια.

Οι μέσοι μισθοί των εργατών και υπαλλήλων περικόπηκαν στην επτάχρονη περίοδο από το 1929 και μετά περίπου κατά 50%. Την ίδια στιγμή αυξήθηκαν απότομα οι διαφορές μισθού και τροποποιήθηκε ο κανόνας που καθόριζε ότι το εισόδημα των μελών του κόμματος είναι ίσο με αυτό των ειδικευμένων εργατών. Εν τω μεταξύ εισήχθηκε για πρώτη φορά το σύστημα της καταναγκαστικής εργασίας. Ο αριθμός εκείνων που ήταν στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας αυξήθηκε αλματωδώς, από 30.000 το 1928, σε 662.257 το 1930. Μέσα σε λίγα χρόνια αυτός ο αριθμός θα ανερχόταν περίπου στα 5 εκατομμύρια ή και περισσότερο (37).

Ήταν τέτοια η έκταση της βίας, της καταπίεσης και της εκμετάλευσης ενάντια στους εργάτες και τους αγρότες, που το πεντάχρονο πλάνο ολοκληρώθηκε σε λιγότερο από …4 χρόνια και το δεύτερο πεντάχρονο πλάνο εξαγγέλθηκε το 1932! Όλη αυτή η συσσώρευση κατευθύνθηκε σε συντριπτικό βαθμό στην ανάπτυξη βαριάς βιομηχανίας σε βάρος του βιοτικού επιπέδου των μαζών:

Ενώ το 1927-28 μόνο το 32,8% των βιομηχανικών επενδύσεων έγινε σε παραγωγή μέσων παραγωγής κι αντίθετα το 55,7% σε παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων, το 1932 αυτό ανέβηκε στο 53,3%, ένα επίπεδο απ’ το οποίο θα ανέβαινε συνεχώς μέχρι που έφτασε το 68,8% το 1950. Μ’ άλλα λόγια, τα πάντα -και πάνω απ’ όλα το επίπεδο ζωής των εργατών και των αγροτών στις κολλεκτίβες- υποτάχθηκαν στην παραγωγή μέσων παραγωγής, που χρησιμοποιήθηκαν για να παράγουν άλλα μέσα παραγωγής. Η βιομηχανία δυνάμωσε, αλλά το επίπεδο ζωής έπεσε (38).

thumb_ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ. ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑΛΤΑΣ.Όλη η δεκαετία του ‘30 ήταν πραγματικά ένας ακήρυχτος και ανηλεής πόλεμος που κήρυξε η άρχουσα γραφειοκρατία ενάντια στην εργατική τάξη, την αγροτιά και σε κάθε έναν που προέβαλε την παραμικρή αντίσταση ή πολιτική διαφωνία. Τα θύματα αυτού του κοινωνικού πολέμου έφτασαν σε πολλά εκατομμύρια νεκρούς. Με μετριοπαθείς υπολογισμούς, πάνω από 3 εκατομμύρια πέθαναν από τις πολιτικές εκτελέσεις, από τις κακουχίες στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας καθώς και από τις αναγκαστικές εκτοπίσεις ολόκληρων εθνοτήτων που επέβαλλε το σταλινικό καθεστώς επειδή αντιδρούσαν στην πολιτική του. Αν υπολογίσουμε και τα 6 εκατομμύρια περίπου νεκρούς από την πείνα που ξέσπασε το 1932 (λόγω της τεράστιας πτώσης του βιοτικού επιπέδου των μαζών που προαναφέραμε), οι νεκροί τη δεκαετία του 30 πρέπει να πλησίασαν τα 10 εκατομμύρια. Σε θεωρητικά «ειρηνική» περίοδο όπως ήταν η δεκαετία 1928-38, οι εκτελεσθέντες για πολιτικούς λόγους έφτασαν σε εκατοντάδες χιλιάδες. Τόσο από την ηγεσία όσο και από τη βάση του παλιού μπολσεβίκικου κόμματος, δεν απέμειναν παρά ελάχιστοι επιζώντες. Ακόμα και το μεγαλύτερο μέρος των υποστηρικτών του Στάλιν τη δεκαετία του ‘20, εκκαθαρίστηκε στη δεκαετία του ‘30 (39).

Ο ίδιος ο Στάλιν ξεκαθάρισε ποιο ήταν το κίνητρο πίσω απ’ αυτή την πολιτική:

Η μείωση των ρυθμών (της εκβιομηχάνισης) θα σήμαινε καθυστέρηση κι εκείνοι που καθυστερούν είναι νικημένοι…. Στην ιστορία της η παλιά Ρωσία …νικιόταν διαρκώς εξαιτίας της καθυστέρησης της…απ’ τους Μογγόλους Χαν…, από τους Τούρκους Μπέηδες…, από τους Πολωνο-Λιθουανούς Παντς…, απ’ τους Αγγλο-Γάλλους καπιταλιστές, απ’ τους Γιαπωνέζους Βαρόνους, νικήθηκε απ’ όλους -εξαιτίας της καθυστέρησης της, της στρατιωτικής, της πολιτιστικής, της πολιτικής, της βιομηχανικής, της αγροτικής καθυστέρησης… είμαστε 50 ή 100 χρόνια πίσω από τις ανεπτυγμένες χώρες. Πρέπει να αποκαταστήσουμε αυτή την καθυστέρηση σε 10 χρόνια. (40).

Η άρχουσα γραφειοκρατία της Ρωσίας βρέθηκε σε ένα (τηρουμένων των αναλογιών) παρεμφερές δίλημμα με την Ιαπωνική αριστοκρατία όταν απέναντι από τις ιαπωνικές ακτές εμφανίστηκαν οι αμερικάνικες κανονιοφόροι. Ένα σημαντικό τμήμα της ιαπωνικής άρχουσας τάξης αποφάσισε να επιβάλει την εκβιομηχάνιση και στην καπιταλιστικοποίηση της Ιαπωνίας για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον διεθνή ανταγωνισμό. Με δεδομένη την οικονομική καθυστέρηση της Ρωσίας, η ρώσικη άρχουσα τάξη, προσπάθησε να επαναλάβει σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα, τις δεκαετίες της πρωταρχικής συσσώρευσης που πέρασε ο Βρετανικός καπιταλισμός τις συνέπειες της οποίας πάνω στις λαϊκές μάζες περιγράφει παραστατικά ο Ένγκελς στο βιβλίο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία» (41)

Είναι φανερό ότι το 1928, σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή στη ρώσικη κοινωνία. Αν μέχρι τότε θα μπορούσαμε όπως ο Τρότσκι, να περιγράφουμε τη Ρωσία σαν «εκφυλισμένο εργατικό κράτος», αυτό δεν ήταν η πραγματικότητα για τη συνέχεια. Η γραφειοκρατία είχε μετατραπεί σε μια άρχουσα τάξη με συνείδηση των συμφερόντων της και με απόλυτη υποταγή των λαϊκών τάξεων της Ρωσίας στους σκοπούς της. Η «συσσώρευση για τη συσσώρευση» έγινε η κινητήριος δύναμη της ρώσικης οικονομίας, όπως και κάθε καπιταλιστικής οικονομίας σύμφωνα με την μαρξιστική ανάλυση για τον καπιταλισμό. Η Ρωσία είχε γίνει πια καπιταλισμός, για την ακρίβεια κρατικός καπιταλισμός.

thumb_ΤΡΟΤΣΚΙ ΡΙΒΕΡΑ 1940Πολλοί αμφισβητούν ότι η ανταγωνιστική συσσώρευση ήταν ο κινητήρας της Ρώσικης οικονομίας και συνεπώς αμφισβητούν τον καπιταλιστικό της χαρακτήρα. Πράγματι στη Ρωσία δεν υπήρχε εσωτερικός ανταγωνισμός τιμών όπως γίνεται στην ελεύθερη αγορά. Όμως ούτε και ανάμεσα στα τμήματα ενός καπιταλιστικού μονοπωλίου ή μιας πολυεθνικής εταιρίας υπάρχει ανταγωνισμός τιμών αλλά αντίθετα κυριαρχεί ο σχεδιασμός από τα πάνω. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα μονοπώλια και οι πολυεθνικές δεν καθορίζονται από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Η κρατικά οργανωμένη κυρίαρχη τάξη της Ρωσίας δεν συσσώρευε αυθαίρετα ούτε σύμφωνα με τις καταναλωτικές της ανάγκες ώστε να ζει απλά στη χλιδή. Το πόσο ατσάλι θα παρήγαγε η βιομηχανία της «ΕΣΣΔ Α.Ε.» δεν εξαρτιόταν από το πόσα αυτοκίνητα χρειάζονταν οι προνομιούχοι γραφειοκράτες, αλλά εξαρτιόταν από την προσπάθεια να συγκριθεί η παραγωγή ατσαλιού με τις δυνατές καπιταλιστικές χώρες. Όλοι οι δείκτες της Ρώσικης οικονομίας, από την παραγωγικότητα μέχρι την απόδοση των επενδύσεων και από την ποιότητα μέχρι την ποσότητα και το είδος των αγαθών που έπρεπε να παραχθούν, συγκρίνονταν συνεχώς με τους αντίστοιχους δείκτες των ανταγωνιστών τους. Το τι είδους όπλα (και συνεπώς και τι είδους βαριά βιομηχανία) θα έφτιαχνε η Ρωσία δεν κρινόταν με βάση αν τα όπλα αυτά είναι αρκετά για να καταστέλλεται ο πληθυσμός εσωτερικά, αλλά με το κατά πόσο αυτά τα όπλα ήταν σε θέση να συγκριθούν με την πολεμική μηχανή των άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών και το κατά πόσο θα μπορούσαν να υπερασπίσουν την ισχύ του ρώσικου κρατικού καπιταλισμού στον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό.

Αυτή η ανάλυση της Ρωσίας, η θεωρία του κρατικού καπιταλισμού, αναπτύχθηκε για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου από μια μικρή ομάδα στελεχών, που προέρχονταν από τον τροτσκισμό με πιο γνωστό τον Τόνι Κλιφ (42). Η ανάλυση του Κλιφ πάτησε πάνω στη θεωρία του Τρότσκι, έστω κι αν ο Τρότσκι μέχρι το τέλος της ζωής του αρνιόταν να χαρακτηρίσει ως κυρίαρχη τάξη την γραφειοκρατία και επέμενε σε χαρακτηρισμούς όπως «παρασιτικό στρώμα» και «εκφυλισμένο εργατικό κράτος». Όμως η θεωρία του κρατικού καπιταλισμού πατάει πάνω στην ανάλυση του Τρότσκι ως προς την αντεπαναστατική φύση της γραφειοκρατίας που μόνο μια επανάσταση (πολιτική όπως την ονόμαζε ο Τρότσκι) θα μπορούσε να ξαναφέρει τους εργάτες στην εξουσία. Πατάει πάνω στην ανάλυση του Τρότσκι, ως προς την μετατροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς σε υπηρέτη της εξωτερικής πολιτικής της Μόσχας και στην μετατροπή των ΚΚ σε κόμματα που δεν καθορίζονταν πλέον από το στόχο της εργατικής επανάστασης και το διεθνισμό. Δυστυχώς ο Τρότσκι δολοφονήθηκε το 1940 από έναν πράκτορα του Στάλιν και δεν πρόλαβε να δει τα νέα στοιχεία που έβαζαν σε δοκιμασία την ανάλυσή του, (όπως την επέκταση του κρατικού καπιταλισμού στα κράτη της ανατολικής Ευρώπης με τα τανκς του κόκκινου στρατού χωρίς να έχει προηγηθεί καμιά επανάσταση που να πρόλαβε να “εκφυλιστεί” σε αυτές τις χώρες…)

Επίλογος

thumb_Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣΗ σταλινική αντεπανάσταση και ο κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία σήμαιναν την συντριβή της Οκτωβριανής επανάστασης και την εκ νέου ταξική καπιταλιστική υποδούλωση της εργατικής τάξης στη Ρωσία. Αυτή η εξέλιξη είχε δυστυχώς ακόμα μεγαλύτερες συνέπειες: την καταστροφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς (επίσημα διαλύθηκε από τον Στάλιν το 1943), την μετατροπή των ΚΚ σε ρεφορμιστικά και πατριωτικά κόμματα, την τεράστια δυσφήμιση του απελευθερωτικού οράματος του σοσιαλισμού που για δεκαετίες ταυτίστηκε με τα γκουλάγκ και την σταλινική δικτατορία. Το 1914 έγινε ένα τεράστιο σχίσμα μέσα στη Β’ Διεθνή όπου ξεχώρισε από την μια το σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα που πρόδωσε τον μαρξισμό και από την άλλη το επαναστατικό μαρξιστικό ρεύμα του Λένιν, του Τρότσκι, της Λούξεμπουργκ. Μετά από αυτό το ιστορικής σημασίας σχίσμα, έγιναν πολλές ακόμα διασπάσεις από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα -καμιά από αυτές δεν μπόρεσε να επιβιώσει πολιτικά γιατί από το 1914 και μετά δεν υπήρχε πια επαναστατική πτέρυγα μέσα στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.

Αντίστοιχης ιστορικής σημασίας ήταν το σχίσμα που έφερε η σταλινική αντεπανάσταση και η καταστροφή κάθε επαναστατικής μαρξιστικής πτέρυγας μέσα στα ΚΚ διεθνώς. Κάθε αγωνιστής που ψάχνει σήμερα την πραγματική μαρξιστική παράδοση δεν έχει τίποτα να βρει στις θεωρίες και τις πρακτικές του σταλινισμού. Μόνο στηριγμένοι στην παράδοση του Λένιν και του Τρότσκι μπορούμε να ξαναπιάσουμε το νήμα της νικηφόρας στρατηγικής του επαναστατικού μαρξισμού σήμερα, να ξαναχτίσουμε μια νικηφόρα αριστερά που μπορεί να οδηγήσει την εργατική τάξη στην εξουσία και στο όραμα της κοινωνικής απελευθέρωσης και του σοσιαλισμού από τα κάτω. Και αυτή τη φορά είναι σίγουρο ότι ο κοινωνικός πλούτος που υπάρχει παγκόσμια διαθέσιμος στην κοινωνία, θα κάνει αυτή μας την προσπάθεια πολύ πιο εύκολη από τον Οκτώβρη του 1917.

Σημειωσεις:
1. Καρλ Μαρξ, « Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», http://www.marxists.org/archive/marx/works/1852/18th-brumaire/ch01.htm
2. Βλαντιμίρ Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1917/staterev/index.htm
3. Λέον Τρότσκι, «Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης» http://www.marxists.org/archive/trotsky/1930/hrr/index.htm
4. Τα στοιχεία είναι από τον τρίτο τόμο του έργου του Τόνι Κλιφ, «Λένιν-πολιορκημένη επανάσταση», εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία, σελ. 52-53.
5. Κρις Χάρμαν, «Ρωσία-πώς χάθηκε η επανάσταση», http://www.marxists.de/statecap/harman/revlost.htm
6. Βικτόρ Σερζ, «Έτος πρώτο της Ρώσικης Επανάστασης», http://www.marxists.org/archive/serge/1930/year-one/index.htm
7. Η περιγραφή της μάχης της Πετρούπολης αναφέρεται από τον Τρότσκι στο έργο του «Η ζωή μου», http://www.marxists.org/archive/trotsky/1930/mylife/index.htm
8. Τα στοιχεία είναι από Χάρμαν ό.π., από το τρίτομο έργο του Ε.Χ. Κάρρ «Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-23», εκδόσεις Υποδομή 1977 και από τη wikipedia http://en.wikipedia.org/wiki/Russian_Civil_War
9. Χάρμαν, ό.π.
10. Ένα αναλυτικό άρθρο με τίτλο «Ο Μύθος του Μάχνο» υπάρχει εδώ http://www.isreview.org/issues/53/makhno.shtml
11. Χαρακτηριστικό το πόσο έχει χρησιμοποιηθεί η Κρονστάνδη για αντιμπολσεβίκικη προπαγάνδα είναι ότι ο Γιέλτσιν το 1994 αποφάσισε την ανέγερση μνημείου για την εξέγερση http://query.nytimes.com/gst/fullpage.html?res=9F00E2DD1531F932A25752C0A962958260 Επίσης στοιχεία για την εξέγερση, τα αιτήματα, καθώς και την αντιμετώπιση της Κροστάνδης από τον καπιταλιστικό Τύπο της εποχής διεθνώς υπάρχουν εδώ http://en.wikipedia.org/wiki/Kronstadt_rebellion και εδώ http://myths-of-anarchism.blogspot.com/
12. http://www.marxists.org/archive/trotsky/1938/01/kronstadt.htm
13. Λέον Τρότσκι, «Αποτελέσματα και προοπτικές», http://www.marxists.org/archive/trotsky/1931/tpr/rp-index.htm
14. Βλαντιμίρ Λένιν, «Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1916/imp-hsc/index.htm
15. Λένιν ό.π.
16. Λένιν, άπαντα, τόμος 31, σελ. 98, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
17. Βλαντιμίρ Λένιν, «Πολιτική αναφορά της Κεντρικής Επιτροπής» http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1918/7thcong/01.htm
18. Σπάρτακος λεγόταν η πρώτη οργάνωση που ίδρυσαν η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Κάρλ Λίμπνεχτ όταν αποχώρησαν από το Γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD). Η οργάνωση των σπαρτακιστών ήταν η βάση για την ίδρυση το 1919 του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Τον Νοέμβρη του 1919, πριν συγκληθεί το πρώτο συνέδριο της Γ’ Διεθνούς, οι Λούξεμπουργκ και Λίμπνεχτ είχαν δολοφονηθεί με διαταγές της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Γερμανίας, μετά από μια αποτυχημένη εργατική εξέγερση.
19. Ομιλίες του Λένιν στο 1ο συνέδριο της Γ’ Διεθνούς, http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1919/mar/comintern.htm
20. ό.π. http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1919/mar/05.htm
21. Αποφάσεις 4ο Συνεδρίου διεθνούς, εκδόσεις Πρωτοποριακή βιβλιοθήκη, σελ 44
22. Βλαντιμίρ Λένιν, «Θα κρατήσουν άραγε οι μπολσεβίκοι την κρατική εξουσία;», http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1917/oct/01.htm
23. http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1920/dec/30.htm
24. http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1919/mar/12.htm
25. http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1919/rcp8th/03.htm
26. http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1922/mar/27.htm
27. http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1922/nov/04b.htm
28. Κλιφ ό.π., σελ.206
29. http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1922/mar/24.htm
30. Κλίφ, ό.π., σελ 207
31. Βικτόρ Σερζ, «Κατακτημένη πόλη», εκδόσεις ΘΕΜΑ, 1988, σελ. 136
32. http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1922/mar/24.htm
33. http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1922/dec/testamnt/index.htm
34. Περισσότερες λεπτομέρειες για την τύχη αυτού του κειμένου εδώ http://www.marxists.org/glossary/terms/l/e.htm#last-testament και εδώ http://en.wikipedia.org/wiki/Lenin%27s_Testament
35. http://www.marxists.org/glossary/terms/s/t.htm#stalinism
36. ό.π.
37. Κρις Χάρμαν, από το συλλογικό έργο «Από το εργατικό κράτος στον κρατικό καπιταλισμό», εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία 1989, σελ. 64-65
38. Χάρμαν, ό.π., σελ 69
39. Αντώνης Νταβανέλλος, “Δίκες της Μόσχας”, Δ.Α. Νο 11 http://www.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=100&Itemid=46 Επίσης εκτιμήσεις για τον αριθμό των θυμάτων τη δεκαετία του ‘30 στη Ρωσία, από αριστερούς συγγραφείς και πηγές μέχρι αντιδραστικούς και αντικομμουνιστές, υπάρχουν και στη wikipedia http://en.wikipedia.org/wiki/Joseph_Stalin#Number_of_victims
40. Στάλιν, “Ζητήματα Λενινισμού”, αναφέρεται από τον Χάρμαν ό.π., σελ. 69
41.http://www.marxists.org/archive/marx/works/1845/condition-working-class/index.htm
42. http://www.marxists.org/archive/cliff/works/1948/stalruss/index.htm
http://www.marxists.org/archive/cliff/works/1955/statecap/index.htm

Posted in Θεωρία | Σχολιάστε

Συνέδριο ΣΥΡΙΖΑ: Με την αστική τάξη ή εναντίον της;

Η δεξιά στροφή της ηγεσίας πίσω από την απαίτηση για απαγόρευση των συνιστωσών

Ο τίτλος μάλλον θα μοιάζει τουλάχιστον παράξενος στους περισσότερους αφού τόσο στον προσυνεδριακό διάλογο όσο και στα «ρεπορτάζ» που κυκλοφορούν για το συνέδριο, άλλα πολιτικά διλήμματα μοιάζουν να κυριαρχούν. Ακόμα και τα ζητήματα που αφορούσαν το ευρώ, το χρέος, τον χαρακτήρα της κυβέρνησης της Αριστεράς κ.ά που κυριαρχούσαν μόλις πριν 1-2 μήνες στην εσωτερική συζήτηση του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν σχεδόν εξαφανιστεί και τα οργανωτικά ζητήματα έχουν επικαλύψει όλα τα άλλα: Ναι ή όχι στην διάλυση των συνιστωσών; Ναι ή όχι στις λίστες; Ναι η όχι στην εκλογή προέδρου από το συνέδριο; Αυτά είναι τα ζητήματα που ουσιαστικά κυριάρχησαν στις προσυνεδριακές συζητήσεις των τοπικών οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως το ζήτημα των συνιστωσών.

Αυτό το φαινομενικά παράδοξο έχει πολιτική εξήγηση. Πίσω από τα οργανωτικά επίδικα, η ηγετική ομάδα που στοιχίζεται πίσω από τον Αλέξη Τσίπρα, θέλει να επιβάλλει τις πολιτικές επιλογές της και την δεξιά στροφή που επιχειρεί το τελευταίο διάστημα. Προσπαθεί να στήσει γέφυρες με την αστική τάξη, εγχώρια και διεθνή, προσπαθώντας να την πείσει ότι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι και τόσο «επικίνδυνη» για το σύστημα και κατά κάποιο τρόπο συνεπώς, πρέπει η άρχουσα τάξη να δώσει την ανοχή της σε μια τέτοια κυβέρνηση, αντί να πολεμάει τον ΣΥΡΙΖΑ με τρόπους που θυμίζουν εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Για να το επιτύχει αυτό, δεν αρκούν τα ταξίδια στο ΔΝΤ και στον Σόιμπλε, δεν αρκούν οι συναντήσεις με τον ΣΕΒ και τον σύνδεσμο των εφοπλιστών, δεν αρκούν οι εξωραϊσμοί του Καραμανλή (του πρεσβύτερου) και του Ανδρέα Παπανδρέου. Η άρχουσα τάξη και τα φερέφωνά της εδώ και μήνες διαμηνύουν σε όλους τους τόνους: «Πειθαρχείστε το κόμμα σας»! Και σ’ αυτήν ακριβώς την προτροπή προσπαθεί η ηγετική ομάδα να συμμορφωθεί, επιχειρώντας να μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια «κατοικίδια» αριστερά, έναν παθητικό στρατό οπαδών του προέδρου και όσο το δυνατόν πιο αποδεκτή από το σύστημα.

Ως γνωστόν μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν και δρουν από την ίδρυσή του οργανωμένες συνιστώσες και ανένταχτοι αγωνιστές παράλληλα. Αυτό που γίνεται συστηματική προσπάθεια να κρυφτεί κάτω από το χαλί είναι ότι, η κύρια και πιο «αυτονονομημένη» από την βάση (και τις αποφάσεις των συνεδρίων) συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή που αυτοπαρουσιάζεται ως «κόμμα των μελών» ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί την «συνιστώσα Τσίπρα» που θέλει να υποτάξει πλήρως όλες τις άλλες και κυρίως κάθε αντισυστημική φωνή, οργανωμένων ή ανένταχτων, μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Το όνομα «συνιστώσα Τσίπρα» ίσως να ξενίσει πολλούς. Όμως πώς αλλιώς να ονομάσει κανείς μια συνιστώσα που αποκρύβει την ύπαρξή της και που το βασικό ενοποιητικό της στοιχείο είναι η τυφλή εμπιστοσύνη στον επικεφαλή της; Στη συνιστώσα αυτή συνυπάρχουν από αντικαπιταλιστές μέχρι δεξιούς σοσιαλδημοκράτες υποστηρικτές της αγοράς, από πατριώτες που φλερτάρουν σχεδόν με τον εθνικισμό μαζί με αντιεθνικιστές που κατηγορούνται για «εθνοπροδότες», από αντιρατσιστές που φωνάζουν στις διαδηλώσεις «νομιμοποιείστε τους μετανάστες» μέχρι «στελέχη» που υποκλίνονται στον ρατσισμό και δηλώνουν για παράδειγμα ότι «οι μαύροι πουλάνε ναρκωτικά στα ελληνόπουλα».

Η «συνιστώσα Τσίπρα», για λόγους που δεν είναι δυνατόν να αναλυθούν σε ένα μικρό κείμενο, διαθέτει αυτή την στιγμή την πλειοψηφία στον ΣΥΡΙΖΑ. Με την οργουελική ορολογία της «νέας γλώσσας», η συνιστώσα αυτή θέλει να επιβάλλει την «αυτοδιάλυση» των άλλων συνιστωσών («αυτοδιάλυση» κάνει μόνο όποιος θέλει, στην πραγματικότητα πρόκειται για υποχρεωτική διάλυση και υποταγή). Στόχος ο πλήρης έλεγχος του ΣΥΡΙΖΑ, η παγίωση της σημερινής πλειοψηφίας σε ισόβια πλειοψηφία χωρίς «κίνδυνο» για αλλαγή συσχετισμών στο μέλλον, καθώς και η αυτονόμηση της ηγεσίας από κάθε φωνή αμφισβήτησης της βάσης και του «κόμματος των μελών». Χαρακτηριστικό είναι ότι η ηγετική ομάδα αυτής της συνιστώσας, προωθεί την αυτονόμηση ακόμα και από την ίδια τη δική της βάση ώστε να έχει «ελεύθερα τα χέρια της» στο μέλλον στην εν εξελίξει δεξιά στροφή της. Αυτή είναι η ουσία πίσω από την πρόταση για «εκλογή του προέδρου από το συνέδριο». Στην πρόσφατη συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, η λίστα με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα πήρε το 75% των ψήφων και μαζί με τα «αριστείνδην» μέλη διέθετε την συντριπτική πλειοψηφία στην εκλεγμένη Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ. Κι όμως, όταν η Κ.Ε. συζήτησε π.χ. το ζήτημα των ταξιδιών στο εξωτερικό, αυτή η συντριπτική πλειοψηφία διερράγη και οι επιλογές του Α.Τσίπρα δέχτηκαν οξεία κριτική ακόμα και από πασοκογενείς όπως η Σοφία Σακοράφα, καθόλου ύποπτη για επιρροή από τις «αριστερίστικες» συνιστώσες. Γι’ αυτό ακριβώς, το «ηγετικό επιτελείο» που στοιχίζεται πίσω από τον Αλέξη Τσίπρα, δεν αρκείται στο να πάρει την πλειοψηφία στην νέα Κ.Ε. που θα εκλεγεί από το συνέδριο. Προωθεί την εκλογή ενός ισόβιου (μέχρι το επόμενο συνέδριο) μονοπρόσωπου και ανεξέλεγκτου από τη βάση «οργάνου», τον «πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ» εκλεγμένο απευθείας από το συνέδριο. Αυτό σημαίνει ότι η Κ.Ε., είτε συμφωνεί είτε όχι, δεν θα μπορεί να επηρεάσει τίποτα και θα περιοριστεί σε διακοσμητικό και διεκπεραιωτικό ρόλο κομπάρσου, όπως και το σύνολο των οργάνων και των οργανώσεων βάσης του ΣΥΡΙΖΑ. Στον ίδιο στόχο της μονοκρατορίας του «αρχηγού», λογοδοτεί και η πρόταση για κατάργηση του δικαιώματος κατεβάσματος ξεχωριστών λιστών στις ψηφοφορίες για τα όργανα: Δεν θέλει ούτε έμμεσα να καταγραφεί ότι υπάρχει τμήμα της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ που αμφισβητεί τις πολιτικές επιλογές της σημερινής ηγεσίας. Και ακόμα περισσότερο δεν θέλει να μπορεί μια τέτοια πτέρυγα να αντιδράσει οργανωμένα στο μέλλον σε οποιαδήποτε υπαναχώρηση της ηγεσίας στις δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ για κατάργηση του μνημονίου, αποκατάσταση κατώτερου μισθού κλπ.

Η προπαγάνδα της ηγεσίας ότι η ύπαρξη συνιστωσών συνιστά διεκδίκηση «προνομίων» και μέλη «περιορισμένης ευθύνης»  είναι εντελώς παραπλανητική. Βεβαίως και ΟΛΑ τα μέλη οφείλουν να έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. Αυτό που διεκδικούμε είναι ένα δικαίωμα για ΟΛΑ τα μέλη που το είχαν μέχρι τώρα και το αφαιρεί η πρόταση της ηγεσίας: να έχουν, αν θεωρούν αναγκαίο, το δικαιωμα να συγκροτούν -τωρινή ή μελλοντική- συνιστώσα ή ταση και να παλεύουν τις απόψεις τους δημόσια και οργανωμένα, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ. Και επίσης στις υποχρεώσεις των μελών διεκδικούμε να περιλαμβάνεται και η υποχρέωση της απειθαρχίας στην ηγεσία αν η ηγεσία στραφεί κατά των συμφερόντων του λαού. Αντίθετα προκλητικά προνόμια διεκδικεί η ηγεσία της ετερόκλητης «συνιστώσας Τσίπρα»: Διεκδικεί να μετατρέψει την σημερινή της πλειοψηφία που πιστεύει ότι έχει, σε ισόβια πλειοψηφία μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς δυνατότητα αλλαγής συσχετισμών. Αυτή η ηγεσία διεκδικεί να υπάρχουν κάποια «πιο ίσα» μέλη που να είναι μονίμως στα «πόστα»,  και κανένας άλλος.

Το κρίσιμο ζήτημα, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά για κάθε αριστερό κόμμα, πολύ περισσότερο για ένα αριστερό κόμμα που μπορεί να βρεθεί στην κυβέρνηση όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι με ποια κοινωνική τάξη θα πάει και ποια θα αφήσει. Σε άλλη τακτική και πολιτική καταλήγει ένα στρατηγικό σχέδιο που λέει ότι θα αλλάξω τον κόσμο υπερασπίζοντας μονομερώς τα συμφέροντα των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων ενάντια στα συμφέροντα των καπιταλιστών και σε άλλα δια ταύτα καταλήγει μια στρατηγική που έχει στόχο να «συμβιβάσει» τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης με τα συμφέροντα των «από κάτω» για το καλό της «εθνικής σωτηρίας». Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την ίδρυσή του και μέχρι σήμερα, αποτελεί ένα μέτωπο δυνάμεων με διαφορετικά στρατηγικά σχέδια που συμφωνούν από τη μια στην κοινή δράση πάνω σε μερικά καίρια επείγοντα ζητήματα του παρόντος όπως η κατάργηση του μνημονίου, αλλά που δεν μπορούν να δώσουν ενιαία απάντηση στο παραπάνω βασικό δίλημμα. Μπορεί να υπάρχουν συγκυριακές πλειοψηφίες γύρω από την μια ή την άλλη απάντηση, αλλά ο πολυτασικός και μετωπικός χαρακτήρας του ΣΥΡΙΖΑ εξασφαλίζει ότι η διαπάλη στο εσωτερικό του θα συνεχίζεται με την διεκδίκηση επιρροής της μιας ή της άλλης άποψης στα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα στην κοινωνία. Και αυτό με τη σειρά του εξασφαλίζει, ότι στις κρίσιμες πολιτικές και ταξικές αναμετρήσεις που έχουμε μπροστά μας, είναι εφικτό η νικηφόρα άποψη να κερδίσει την πλειοψηφία αντί να έχουμε ακόμα μια ήττα για την αριστερά.

Η απαγόρευση των συνιστωσών, των τάσεων και των λιστών δεν μπορεί να καταργήσει τις υπαρκτές πολιτικές διαφορές. Στην πραγματικότητα αυτό απλά μετατρέπει την δημόσια και τίμια πολιτική αντιπαράθεση σε μυστικό φραξιονισμό για τα «πόστα», σε αποθέωση της σημασίας των μηχανισμών και στην δημιουργία ενός νέου είδους «συνιστωσών» (απολίτικων και ετερόκλητων συμμαχιών γύρω ακόμα και από στενά ιδιοτελή προσωπικά συμφέροντα). Δημιουργεί έλλειψη εμπιστοσύνης όλων εναντίον όλων, «υποχρέωση» για όποιον δεν θέλει να τον φάει η μαρμάγκα να χτίζει προσωπικούς «στρατούς» χάρτινων μελών και να μπαίνει στην συνωμοτική και οργανωμένη σταυροδοσία και τελικά δημιουργεί εκρηκτικό και απόλυτα εσωστρεφές κλίμα στις τοπικές οργανώσεις και στον ΣΥΡΙΖΑ συνολικότερα.

Το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αυτή τη στιγμή στα χέρια της βάσης του και ειδικότερα στα χέρια των συνέδρων που θα αποφασίσουν στο συνέδριο. Όχι μόνο στις δυνάμεις που ήδη αντιστέκονται αλλά και στη ριζοσπαστική βάση της «συνιστώσας Τσίπρα» που είναι πολυπληθής και σίγουρα ένα σημαντικό μέρος της δεν θέλει να δει τον ΣΥΡΙΖΑ να μετατρέπεται σε ένα κακέκτυπο του ΣΥΝ της Δαμανάκη ή σε μια «πιο αριστερή» ΔΗΜΑΡ. Το κόμμα δεν είναι αυτοσκοπός, είναι εργαλείο της ταξικής πάλης των «από κάτω» με στόχο την κοινωνική απελευθέρωση- δεν είναι η ταξική πάλη εργαλείο του κόμματος. Στο ταξικό συμφέρον οφείλει να πειθαρχεί πάνω από όλα κάθε αριστερός αγωνιστής και όχι τυφλά στα όποια κελεύσματα της ηγεσίας. Αν περάσουν οι απαιτήσεις μονοκρατορίας της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, τότε τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια του κοινού μας πολιτικού φορέα θα οδηγηθούν, οργανωμένα ή κατ’ άτομο, στην διαγραφή, στην απογοήτευση και στην αποστράτευση αφού θα έχουν χάσει πια κάθε δυνατότητα να αντισταθούν στις δεξιές στροφές της ηγεσίας. Όσοι νομίζουν ότι απλά θα την πληρώσουν μόνο μερικοί «ανοικοκύρευτοι αριστεριστές» πλανώνται πλάνην οικτρά. Όσοι θέλουν πραγματικά να εμποδίσουν διαλυτικά φαινόμενα στον νέο ΣΥΡΙΖΑ, ας το πάρουν απόφαση: Η πρόταση της ηγετικής ομάδας για διάλυση συνιστωσών, τάσεων, λιστών, είναι μια καθαρά διασπαστική πρόταση και πρέπει να απορριφθεί. Αλλιώς το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι καθόλου ρόδινο, κάθε άλλο.

Posted in Πολιτική | Σχολιάστε

Για την απεργία των καθηγητών: υπήρχαν τελικά οι «όροι και οι «προϋποθέσεις»; Η αλλιώς: όταν δεν φταίει το «μέτρημα» αλλά το «μέτρο»

Τα γεγονότα από τη συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ και την πραξικοπηματική αναστολή της απεργίας των καθηγητών είναι σχετικά γνωστά και δεν θα τα ξανααναφέρω. Θα αφήσω απέξω τον ρόλο της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ ο οποίος είναι γνωστός. Για την στάση του ΚΚΕ επίσης δεν θα σχολιάσω. Έχει ήδη σχολιαστεί και γενικότερα τα ευκόλως εννοούμενα καλό είναι να παραλείπονται. Για τη στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που δημοσίως έπαιζε το ρόλο του Πόντιου Πιλάτου και στην πράξη υπονόμευε την απεργία, έχουν γραφτεί αρκετά και δεν θα τα επαναλάβω. Το ίδιο για την προδοτική στάση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ και των άλλων συνδικαλιστικών ηγεσιών που άφησαν τους καθηγητές μόνους τους. Όσον αφορά τα συγκεκριμένα γεγονότα, θα κάνω μόνο ένα μικρό σχόλιο για την στάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία έχει μείνει σχετικά στο απυρόβλητο και λέει μεγάλα λόγια εκ των υστέρων –στο ΔΣ της ΟΛΜΕ πρότεινε απλά συμβολική απεργία 500 μόνο συνδικαλιστών- και εκ του ασφαλούς: Αν το σπάσιμο της επιστράτευσης είναι εύκολο αρκεί κανείς να είναι «επαναστάτης» και «αποφασισμένος», αυτό θα μπορούσε να είχε αποδειχτεί πολύ πιο εύκολα στην απεργία του ΜΕΤΡΟ με την ουσιαστική περιφρούρηση του ήδη κατειλημμένου αμαξοστασίου σε ένα σωματείο που ο πρόεδρός του ήταν μέλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Η πραγματικότητα είναι ότι η αριστερά στο χώρο των καθηγητών βρέθηκε μπροστά σε μια απρόσμενη κατάσταση: δεν περίμενε την αποφασιστικότητα μερικών δεκάδων χιλιάδων εκπαιδευτικών να υπερψηφίσουν την απεργία σε μαζικότατες συνελεύσεις και από την άλλη έβλεπε ότι αυτή η αποφασιστικότητα δεν ήταν αρκετή για να «σιγουρέψει» την νίκη της απεργίας. Εκτίμησε με δέος ότι η ήττα ήταν βέβαιη γιατί «δεν υπήρχαν οι όροι και οι προϋποθέσεις». Ποιοι υποτίθεται ότι ήταν «αυτοί οι όροι και οι προϋποθέσεις»; Η κάλυψη των μεγάλων συνδικάτων, η ουσιαστική κάλυψη από τα κόμματα της αριστεράς, η περίφημη «κοινωνική υποστήριξη», ο μεγάλος αριθμός των «μουτζαχεντίν» καθηγητών που ήταν πραγματικά αποφασισμένοι να απεργήσουν και να σπάσουν την επιστράτευση (σε μόλις 3.000 –σε σύνολο 86.000- περίπου τους «υπολόγιζε» η πιο «αριστερή» εκτίμηση). «Πώς θα μπορούσαμε μόνοι μας να αντιδράσουμε αν την πρώτη μέρα της απεργίας είχαμε 1.000 φυλακισμένους και απολυμένους καθηγητές, ενώ η επιστράτευση και η διενέργεια των εξετάσεων θα συνεχιζόταν κανονικά από την συντριπτική πλειοψηφία των υπολοίπων;» Αυτό ήταν το βασικό ερώτημα που τριβέλιζε -και παρέλυε- ακόμα και πολλούς «μουτζαχεντίν» της απεργίας.

Οι «όροι και οι προϋποθέσεις» λοιπόν της απεργίας εμετρήθησαν, εζυγήσθησαν και εβρέθησαν ελλιπείς και συνεπώς η «αναστολή της απεργίας ήταν μονόδρομος». Σωστά; ΛΑΘΟΣ! Και το λάθος δεν βρισκόταν στο «μέτρημα» αλλά στο «μέτρο» που ήταν ακατάλληλο. Η αύξηση ενός βαθμού Κελσίου σε ένα μπρίκι νερό που ζεσταίνεται στη φωτιά, είναι αύξηση ενός ασήμαντου βαθμού Κελσίου. Όμως είναι τελείως διαφορετική η σημασία αυτής της αύξησης αν το νερό έχει θερμοκρασία 30 βαθμούς ή αν έχει 99. Στην πρώτη περίπτωση το 30 γίνεται απλώς 31. Στη δεύτερη περίπτωση όμως, η θερμοκρασία φτάνει στους 100, το νερό βράζει, γίνεται πλέον ατμός και το καπάκι τινάζεται. Στην δεύτερη περίπτωση μια τόσο μικρή αλλαγή μπορεί να σημαίνει πλήρη ανατροπή της κατάστασης.

Το «μέτρημα» που όφειλε να κάνει η αριστερά είναι το αν η κοινωνία βρίσκεται σε «θερμοκρασία» 30 ή 99. Είμαστε σε μια κανονική περίοδο που τα πράγματα κυλούν αργά και προβλέψιμα; Ή αντίθετα η κοινωνική και πολιτική κατάσταση εγκυμονεί δυνατότητες απότομων κοινωνικών εκρήξεων; Μπορούμε να δούμε χιλιάδες «φοβισμένους» να μετατρέπονται σε μια ώρα σε «μουτζαχεντίν»,  χιλιάδες «καναπεδάτους» σε άγριους «πεζοδρομιάκηδες», χιλιάδες απογοητευμένους σε αποφασισμένους μαχητές μέχρις εσχάτων; Νομίζω ότι αν τεθεί έτσι το ερώτημα, τότε η απάντηση για το αν έπρεπε να γίνει η όχι η απεργία θα ήταν διαφορετική.

Ήταν μια απεργία υψηλού ρίσκου όπου πράγματι υπήρχε μεγάλη δυσκολία να περιφρουρηθεί και υπήρχε πράγματι ο κίνδυνος να υπάρξουν απολυμένοι και φυλακισμένοι από όσους «τρελαμένους» αψηφούσαν την  επιστράτευση, είτε ατομικά είτε καταλαμβάνοντας κάποιο εξεταστικό κέντρο, είτε με άλλους τρόπους. Όμως το ρίσκο δεν ήταν μόνο από την πλευρά των απεργών. Το ρίσκο ήταν επίσης μεγάλο, αν όχι και μεγαλύτερο, για την κυβέρνηση και την αστική τάξη αν κατέβαζε τα ΜΑΤ στα εξεταστικά κέντρα και αν προχωρούσε σε φυλακίσεις και απολύσεις. Αντί για «ομαλοποίηση» της κατάστασης, μέσα σε μια κοινωνία που είναι καζάνι που βράζει, το αποτέλεσμα μιας τέτοιας κίνησης από την πλευρά του ταξικού εχθρού μπορεί να ήταν η κοινωνική έκρηξη, η ήττα και η ανατροπή της κυβέρνησης, η ανατροπή άρδην όλης της πολιτικής κατάστασης.

Η διαφορά ανάμεσα στον επαναστατικό μαρξισμό και στον ρεφορμιστικό «ρεαλισμό» δεν είναι η διαφορά μεταξύ προσωπικού ηρωισμού και προσωπικής δειλίας. Ειδικά αν φύγουμε από το επίπεδο της ηγεσίας και πάμε στο επίπεδο της βάσης, τα αναρίθμητα θύματα και οι θυσίες του εργατικού και του ευρύτερου λαϊκού κινήματος εδώ και δυο αιώνες δεν προέρχονται μόνο από όσους πίστευαν στην ανατροπή του καπιταλισμού αλλά επίσης -και ίσως και πλειοψηφικά- και από αγωνιστές που πίστευαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη μεταρρύθμισή του. Η διαφορά είναι ότι ο επαναστατικός μαρξισμός είναι ένα εργαλείο με το οποίο μπορούμε να «μετρήσουμε» και να κάνουμε «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης». Είναι ένα ρεαλιστικό εργαλείο για να κατανοούμε την πραγματικότητα και να βγάζουμε άκρη για το τι να κάνουμε και πώς να δράσουμε την κάθε στιγμή. Αντίθετα η γραμμική μεταρρυθμιστική αντίληψη του «λάου λάου», της «σιγουράτζας», της αποφυγής ρίσκων και της «υπευθυνότητας, δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα ρεαλιστικά και οδηγεί μόνο σε ήττες. Δεν χρειαζόμαστε μια αριστερά των «ηρώων» απέναντι στην αριστερά των «δειλών». Χρειαζόμαστε μια αριστερά του επαναστατικού μαρξισμού απέναντι στην αριστερά της ρεφορμιστικής ουτοπίας.

Posted in Εκπαίδευση, Πολιτική | 2 Σχόλια

Κι αν η «τρέλλα» πάει στα εξεταστικά κέντρα αντί για τα βουνά;

Μπορεί να σπάσει η επιστράτευση;

Μετά τον γενικευμένο ξεσηκωμό των καθηγητών όπως καταγράφηκε στις συνελεύσεις, νομίζω ότι αυτό είναι εφικτό αλλά απαιτεί συγκεκριμένες δράσεις. Σίγουρα το να απαιτούμε τον ατομικό ηρωισμό δεν είναι μέσα σε αυτές τις δράσεις. Αλλά υπάρχει ήδη εμπειρία από το πως μπορεί να σπάσει η επιστρατευση από την απεργία στο Μετρό. Αν η κατάληψη του αμαξοστασίου ήταν πραγματική και όχι συμβολική, αν δηλαδή και η ηγεσία του συνδικάτου αλλά και κυρίως αν η αριστερά καλούσε μαζικά εργαζόμενους και νεολαία στο αμαξοστάσιο και ήταν εκεί χιλιάδες με τους βουλευτές της αριστεράς στην πρώτη γραμμή, τότε καμια εισβολή των ΜΑΤ στην νύχτα δεν θα μπορούσε να γίνει, ή αν επιχειρούνταν θα ήταν δυνατό να αποκρουστεί. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να καταγραφεί ποιος επίστρατος παρουσιάστηκε για εργασία και ποιος όχι και άρα δεν θα έπεφτε ατομικά η ευθύνη και οι σκληρές συνέπειες σε κανέναν απεργό. 

Αυτό πρέπει να γίνει στα εξεταστικά κέντρα, η μαζική κατάληψή τους από τους εκπαιδευτικούς και συμπαραστάτες, μαθητές, φοιτητές, αλλους εργαζόμενους, τους βουλευτές και τις ηγεσίες της αριστεράς κλπ. Στα εξεταστικά κέντρα υπάρχει και κάτι ακόμα που δεν υπήρχε στο μετρό: είναι πάρα πολλά και δεν μπορεί η αστυνομία να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της μόνο έξω από ένα. Εστω σε ένα να γίνει εφικτό κάτι τέτοιο και να αποτραπούν οι εξετάσεις, χαλλάει όλο το «σύστημα» -πρεπει οι εξετάσεις να επαναληφθούν από την αρχή πανελλαδικά.

Προφανώς αυτό έχει πολλές δυσκολίες. Νομίζω όμως ότι οι γενικές συνελεύσεις και η απειλή των απολύσεων είναι εφικτό σε κάποια εξεταστικά κέντρα να δημιουργήσουν την κρίσιμη μάζα των αρχικών «τρελαμμένων» που θα το επιχειρήσουν. Αν γίνει η αρχή, τότε αυτό μπορεί να ηλεκτρίσει τον κόσμο της βάσης σε όλη την κοινωνία και να πάρει τα απαραίτητα μαζικά χαρακτηριστικά μια τέτοια μορφή πάλης. Μπορεί η απεργοσπαστική απόφαση της ΑΔΕΔΥ και της ΓΣΕΕ (αλλά και των ηγεσιών των δευτεροβάθμιων ομοσπονδιών) να μην κυρήξουν απεργία για τις 17, δυσκολεύει άλλους εργαζόμενους να συμμετέχουν. Η στάση πόντιου πιλάτου που κρατάει η ηγεσία του Συριζα και η εχθρότητα του ΚΚΕ προς την απεργία, δεν διευκολύνει επίσης.

Όμως το αυθόρμητο καμιά φορά μπορεί να κάνει πράγματα που να παρακάμπτει και τις πιο συντηρητικές ηγεσίες. Αν μερικοί «τρελλαμένοι» εκπαιδευτικοί το τολμήσουν να προχωρήσουν σε μερικές έστω καταλήψεις, υπάρχουν και πολλοί άλλοι «τρελλαμένοι» και στην υπόλοιπη κοινωνία και στην βάση των κομμάτων της Αριστεράς που βράζουν και θέλουν να δουν τον Σαμαρά να φάει επιτέλους μια ήττα ξεγυρισμένη. Η «τρέλλα» της σύγκρουσης με την επιστράτευση μπορεί να είναι μεταδοτική με τρόπους που δεν μπορούμε να προβλέψουμε εκ των προτέρων. Ελπίζω να βρεθούν αυτοί οι αρχικοί «τρελλαμένοι» που να τα βάλουν με την επιστράτευση γιατί τότε η μάχη θα δοθεί. Έτσι κι αλλιώς κανένας αγώνας δεν έχει εξασφαλισμένη εκ των προτέρων τη νίκη. Επίσης, έτσι κι αλλιώς, η ενδεχόμενη νίκη των εκπαιδευτκών θα είναι όλων μας. Το ίδιο ήττα όλων μας θα είναι αν αφήσουμε τους καθηγητές μόνους τους.

Posted in Εκπαίδευση, Πολιτική | Σχολιάστε

Νομισματική ή ταξική πολιτική για την Αριστερά;

Η χρεοκοπία του «αριστερού ευρωπαϊσμού» και οι αυταπάτες για τη δραχμή

euro_i_drachmi

Η κατάληξη του σήριαλ, από το ναι του προέδρου της Κύπρου Αναστασιάδη στο όχι της κυπριακής βουλής και μέσα σε λίγες μέρες ξανά στο ναι στις αποφάσεις των υπουργών οικονομικών της ευρωζώνης, σηματοδοτεί ένα ακόμα μεγάλο βήμα στην εξέλιξη της κρίσης αποσύνθεσης της ευρωζώνης. Σηματοδοτεί ακόμα περισσότερο, μια ακόμα επιβολή του φορτώματος της κρίσης στις πλάτες των εργαζόμενων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων που καλούνται και στην Κύπρο, μετά από τόσες άλλες χώρες, να πληρώσουν τα αδιέξοδα του συστήματος με απίστευτο πόνο και θυσίες. Οι εξελίξεις αυτές επιβάλλουν στην αριστερά, στο βαθμό που αυτή αξίζει το όνομά της και θέλει να εκφράσει τα συμφέροντα των εργαζόμενων και των κατώτερων τάξεων, να διδαχτεί από αυτές τις εξελίξεις, να επανεξετάσει την ανάλυσή της για την κρίση του καπιταλισμού και την φύση της ευρωζώνης, να ξανασχεδιάσει την τακτική και την στρατηγική της ώστε να χαράξει μια νικηφόρα εργατική διέξοδο από τη βαρβαρότητα του συστήματος.
Δυστυχώς η συζήτηση δεν ξεκινά από το ποια πολιτική και στρατηγική χρειάζεται η αριστερά αλλά με το ποιο νόμισμα είναι το καλύτερο. Λες και αν αύριο, ως δια μαγείας, όλη η αριστερά συμφωνούσε είτε με το ευρώ είτε με τη δραχμή, αυτό θα έλυνε όλες τις ανεπάρκειές της και θα εξασφάλιζε την νίκη. Προφανώς η όποια πολιτική θέση οφείλει να περιλαμβάνει και το ξεκαθάρισμα στο ζήτημα του νομίσματος, όμως το να ξεκινάει κανείς από το νόμισμα είναι σαν να βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο.
Η πολιτική και ιδεολογική επίθεση που διεξάγει η άρχουσα τάξη ενάντια στα λαϊκά στρώματα, ενισχυμένη από το παράδειγμα της Κύπρου, δεν είναι απλά ποιο νόμισμα «θα μας σώσει», όπως σχηματοποιείται στη δημόσια συζήτηση. Η προπαγάνδα της άρχουσας τάξης πάει πολύ πιο βαθιά και διαβρώνει την λαϊκή αυτοπεποίθηση: το δίλημμα που θέτει είναι ανάμεσα «σε μια καταστροφική και σε μια λιγότερο καταστροφική λύση». Η λιτότητα, η ανεργία, οι θυσίες κάθε είδους, η καθημερινή βαρβαρότητα που βιώνουν τα λαϊκά στρώματα, είναι μονόδρομος και δεν μπορεί να ανατραπεί: αυτό είναι το μήνυμα που εκπέμπει το σύστημα, με ενισχυμένη ένταση μετά την αποτυχία του κυπριακού «όχι». Μπορούμε να ανατρέψουμε τη λιτότητα και την ανεργία; Αυτό είναι το δίλημμα στο οποίο η αριστερά οφείλει να απαντήσει και όχι με ποιο νόμισμα η λιτότητα θα είναι πιο «ήπια». Και για να γίνει αυτό είναι αναγκαία η κριτική στην «νομισματική» προσέγγιση της πολιτικής συζήτησης όπως αυτή διεξάγεται στην ελληνική αριστερά.

Ευρωπαϊκή η κρίση, ευρωπαϊκή και η λύση;

Η προπαγάνδα ότι «με το ευρώ θα τρώμε με χρυσά κουτάλια» ή, έστω, ότι «το ευρώ μας θωρακίζει από την κρίση», έχει πλέον καταρρεύσει κάτω από το βάρος της πραγματικότητας. Αυτό όμως δεν έχει καθόλου απαλλάξει ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς από την «ευρωλαγνεία». Μετά τα γεγονότα της Κύπρου και τον αντίκτυπο που είχαν μέσα στον κόσμο της αριστεράς, ο Αλέξης Τσίπρας υποχρεώθηκε να στρίψει από τη θέση που είχε διατυπώσει πρόσφατα ότι «το ευρώ είναι το εθνικό μας νόμισμα», στην ψηφισμένη θέση του ΣΥΡΙΖΑ «καμιά θυσία για το ευρώ». Όμως αυτή η στροφή από μόνη της δεν είναι αρκετή για να αναιρέσει τις αυταπάτες του «ευρωπαϊσμού» και την όλο και πιο δεξιά και «ρεαλιστική» προσαρμογή της πολιτικής της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που παρατηρήθηκε τους τελευταίους μήνες.
Η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, συνεχίζοντας την παράδοση του παλιού ΣΥΝ από τον οποίο προέρχεται, επιμένει να θεωρεί το ευρώ, όπως και την Ε.Ε., όχημα «διεξόδου» από την κρίση και απαραίτητο συστατικό μιας φιλολαϊκής πολιτικής. Ο «ευρωπαϊσμός» μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ έχει και δεξιές και αριστερές εκφράσεις αλλά η βασική αφήγηση αυτής της άποψης πάει χοντρικά ως εξής:

1) Η κρίση είναι συστημική και διεθνής (ή έστω ευρωπαϊκή) και επομένως δεν αντιμετωπίζεται με επιμέρους προγράμματα ανά χώρα αλλά είναι απαραίτητες οι «υπερεθνικές» λύσεις και η διεθνής συνεργασία για την διέξοδο από αυτήν. 2) Η μοίρα της Ελλάδας είναι συνυφασμένη με τη μοίρα της «Ευρώπης» γιατί η πολιτική του κεφαλαίου ενοποιεί υπό την κυριαρχία του όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η Ε.Ε. και το ευρώ, αποτελούν συνεπώς μια διεθνή ένωση μέσω της οποίας μπορεί να αντιμετωπιστεί η κρίση σε ευρωπαϊκό επίπεδο – οποιαδήποτε πολιτική μονομερούς «εθνικής» σύγκρουσης με την Ε.Ε. και το ευρώ οδηγεί στο αδιέξοδο της εθνικής αναδίπλωσης και απομόνωσης. 3) Συνεπώς το ζήτημα είναι να αλλάξουμε την σημερινή αντιλαϊκή και νεοφιλελεύθερη πολιτική της Ε.Ε. σε φιλολαϊκή κατεύθυνση και τις όποιες ανισοτιμίες μεταξύ των διαφόρων χωρών να τις αντικαταστήσουμε με την ισότιμη συνεργασία. 4) Εργαλείο, αυτής της αλλαγής είναι η «σκληρή διαπραγμάτευση» εντός της ευρωζώνης από μια ή περισσότερες αριστερές κυβερνήσεις, με συμμαχία καταρχήν των χωρών του «ευρωπαϊκού νότου» που υποφέρει από τον «αντιλαϊκό βορρά» (και ενδεχομένως και με ευρύτερες «διεθνείς συμμαχίες» και «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική»). Βασική υπόθεση αυτής της δυνατότητας «διαπραγμάτευσης» είναι ότι η διάλυση της ευρωζώνης δεν συμφέρει κανέναν και συνεπώς καμιά χώρα δεν πρόκειται να εξωθήσει μια άλλη έξω από την ευρωζώνη. 5) Στόχος αυτής της πολιτικής είναι η πλήρης ενοποίηση της Ε.Ε. στο πρότυπο των ΗΠΑ και μια φιλολαϊκή και αναπτυξιακή πολιτική σε όλη την Ευρώπη, στο πρότυπο του New Deal στις ΗΠΑ στην κρίση της δεκαετίας του ’30 ή με ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ όπως έγινε τη δεκαετία του ’50. 6) Για τους πιο αριστερούς υποστηρικτές αυτής της αφήγησης, υπάρχει ένας ακόμα πιο απώτερος στόχος: η τελική μετατροπή της Ε.Ε. και της ευρωζώνης σε μια «σοσιαλιστική Ευρώπη», ένας «ευρωπαϊκός σοσιαλισμός» σε αντιδιαστολή υποτίθεται με έναν «εθνικά απομονωμένο σοσιαλισμό».


Η ανάλυση της κρίσης διεθνώς και στην ευρωζώνη ειδικότερα, έχει γίνει εκτενώς παλιότερα [1] και δεν είναι δυνατόν να επαναληφθεί σε αυτό το άρθρο. Αλλά κάποιες παρατηρήσεις πρέπει και μπορούν να γίνουν.
Μια τέτοια βασική παρατήρηση είναι ότι όλη η παραπάνω «ευρωπαϊστική» αφήγηση διαψεύδεται με όλο και πιο παταγώδη τρόπο από τα γεγονότα. Στην περίπτωση της Κύπρου είχαμε για μια ακόμα φορά την απόδειξη ότι εντός της ευρωζώνης, η κάθε χώρα καλείται να λύσει την κρίση μόνη της. Καμιά συνεργασία στην αντιμετώπιση της κρίσης δεν υπάρχει και αντίθετα καμιά χώρα δεν θέλει να αναλάβει το κόστος της διάσωσης μιας άλλης. Η λιτότητα που επιβάλλεται συστηματικά σε όλη την Ευρώπη, δεν εκφράζει καμιά υποτιθέμενη «ιδεολογική ενοποίηση» των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στα «νεοφιλελεύθερα δόγματα» -εκφράζει αντίθετα την «μοναξιά» της κάθε άρχουσας τάξης και της κάθε κυβέρνησης να ξεπεράσει την κρίση χωρίς ουσιαστική διεθνή βοήθεια, φορτώνοντας τα βάρη στους δικούς της εργαζόμενους σε κάθε χώρα. Επιπλέον στην περίπτωση της Κύπρου είχαμε και μια σημαντική ποιοτική διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα «προγράμματα διάσωσης» άλλων χωρών. Στα μνημόνια των χωρών που προηγήθηκαν, τα συμφέροντα και η ισχύς της άρχουσας τάξης έμειναν σχετικά αλώβητα: σχεδόν όλο το κόστος της κρίσης μεταφερόταν στην εργατική τάξη και στα μικροαστικά στρώματα. Στην Κύπρο, για πρώτη φορά, η άρχουσα τάξη υποχρεώθηκε σε έναν πολύ μεγάλο ακρωτηριασμό της δύναμής της με την βίαιη συρρίκνωση του πολύ ισχυρού τραπεζικού τομέα. Για να γίνει κατανοητή η διαφορά, κάτι αντίστοιχο στην περίπτωση της Ελλάδας θα ήταν να κληθούν οι ελληνικές τράπεζες να ακρωτηριάσουν και να «ρευστοποιήσουν» όλη την αυτοκρατορία των θυγατρικών τους, στην ανατολική Ευρώπη και στην Τουρκία, που έχτισαν την προηγούμενη δεκαετία ώστε να βρουν τα χρήματα της «ανακεφαλαιοποίησής» τους. Ή, για να αναφερθούμε σε έναν άλλο τομέα ισχύος της ελληνικής άρχουσας τάξης, να υποχρεωθούν οι έλληνες εφοπλιστές να πουλήσουν τα μισά καράβια τους για να συμβάλουν στην αποπληρωμή του ελληνικού χρέους.
Πολλοί αναλυτές αναρωτήθηκαν γιατί η Γερμανία και οι άλλες πλεονασματικές χώρες του βορρά αρνήθηκαν να δώσουν 7 επιπλέον δις ευρώ στην Κύπρο (ψίχουλα για το μέγεθος της ευρωζώνης) και αντίθετα επέβαλαν την πολιτική του ακρωτηριασμού του τραπεζικού συστήματος. Η απάντηση αποκαλύφτηκε στην γενικότερη αλλαγή στάσης που ακολουθεί πλέον η Ε.Ε. απέναντι στα ζητήματα διάσωσης των τραπεζών, όπου το κούρεμα των καταθέσεων γίνεται πια πανευρωπαϊκή κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα η Γερμανία και οι άλλες χώρες του «βορρά» δεν τσιγκουνεύτηκαν τα 7 δις, αλλά αξιοποίησαν μια χώρα με χαμηλό «συστημικό ρίσκο» όπως η Κύπρος για να στείλουν το μήνυμα «ότι δανείσαμε, δανείσαμε»: η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο κ.λπ. πρέπει να διασώζουν πλέον τις τράπεζες τους «εκ των έσω» (bail in), χωρίς να προσβλέπουν ούτε καν στα απεχθή δάνεια μετά μνημονίων που δόθηκαν στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία για να διασώσουν με αυτά τις τράπεζές τους «εκ των έξω» (bail out).
Παράλληλα, κανένα μέτωπο των «χωρών του νότου» δεν σχηματίστηκε σαν ασπίδα προστασίας της Κύπρου –ακόμα και η ελληνική άρχουσα τάξη της «μητέρας πατρίδας» δεν έδειξε την παραμικρή «αλληλεγγύη». Αντίθετα, η ελληνική άρχουσα τάξη και η κυβέρνησή της πήραν ενεργό μέρος στον ακρωτηριασμό αυτό της κυπριακής άρχουσας τάξης, δημεύοντας στην ουσία τις κυπριακές τράπεζες στην Ελλάδα και χαρίζοντάς τες στον Σάλλα της τράπεζας Πειραιώς, ενώ ταυτόχρονα έστειλαν το λογαριασμό των 9 δις ευρώ χρέους αυτών των τραπεζών -προς τον λεγόμενο ELA- στην κυπριακή πλευρά. Η εξήγηση γι’ αυτή την ανυπαρξία μετώπου των «νοτίων» δεν βρίσκεται στη δειλία των ηγετών τους αλλά στην ανυπαρξία κοινών συμφερόντων μεταξύ τους: λίγο απλοϊκά θα λέγαμε ότι το πουγκί της Γερμανίας δεν φτάνει για όλες τις χώρες του νότου αν συνασπιστούν μεταξύ τους –μόνο η κάθε μια ξεχωριστά και σε αντιπαράθεση με τις άλλες έχει πιθανότητες να λάβει εξωτερική βοήθεια από τις πιο πλούσιες χώρες.
Μήπως, έστω, η Ε.Ε. και το ευρώ προωθούν την «ενοποίηση των λαών» και την «κοινή πάλη ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό»; Ενισχύει το ευρώ και η Ε.Ε. το διεθνιστικό πνεύμα των εργαζομένων; Όχι είναι η απάντηση, στην πραγματικότητα το υπονομεύει. Γιατί οι σχέσεις μέσα στην Ε.Ε. δεν είναι σχέσεις μεταξύ των λαών, είναι σχέσεις και ανταγωνισμοί των αστικών τάξεων και των κυβερνήσεών τους. Γιατί να νιώσει διεθνιστική αλληλεγγύη ένας γερμανός εργαζόμενος, αν η κυβέρνησή του κάνει περικοπές στον μισθό του και από την άλλη δίνει δάνειο 50 δις στις ελληνικές τράπεζες για «ανακεφαλαιοποίηση»; Γιατί να νοιώσει διεθνιστική αλληλεγγύη ένας έλληνας εργαζόμενος, όταν υποχρεώνεται σε θυσίες που επιβάλλει σε μεγάλο βαθμό η γερμανική κυβέρνηση για να υποστηρίξει τις εξαγωγές των γερμανών βιομηχάνων; Αντί για ενίσχυση του διεθνιστικού πνεύματος λόγω του ευρώ, αυτό που βλέπουμε είναι η έξαρση των εθνικισμών και της εθνικιστικής προπαγάνδας που έμοιαζαν να είχαν πεθάνει οριστικά μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου στην Ευρώπη: «οι ιταλοί και οι έλληνες είναι τεμπέληδες και παράσιτα που τους επιδοτούμε από τους φόρους μας» από τη μια πλευρά, «οι γερμανοί είναι ναζί που μας πίνουν το αίμα» από την άλλη.

Οι εθνικοί ανταγωνισμοί είναι εδώ

Η πραγματικότητα δείχνει ότι οι ελπίδες «διεθνούς και ισότιμης συνεργασίας» στο έδαφος του καπιταλισμού είναι σκέτες αυταπάτες και οι όποιες συμμαχίες, όπως η Ε.Ε., είναι λυκοσυμμαχίες που μπορούν κάλλιστα να διαλυθούν κάτω από το βάρος της κρίσης και της όξυνσης των ανταγωνισμών. Όπως γράφαμε και παλιότερα:

 

«… [η Ε.Ε. και η ευρωζώνη] είναι ένα σακί από ξεχωριστούς ιμπεριαλιστικούς νάνους, μια θλιβερή συμμαχία «λύκων» που η μόνη δύναμη που τους συγκρατεί ενωμένους είναι η προσπάθειά τους να παίξουν έναν διεθνή ρόλο στον παγκόσμιο καπιταλισμό που κανείς μόνος του δεν θα μπορούσε να παίξει. Η Ε.Ε. μοιάζει στην πραγματικότητα με ένα τσούρμο ακροβάτες που έχουν ανέβει ο ένας πάνω στον άλλον για να φαίνονται από μακριά σαν ένας «γίγαντας», αλλά που αν έστω και ένας από τους ακροβάτες παραπατήσει θα σωριαστούν όλοι στο έδαφος κουτρουβαλώντας.»

 
Ένας γνωστός διεθνής αναλυτής χαρακτήρισε πρόσφατα την ευρωζώνη έναν «αποτυχημένο γάμο που συντηρείται στη ζωή εξαιτίας του φόβου για το κόστος του διαζυγίου». Θα προσθέταμε ότι πρόκειται και για έναν «γάμο» μόνο στα χαρτιά. Υπάρχουν υποτίθεται κοινοτικά όργανα (ευρωπαϊκή επιτροπή, επίτροποι και παραεπίτροποι, υπουργοί εξωτερικών, ευρωκοινοβούλιο κλπ.). Στην πράξη όλοι αυτοί οι «θεσμοί» αποδείχτηκαν σκιάχτρα και όσοι τους απαρτίζουν αχυράνθρωποι. Όλες οι αποφάσεις παίρνονται από τα ξεχωριστά κράτη, χωρίς καμιά συμμετοχή των ευρωπαϊκών «θεσμών», είτε με τα συμβούλια κορυφής των διάφορων κυβερνήσεων είτε με τα συμβούλια των υπουργών οικονομικών (eurogroup). Υποτίθεται ότι υπάρχει κάποια «ευρωπαϊκή νομοθεσία» και κάποιοι «ευρωπαϊκοί κανόνες». Δεν έχει μείνει ούτε ένας από αυτούς απαραβίαστος τα τελευταία χρόνια: τα όρια των ελλειμμάτων (3%) και των κρατικών χρεών (60%) τα παραβιάζουν όλες οι χώρες, η απαγόρευση των ευρωπαϊκών συνθηκών για ανάληψη δημόσιου χρέους ενός κράτους από ένα άλλο έχει γίνει σουρωτήρι τα τελευταία χρόνια μέσα από τα λεγόμενα «πακέτα διάσωσης», η ιδρυτική αρχή της Ε.Ε. για ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, παραβιάστηκε απροκάλυπτα στην Κύπρο πρόσφατα με τις ευλογίες όλων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Ο μόνος «ευρωπαϊκός θεσμός» που έχει υποτίθεται κάποια δύναμη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που εκδίδει το ευρώ, βρίσκεται και αυτή στην ουσία έρμαιο των όποιων διακρατικών συμφωνιών ανάμεσα στις κυβερνήσεις και ιδίως τις πιο ισχυρές. Το ίδιο το ευρώ, έχει πάψει προ πολλού να είναι «ενιαίο», μέσα από τα διαφορετικά επιτόκια (σπρεντ) δανεισμού κρατών και τραπεζών στην ευρωζώνη (για να δανειστεί, δηλαδή για να αγοράσει, κανείς π.χ. εκατό ευρώ στην Ελλάδα ή την Ιταλία πρέπει να πληρώσει πολύ ακριβότερα -σε τόκους- από όσα πληρώνει για να αγοράσει το ίδιο ποσό ένας γερμανός επιχειρηματίας). Ακόμα και ένα ευρώ κατάθεσης σε μια τράπεζα έχει διαφορετική αξία ανάλογα τη χώρα στην οποία ανήκει η τράπεζα, όπως φάνηκε πολύ χαρακτηριστικά με το κούρεμα των καταθέσεων στην Κύπρο.
Στην πραγματικότητα το ευρώ δεν σηματοδοτεί καμιά «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» ή «οικονομική ενοποίηση». Στην ουσία του το ευρώ είναι ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών σαν αυτά που είχαν υπάρξει και παλιότερα και που οι κρίσεις του συστήματος τα οδήγησαν όλα στη διάλυση: «κανόνας του χρυσού» τη δεκαετία του 30, «συμφωνία του Μπρέντον Γούντς» μεταπολεμικά που κατέρρευσε τη δεκαετία του ’70 ή ακόμη και η –ξεχασμένη- πρώτη απόπειρα δημιουργίας «ευρώ» στην τότε ΕΟΚ, με τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ERM – EMS) ο οποίος κατέρρευσε παταγωδώς το 1992, κάνοντας διάσημο τον ανερχόμενο τότε «επενδυτή» Τζορτζ Σόρος, ως «τον άνθρωπο που νίκησε την τράπεζα της Αγγλίας» και πέταξε την Βρετανία έξω από τον μηχανισμό.

Υπάρχει καλή ευρωζώνη;

Υπάρχει κάποιος τρόπος να υπάρξει μια άλλη Ε.Ε. και μια άλλη ευρωζώνη; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα όχι. Γιατί η αιτία που σπρώχνει την ευρωζώνη προς την όξυνση των εθνικών ανταγωνισμών, προς την διάσπαση ή και την πλήρη διάλυση, δεν είναι οι «νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες» των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Είναι ο ανταγωνισμός των συμφερόντων που οδηγεί σε αυτές τις πολιτικές, συμφέροντα που δεν μπορούν με καμιά πολιτική εντός του καπιταλιστικού συστήματος, να συμβιβαστούν και να οδηγήσουν σε «υπερεθνικές λύσεις» και σε «διεθνή συνεργασία»:

 
«Η φύση του καπιταλισμού είναι η επιδίωξη του «άμεσου εθνικού συμφέροντος» από κάθε άρχουσα τάξη και όχι το «αλτρουιστικό» ενδιαφέρον για το «σύστημα συνολικά» και αυτό έχει αποδειχτεί από όλη την ιστορία του και έχει επισημανθεί από όλους τους κλασικούς του μαρξισμού. Η φύση του συστήματος είναι ανταγωνιστική και η προσπάθεια ξεπεράσματος μιας κρίσης εντείνει αυτόν τον ανταγωνισμό στο έπακρο. Δεν υπάρχουν «συνολικές» λύσεις για το ξεπέρασμα μιας κρίσης αλλά ατομικές και κυρίως «εθνικές». Αν ένας καπιταλιστής καταφέρει να οδηγήσει στο κλείσιμο έναν ανταγωνιστή του, η παραγωγή στο «σύστημα συνολικά» θα πέσει. Όμως για τον νικητή καπιταλιστή η κρίση θα έχει ξεπεραστεί. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το «σύστημα συνολικά» βρισκόταν μπροστά σε έναν σωρό από ερείπια σε σύγκριση με τον προπολεμικό καπιταλισμό. Αλλά αυτή η «συνολική» καταστροφή, καθόλου δεν ενόχλησε την αμερικάνικη άρχουσα τάξη που βγήκε ο αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας στο δυτικό μπλοκ ξεπερνώντας έτσι με «εθνικό τρόπο» και την κρίση της δεκαετίας του ’30 (ή αντίστοιχα την κρατικοκαπιταλιστική Ρωσία που παρά το μεγάλο κόστος που πλήρωσε στον πόλεμο, επειδή νίκησε, βρέθηκε με μια εκτεταμένη σφαίρα επιρροής στην κατοχή της μεταπολεμικά στην ανατολική Ευρώπη).»

 
Δεν υπάρχει καμιά υποτιθέμενη «ευρωπαϊκή εξουσία» πάνω από τα κράτη και ούτε είναι δυνατόν ποτέ να υπάρξει:

 
«[μια υποθετική κεντρική ευρωπαϊκή κυβέρνηση], πώς θα έπειθε για παράδειγμα την ιταλική άρχουσα τάξη να συνταχθεί πίσω από μια πολιτική που κλείνει την Fiat και επιδοτεί την Volkswagen ή το αντίστροφο; Πώς θα έπειθε την γαλλική άρχουσα τάξη -και ειδικά τους γάλλους τραπεζίτες- να δεχτούν την απορρόφηση για παράδειγμα της BNPParibas από την DeutscheBank ή το αντίστροφο; Πώς θα έπειθε για παράδειγμα τους έλληνες εφοπλιστές να «θυσιαστούν» φορολογικά για χάρη ενός ευρωπαϊκού προϋπολογισμού που δεν θα τους έδινε καμιά εγγύηση ότι θα επιδοτήσει την επέκτασή τους στη συνέχεια; …. Πώς θα έπειθε τελικά τις διάφορες άρχουσες τάξεις ότι ακολουθεί μια πολιτική για το καλό της υποτιθέμενης «ευρωπαϊκής οικονομίας» αντί για μια επιλεκτική πολιτική που ευνοεί μια εθνική ομάδα καπιταλιστών σε βάρος μιας άλλης; Η απάντηση είναι ότι όχι μόνο δεν θα έπειθε αλλά μια τέτοια «πανευρωπαϊκή» κυβέρνηση δεν μπορεί καν να υπάρξει όσο υπάρχουν εθνικές άρχουσες τάξεις με τα δικά τους κράτη να τις υποστηρίζουν.
…. Το πρώτο συμφέρον των γερμανών καπιταλιστών –όπως και των καπιταλιστών κάθε άλλου κράτους-είναι να χρησιμοποιήσουν την όποια οικονομική δύναμη διαθέτουν για να προστατέψουν πρώτα και κύρια τον εαυτό τους και όχι να δίνουν χαριστικά χρήματα στην Ιταλία για να επιδοτεί την Fiat ή στο ελληνικό κράτος για να επιδοτεί τους έλληνες εφοπλιστές. Τι να το κάνουν το καλό του «συστήματος συνολικά» π.χ. τα αφεντικά της Volkswagen αν υποχρεωθούν να συρρικνωθούν επειδή η Γερμανική κυβέρνηση βοηθάει τους ανταγωνιστές της στις άλλες χώρες;»

 
Αυτή η πραγματικότητα, εκτός των άλλων, αναιρεί και την πεποίθηση, ότι τάχα η διάλυση της ευρωζώνης δεν συμφέρει κανέναν και συνεπώς η «σκληρή διαπραγμάτευση» μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Πράγματι η εξώθηση μιας χώρας έξω από το ευρώ θα οδηγήσει σε πολύ λίγο χρόνο σε ένα ντόμινο εξελίξεων που θα διαλύσουν την ευρωζώνη. Αλλά αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι «δεν θα τολμήσουν να το κάνουν», για τον απλούστατο λόγο ότι σημασία για την κάθε άρχουσα τάξη της ευρωζώνης προέχουν τα λεγόμενα «εθνικά της συμφέροντα» και όχι το «αλτρουιστικό» ενδιαφέρον για την σωτηρία του ευρώ. Στα πρώτα χρόνια του ευρώ, κέρδιζαν λίγο πολύ όλοι οι επιμέρους καπιταλισμοί, λόγω της σχετικά καλής κατάστασης της διεθνούς οικονομίας. Η συνέχιση όμως της παγκόσμιας κρίσης που ξέσπασε το 2007 –και μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να την σταματήσει- οδηγεί τα οφέλη από την συμμετοχή στο ευρώ να μειώνονται και αντίθετα η εθνική αντιμετώπιση της κρίσης από την κάθε άρχουσα τάξη να γίνεται πιο δελεαστική. Η Γερμανία δεν θέλει –και να ήθελε δεν έχει την οικονομική δύναμη- να διασώσει και να επιδοτήσει οικονομίες του μεγέθους της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας. Είτε εξωθώντας κάποια «προβληματική» χώρα εκτός ευρώ, είτε αποχωρώντας με δική της πρωτοβουλία η Γερμανία και άλλες πλούσιες χώρες, είτε με κάποιο είδους «ατύχημα», αργά η γρήγορα οι εθνικοί ανταγωνισμοί μέσα στην Ε.Ε. οδηγούν το ευρώ στη διάλυσή του (θα είχε ήδη διαλυθεί αν η ΕΚΤ δεν έκανε κρίσιμες παρεμβάσεις τυπώνοντας στην ουσία τρισεκατομμύρια ευρώ).
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, ο διεθνής χαρακτήρας της κρίσης δεν συνεπάγεται την συνεργασία μεταξύ των κρατών αλλά αντίθετα την εθνική αντιπαράθεση. Η Ε.Ε. και το ευρώ, κάτω από το χτύπημα της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, οξύνουν στο έπακρο τους ιμπεριαλιστικούς εθνικούς ανταγωνισμούς και οδηγούν σε μια κατάσταση όπου κυριαρχεί το «ο σώζων εαυτόν σωθείτο» και η επιβολή των ισχυρότερων στους πιο αδύναμους. Η «πάλη των εθνών», η «εθνική αναδίπλωση» και η «επιστροφή στους εθνικούς ανταγωνισμούς» τα οποία υποτίθεται ότι δεν θέλει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ήδη εδώ. Η έξαρση των ιμπεριαλιστικών εθνικών ανταγωνισμών (νομισματικών, εμπορικών, εξοπλιστικών κλπ.) που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο δεν απαλύνονται από το «κοινό έδαφος» της Ε.Ε. και του ευρώ, αλλά αντίθετα οξύνονται όλο και περισσότερο και εντός της υποτιθέμενης «ενωμένης Ευρώπης».

Μονομερείς ενέργειες = εθνική αναδίπλωση;

Όλα αυτά θα είχαν απλά φιλολογική σημασία, αν δεν κατέληγαν σε κρίσιμα δια ταύτα που αφοπλίζουν πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ στην σύγκρουσή του με την αστική τάξη και στην έκφραση των συμφερόντων των «από κάτω». Η επιδίωξη της ουτοπικής «ευρωπαϊκής λύσης» στην κρίση, υπονομεύει, συκοφαντεί και αντιτίθεται σε «μονομερείς ενέργειες» στο επίπεδο της κάθε ξεχωριστής χώρας, ως εξ ορισμού πολιτική που οδηγεί στην ουτοπική έως επικίνδυνη «εθνική αναδίπλωση». Ουσιαστικά ισχυρίζεται ότι τα περιθώρια άσκησης πολιτικής από μια κυβέρνηση της αριστεράς είναι εξ αρχής περιορισμένα και οφείλουν να υποτάσσονται στους ρυθμούς και τις ανάγκες της επιδίωξης της «διεθνούς συνεργασίας» ή έστω της συνεργασίας των «χωρών του νότου».
Ο Αλέξης Τσίπρας συστηματικά επιχειρεί το τελευταίο διάστημα να επιβάλλει στον ΣΥΡΙΖΑ την αντικατάσταση του στόχου σωτηρίας του λαού με την «σωτηρία της χώρας» και την κυβέρνηση της Αριστεράς με την κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» -με άλλα λόγια καπιταλιστές και εργάτες θα βρούμε την διέξοδο από την κρίση παρέα. Κι όμως ο επικεφαλής οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ Γ.Μηλιός και άλλοι «διεθνιστές» του ευρώ, δεν βλέπουν καμιά «πατριωτική παρέκκλιση» σε αυτό. Στηρίζουν αυτή την στροφή της ηγεσίας και κατηγορούν για «πατριωτισμό» και «εθνικό απομονωτισμό» όσους στρέφονται ενάντια στην ευρωζώνη και όσους υποστηρίζουν μονομερείς «εθνικές» ενέργειες γιατί υποτίθεται «υποκαθιστούν την πάλη των τάξεων με την πάλη των εθνών». Αν η Ε.Ε. και το ευρώ είναι οχήματα «διεθνισμού», «υπερεθνικών λύσεων», αντίδοτο στον «εθνικό απομονωτισμό» και άλλα τέτοια βαρύγδουπα, τότε ο Γ.Μηλιός, ο Ε.Τσακαλώτος και οι άλλοι «διεθνιστές» του ευρώ θα έπρεπε να προτείνουν την υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος σε όλο τον κόσμο – το προνόμιο του «διεθνισμού» δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε όσους «τυχερούς» είναι εντός Ε.Ε. και ευρώ. Θα έπρεπε να προτείνουν στην αριστερά όλων των χωρών εκτός ευρώ ή εκτός Ε.Ε. ότι σαν πρώτη τους προτεραιότητα οφείλουν να έχουν την διεκδίκηση της ένταξης των χωρών τους στην ευρωζώνη αλλιώς θα είναι υπεύθυνοι για «εθνικό απομονωτισμό»! Αν θέλουν να είναι συνεπείς με την άποψή τους, ας πάνε για παράδειγμα μια βόλτα από τη Βρετανία ή την Τουρκία και να καλέσουν την αριστερά εκεί να παλέψει για την ένταξη της χώρας τους στην ευρωζώνη –προφανώς και μόνο μια τέτοια σκέψη δείχνει πόσο μακριά από τα εργατικά συμφέροντα και τον πραγματικό εργατικό διεθνισμό, βρίσκεται η πολιτική του «αριστερού ευρωπαϊσμού».
Η προσέγγιση αυτή θυμίζει λίγο μια άλλη διαμάχη που είχε ξεσπάσει στην αριστερά την εποχή του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο «πάπας του Μαρξισμού» -όπως αποκαλούνταν τότε- Κάουτσκι, έλεγε ότι ο πόλεμος μεταξύ των κρατών είναι κάτι σαν ατύχημα και ότι προοπτικά οδεύουμε στον «υπεριμπεριαλισμό» -κάτι σαν την «παγκοσμιοποίηση» που θα λέγαμε σήμερα- όπου το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο θα ενώσει τα κράτη σε μια παγκόσμια καπιταλιστική εξουσία χωρίς πολέμους μεταξύ τους, μια ειρηνική μορφή διεθνούς καπιταλισμού όπου οι ενωμένοι εργάτες θα παλεύουν με το ενωμένο διεθνώς κεφάλαιο. Η μοναδική χρησιμότητα αυτής της «ανάλυσης» ήταν να αθωώσει όσους στην Αριστερά υποστήριζαν την «πατρίδα» και την κυβέρνησή τους και να υπονομεύσει όσους έκαναν «μονομερείς εθνικά» ενέργειες για να σταματήσουν τον πόλεμο.
Και ποιοι ήταν αυτοί που έκαναν μονομερείς ενέργειες αντί να προσμένουν παθητικά την «διεθνή συνεργασία για την ειρήνη»; Ήταν η Ρόζα Λούξεμπουρκ και ο Καρλ Λίμπνεχτ που έριξαν το σύνθημα στην γερμανική εργατική τάξη «κάτω η κυβέρνηση, κάτω ο πόλεμος», που διακήρυξαν ότι «ο κύριος εχθρός δεν βρίσκεται στο μέτωπο αλλά στις τράπεζες και στα υπουργεία –ο κύριος εχθρός είναι μέσα στη χώρα μας». Ήταν οι μπολσεβίκοι που καλούσαν τους ρώσους εργάτες «να μετατρέψουν τον εθνικό πόλεμο σε εμφύλιο». Ήταν ο Λένιν και ο Τρότσκι που ηγήθηκαν της Ρώσικης επανάστασης το 1917 και της δημιουργίας κυβέρνησης των εργατικών συμβουλίων. Μιας κυβέρνησης που η πρώτη της ενέργεια ήταν να τα «σπάσει» με τους «εταίρους της Ρωσίας» στην πολεμική λυκοσυμμαχία της ΑΝΤΑΝΤ και να ανακηρύξει την μονομερή έξοδο της Ρωσίας από τον πόλεμο. Και αυτή η μονομερής ενέργεια ήταν που διευκόλυνε τη διεθνιστική αλληλεγγύη με τους γερμανούς εργάτες και έδωσε ώθηση να κάνουν κι αυτοί την επανάστασή τους λίγο αργότερα, ανατρέποντας το αυτοκρατορικό καθεστώς του Κάιζερ και υποχρεώνοντας την αστική τάξη της Γερμανίας να σταματήσει τον πόλεμο. Αυτό το κύμα γνήσιου διεθνισμού που ξεκίνησε από μονομερείς ενέργειες ενάντια στην αστική τάξη κάθε χώρας, οδήγησε στον «πρόωρο» τερματισμό του πολέμου, γλιτώνοντας την ζωή εκατομμυρίων ακόμα εργατών και αγροτών που θα χάνονταν αν ο πόλεμος συνεχιζόταν.
Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα επαναλάμβανε εμφατικά ο Μαρξ, ήδη από την εποχή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Αλλά, συμπλήρωνε, «η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στη μορφή είναι κατ’ αρχήν εθνική. Φυσικά, το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει πριν απ’ όλα με τη δική του αστική τάξη». Για να αλλάξουμε τα πράγματα, οφείλουμε να παλέψουμε ενάντια στην πολιτική εξουσία, ενάντια στο κράτος της αστικής τάξης. Αλλά αυτό μπορούμε να το κάνουμε μόνο ενάντια σε πραγματικές πολιτικές εξουσίες και όχι σε φανταστικές. Αν στις ΗΠΑ οι εργάτες έχουν να τα βάλουν με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ, στην Ε.Ε. δεν υπάρχει καμιά ομοσπονδιακή κυβέρνηση –κι ούτε πρόκειται να υπάρξει- για να πολεμήσουμε εναντίον της. Οφείλουμε να εστιάσουμε την πάλη μας, «εθνικά» μονομερώς, ενάντια στην ελληνική αστική τάξη, για να μπορέσουμε να αντιστρέψουμε την καπιταλιστική βαρβαρότητα και για να μπορέσουμε να χτίσουμε την απαραίτητη διεθνιστική αλληλεγγύη των εργατών της Ευρώπης και όλου του κόσμου. Επειδή απεργήσαμε, διαδηλώσαμε και πολιορκήσαμε το ελληνικό κοινοβούλιο και διεκδικήσαμε την ανατροπή της ελληνικής κυβέρνησης, οι εργάτες σε όλη την Ευρώπη δείχνουν την αλληλεγγύη τους και η αριστερά διεθνώς έχει καρφωμένα τα μάτια της στην Ελλάδα. Όχι γιατί περιμέναμε να «συντονιστούμε» όλοι οι εργάτες της Ευρώπης πρώτα και μετά να πάμε έξω από το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο που δεν έχει την παραμικρή εξουσία να ικανοποιήσει κανένα λαϊκό αίτημα σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα. Όποιος είναι με την υπεράσπιση της πάλης των εργατών στη χώρα του, τότε κερδίζει αυτομάτως και την συμπαράσταση των εργατών στις άλλες χώρες και δημιουργεί αναχώματα στον κίνδυνο της διεθνούς περικύκλωσης από εχθρικές καπιταλιστικές κυβερνήσεις. Όποιος ψάχνει στηρίγματα στις αστικές κυβερνήσεις των άλλων χωρών ή σε διεθνείς οργανισμούς τύπου ΔΝΤ, καταλήγει να απομονώνεται και από τους εργάτες της χώρας του.
Ο «ευρωπαϊσμός», η επιδίωξη «διεθνούς συνεργασίας για την αντιμετώπιση της κρίσης», η επιδίωξη σωτηρίας του ευρώ σαν δήθεν όχημα «διεθνισμού», αποτελούν στην πραγματικότητα πολιτικές συμφιλίωσης με την αστική τάξη στην Ελλάδα. Η αντίθεση στις «εθνικά μονομερείς ενέργειες» είναι στην πραγματικότητα ο φόβος μήπως βλάψουμε τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού. Στην Ελλάδα, παρά την βαθιά κρίση, το ΑΕΠ βρίσκεται στα 190 δις ευρώ, περίπου 19.000 ευρώ κατά κεφαλήν, δηλαδή σε μια τετραμελή οικογένεια αναλογεί ετήσιο εισόδημα γύρω στα 80.000 ευρώ. Αν αυτός ο πλούτος πάψει να βρίσκεται στα χέρια μιας χούφτας κεφαλαιοκρατών, τότε η δυνατότητα να αποκαταστήσουμε άμεσα ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο για την κοινωνική πλειοψηφία είναι προφανής. Κι όμως ακούμε από προβεβλημένους οικονομολόγους του ΣΥΡΙΖΑ (Σταθάκης, Δραγασάκης κ.ά) ότι ίσως «δεν μπορέσουμε να επαναφέρουμε τον κατώτατο μισθό στα προ μνημονίου επίπεδα, το χαράτσι δεν θα καταργηθεί τελείως» και άλλες τέτοιες υπαναχωρήσεις με την δικαιολογία ότι η «κρίση είναι βαθιά». Ο ίδιος ο, κατά τα άλλα, «διεθνιστής» Μηλιός, σε πρόσφατη συνέντευξη κάνοντας στροφή 180 μοιρών, δήλωσε ότι με στήριγμα τον «πατριωτισμό» και το «κοινό συμφέρον», θα βρούμε μια «συναινετική» λύση με τους εφοπλιστές για την φορολόγησή τους! [2]
Η ταξική συνεργασία με την αστική τάξη της Ελλάδας και η υπεράσπιση της διαπραγματευτικής της θέσης εντός (αλλά και εκτός) της Ε.Ε. –αυτή είναι η κατάληξη του «ευρωπαϊσμού», όσα «διεθνιστικά» και «αντικαπιταλιστικά» φκιασίδια και αν έχει. Η ίδια η αντιπαράθεση που διεξάγεται μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ για «την κυβέρνηση της Αριστεράς», επιβεβαιώνει ακόμα περισσότερο αυτή την πραγματικότητα. Το βασικό ζήτημα δεν είναι οι ψηφοθηρικοί υπολογισμοί για το ποια κόμματα έχουν διάθεση συνεργασίας και μπορούν να εξασφαλίσουν τα «κουκιά» για να στηριχτεί μια μελλοντική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Το βασικό ζήτημα είναι αν η κυβέρνηση που χρειαζόμαστε θα εκφράζει μονομερώς ταξικά τα συμφέροντα των εργαζομένων και των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων και θα οδηγεί σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου με στόχο την σοσιαλιστική εξουσία . Αν αυτό θέλουμε, τότε η κυβέρνηση της Αριστεράς, δηλαδή μια κυβέρνηση με μονομερή αριστερή πολιτική, είναι μονόδρομος, είτε με συμμαχία με άλλα αριστερά κόμματα είτε με αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει στην ουσία μια κυβέρνηση που θα εκφράζει διαταξικά συμφέροντα –και των εργατών και των καπιταλιστών- στο όνομα της «σωτηρίας της χώρας». Αυτή είναι η εξήγηση για τα ανοίγματα στον Καμμένο (και λάου λάου και προς τη ΔΗΜΑΡ), δηλαδή σε κόμματα που παρά την όποια αντιμνημονιακή τους ρητορεία, είναι ανοιχτά υπερασπιστές της αστικής τάξης και δεν πρόκειται να συναινέσουν ποτέ σε πολιτικές που θίγουν τα συμφέροντα των ελλήνων καπιταλιστών.

Ο φετιχισμός της δραχμής

Οι «μονομερείς ενέργειες» μέσα σε κάθε χώρα είναι το μέσον υπεράσπισης των εργαζόμενων από την κρίση και του χτισίματος της διεθνιστικής αλληλεγγύης με τους εργάτες των άλλων χωρών. Με την προϋπόθεση όμως ότι αυτές οι μονομερείς ενέργειες στρέφονται πρώτα και κύρια ενάντια στην αστική τάξη αυτής της χώρας. Μονομερείς ενέργειες που στοχεύουν στην υποστήριξη του ελληνικού καπιταλισμού στους εθνικούς ανταγωνισμούς του με τις άλλες αστικές τάξεις, ούτε τα λαϊκά συμφέροντα υπηρετούν ούτε τον διεθνισμό προάγουν. Και αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση της πλειοψηφίας όσων μέσα στην αριστερά (ακολουθώντας τις αναλύσεις διεθνών κεϊνσιανών οικονομολόγων τύπου Κρούγκμαν), υποστηρίζουν ότι η διέξοδος από την κρίση ξεκινάει με την έξοδο από το ευρώ, την υιοθέτηση εθνικού νομίσματος και τον προσανατολισμό σε άλλες διεθνείς συμμαχίες εκτός Ε.Ε. Και πάλι για μια εκτενή ανάλυση αυτών των ζητημάτων, ο αναγνώστης παραπέμπεται σε παλιότερη αρθρογραφία και εδώ θα θέσουμε κάποιες μόνο παρατηρήσεις.
Ας ξεκινήσουμε με το τελευταίο. Πράγματι η Ε.Ε. είναι μια λυκοσυμμαχία που δεν έχει να προσφέρει κανένα καλό στους εργάτες και στα λαϊκά στρώματα καμιάς χώρας. Όμως τι θα άλλαζε αν (για να αναφέρουμε το πρόσφατο παράδειγμα) η Κύπρος αποχωρούσε από την Ε.Ε. και προσχωρούσε στις αγκάλες της Ρωσίας ή και της Κίνας; Δεν θα ήταν κι αυτή μια νέα λυκοσυμμαχία; Θα γινόταν άραγε με όρους «εθνικής ισοτιμίας»; Θα είχαν να κερδίσουν τίποτα οι εργάτες της Κύπρου ή της Ρωσίας από μια τέτοια στροφή; Η απάντηση είναι όχι: μέσα στον καπιταλισμό, είτε εντός είτε εκτός Ε.Ε., οι συμμαχίες των κρατών είναι πάντα ανισομερείς, είναι πάντα κατά των εργαζομένων και αποτελούν πάντα προσωρινές λυκοσυμμαχίες που μπορούν να διαλυθούν αν η κάθε άρχουσα τάξη κρίνει ότι τα συμφέροντά της εξυπηρετούνται αλλιώς.
Ας πάμε και σε αυτό καθεαυτό το νόμισμα, το οποίο έχει μετατραπεί σε φετίχ στη δημόσια συζήτηση, τόσο από τους υποστηρικτές του ευρώ όσο και της δραχμής. Το νόμισμα είναι στην ουσία ένα κομμάτι χαρτί, από αυτά που εκδίδουν οι κεντρικές τράπεζες σε κάθε χώρα (ή η ΕΚΤ στην περίπτωση της ευρωζώνης) ως μέσο συναλλαγών. Από μόνα τους αυτά τα χαρτιά δεν έχουν καμιά αξία: η ισχύς του όποιου νομίσματος εξαρτάται απόλυτα από το τι πραγματικά αγαθά μπορεί να έχει στην κατοχή του κανείς με βάση το χρήμα που κατέχει, από την ισχύ της οικονομίας κάθε χώρας και από τη δύναμη που αυτή της δίνει στον διεθνή ανταγωνισμό. Οι ΗΠΑ για παράδειγμα, εκμεταλλευόμενες την ισχύ τους στη διεθνή οικονομία, μπορούν να τυπώνουν δολάρια ενισχύοντας τις αμερικάνικες επιχειρήσεις και τα δημόσια ελλείμματα. Αντίθετα αν π.χ. μια φτωχή χώρα της Αφρικής, επιχειρήσει να κόψει νόμισμα για να αγοράσει τρόφιμα και φάρμακα για να αντιμετωπίσει τον υποσιτισμό του πληθυσμού, το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να κάνει αυτά τα «χαρτιά» πληθωριστικά χωρίς κανένα πραγματικό αντίκρισμα.
Η Ελλάδα, δεν ανήκει σε αυτά τα ακραία παραδείγματα. Δεν είναι μια παγκόσμια οικονομική δύναμη αλλά ούτε και «ψωροκώσταινα». Παρά την κρίση, εξακολουθεί να εντάσσεται στις 30 πλουσιότερες χώρες του κόσμου, τόσο στο απόλυτο μέγεθος του ΑΕΠ, όσο και στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η προπαγάνδα ότι «αν επιστρέψουμε στη δραχμή θα καταστραφούμε» είναι μια ψεύτικη κινδυνολογία. Η αστική τάξη θέλει να παραμείνει στο ευρώ αποκλειστικά για δικά της συμφέροντα και όχι γιατί νοιάζεται μήπως «καταστραφεί (ο ήδη κατεστραμμένος) λαός : για να μπορέσουν οι τράπεζες και οι άλλες ελληνικές πολυεθνικές να διατηρήσουν τις αυτοκρατορίες των θυγατρικών τους διεθνώς, για να μπορέσουν οι εφοπλιστές να έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν με «σκληρό νόμισμα» το ένα καράβι μετά το άλλο, για να μπορέσει ο ελληνικός καπιταλισμός να έχει ένα αβαντάζ στον ανταγωνισμό του με την Τουρκία κλπ.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αλλαγή του νομίσματος σε εθνικό, θα είναι όχημα σωτηρίας του λαού. Αν η Ελλάδα επιστρέψει στη δραχμή –κάτι που είναι το πιθανότερο ότι θα συμβεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο λόγω της προωθούμενης αποσύνθεσης της ευρωζώνης- τι από την ισχύ της ελληνικής άρχουσας τάξης θα αλλάξει; Θα πάψουν μια χούφτα τραπεζίτες, εφοπλιστές, βιομήχανοι, μεγαλέμποροι κλπ, να ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου στην ελληνική κοινωνία; Θα παραχωρήσουν αυτοί κατακτήσεις στους εργαζόμενους ή αντίθετα θα μας επιβάλλουν νέες θυσίες, στο όνομα αυτή τη φορά της «υπεράσπισης του εθνικού μας νομίσματος»; Δεν θα αξιοποιήσουν υπέρ τους, μεταξύ των άλλων, και την υποτίμηση του νομίσματος (μειώνοντας έτσι έμμεσα τους μισθούς) όπως έκαναν συστηματικά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90;
Η μεγάλη πλειοψηφία των υποστηρικτών του εθνικού νομίσματος, σαν το άλφα και το ωμέγα της διεξόδου από την κρίση, δεν αντιμετωπίζουν καθόλου το ζήτημα έτσι. Δεν θέτουν το ζήτημα «ποια τάξη θα ελέγχει την οικονομία» και διατυπώνουν αντίθετα σχέδια «εθνικής σωτηρίας», δηλαδή από άλλο δρόμο καταλήγουν στην αναζήτηση συμμαχιών με την ελληνική αστική τάξη (ή έστω τμήματά της) ώστε να βγει ο ελληνικός καπιταλισμός από την κρίση. Υπάρχει όμως και ένα μικρό τμήμα της Αριστεράς (ένα τμήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κυρίως) που ισχυρίζεται ότι το πρόταγμα του εθνικού νομίσματος δεν είναι «ξεκομμένο» αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Δυο παρατηρήσεις πάνω σε αυτή την επιχειρηματολογία.
Το μεγαλύτερο παράδειγμα «αντικαπιταλιστικής ανατροπής» στην ιστορία, ήταν η Ρώσικη επανάσταση. Τα συνθήματα των μπολσεβίκων που οδήγησαν σε αυτή την ανατροπή ήταν «ψωμί, γη, ειρήνη, όλη εξουσία στα σοβιέτ». Δηλαδή πρόταξαν τις ανάγκες των εργαζομένων και έδειξαν με ποια εξουσία στην κοινωνία και την οικονομία μπορούν αυτές οι ανάγκες να ικανοποιηθούν. Δεν πρόταξαν ούτε ζητήματα νομίσματος, ούτε ζητήματα περιορισμού της κίνησης κεφαλαίων και του εξωτερικού εμπορίου, ούτε μια σειρά άλλα μέτρα οικονομικής πολιτικής που ακολουθήθηκαν στην συνέχεια. Ο λόγος ήταν απλός: κανένα μέτρο τέτοιου είδους οικονομικής πολιτικής δεν είναι φιλολαϊκό αν η πολιτική και οικονομική εξουσία παραμένει στην αστική τάξη και γι’ αυτό δεν μπορούσαν χρησιμεύουν σαν συνθήματα ξεσηκωμού των μαζών.
Δεύτερη και ίσως πιο σημαντική παρατήρηση: Έχουμε να διδαχτούμε από την «νομισματική πολιτική» των μπολσεβίκων ή για την ακρίβεια για την έλλειψη ιδιαίτερης σημασίας που είχε το συγκεκριμένο ζήτημα για την επανάσταση. Το κέντρο της οικονομικής πολιτικής των μπολσεβίκων, έχοντας στα χέρια τους μια κατεστραμμένη οικονομία, ήταν η επιβίωση της σοσιαλιστικής εξουσίας στον πόλεμο ώστε να δοθεί χρόνος στην γερμανική επανάσταση να έρθει σε βοήθεια. Μόνο αν οι γερμανοί εργάτες κατελάμβαναν την εξουσία, θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη Ρωσία με υλικά αγαθά (κεφαλαιουχικά, ανταλλακτικά για τα κατεστραμμένα εργοστάσια κλπ.) ώστε να ανασυγκροτηθεί η οικονομία. Και όσο αυτή η βοήθεια δεν ερχόταν, καμιά νομισματική πολιτική δεν μπορούσε να τους βοηθήσει. Είχαν το κρατικό νομισματοκοπείο στα χέρια τους και έκοβαν ρούβλια, όμως οι αγρότες πολύ σύντομα έπαψαν να τροφοδοτούν τον κόκκινο στρατό και τις πόλεις με στάρι και άλλα τρόφιμα. Ο λόγος ήταν απλός: όσα ρούβλια και αν τους έδιναν, οι αγρότες έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να αγοράσουν κανένα αγαθό από την κατεστραμμένη οικονομία των πόλεων. Το κρίσιμο ζήτημα για την σωτηρία της επανάστασης δεν ήταν το νόμισμα, αλλά το αν η βιομηχανία των πόλεων μπορούσε να προμηθεύσει με αγροτικά εργαλεία και άλλα βιομηχανικά αγαθά τον αγροτικό πληθυσμό. Όσο αυτό δεν γινόταν, τα ρούβλια που κυκλοφορούσαν απλά γίνονταν κουρελόχαρτα χωρίς καμιά αξία.
Πράγματι, η Αριστερά οφείλει να πει την αλήθεια στον λαό για την ανταγωνιστική λυκοσυμμαχία που λέγεται Ε.Ε., για το δήθεν «σωτήριο» ευρώ που οδεύει στη διάλυση. Οφείλει να ξεκαθαρίσει ότι δεν είναι η «διαπραγμάτευση» που θα μας σώσει αλλά η ταξική σύγκρουση μέσα σε κάθε χώρα. Οφείλει να ξεκαθαρίσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν θα σεβαστεί τις ευρωπαϊκές συνθήκες και ότι στην απειλή εξόδου από το ευρώ, θα προτιμήσει την επιστροφή στη δραχμή και δεν θα υποκύψει σε οποιαδήποτε απαίτηση «νερώματος» της πολιτικής της. Αλλά ταυτόχρονα, η αριστερά θα πει καραμπινάτα ψέματα αν καλλιεργήσει αυταπάτες για τη δραχμή, αν ισχυριστεί ότι η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος είναι η σωτηρία από την κρίση. Θα είναι ανήμπορη να εστιάσει σήμερα στο βασικό επίδικο που είναι η κλιμάκωση της ταξικής σύγκρουσης και θα είναι αφοπλισμένη πολιτικά απέναντι στην αστική τάξη όταν ο ελληνικός καπιταλισμός επιστρέψει στη δραχμή και όταν η ευρωζώνη διαλυθεί.

Εργατικός έλεγχος

Η παράταση της κρίσης και της λιτότητας αυξάνει ολοένα και περισσότερο την απογοήτευση από τους υμνητές του ευρώ και ενισχύει τον λεγόμενο «ευρωσκεπτικισμό». Απ’ την άλλη όμως, κανένας ενθουσιασμός δεν προκύπτει στα λαϊκά στρώματα για μια επιστροφή στη δραχμή. Σε μια επιτυχημένη γελοιογραφία, ερωτάται ένας άστεγος αν προτιμά «ευρώ ή δραχμή». Και εκείνος απαντά «πατάτες γιαχνί». Το έλλειμμα που αντιμετωπίζει η αριστερά είναι ότι δεν πείθει ότι έχει μια πολιτική που να προσφέρει «πατάτες γιαχνί». Αν οι λαϊκές μάζες πίστευαν ότι υπάρχει ρεαλιστικός δρόμος χωρίς συνέχιση της λιτότητας και ότι συνεπώς αξίζει να αγωνιστούν γι’ αυτόν, τότε πανεύκολα θα υιοθετούσαν οποιοδήποτε νόμισμα ταίριαζε με μια τέτοια πολιτική. Το ένστικτο των μαζών, αποδεικνύεται πολύ πιο ρεαλιστικό, τόσο από την αστική προπαγάνδα όσο και από τις ιδεοληψίες διαφόρων πτερύγων της αριστεράς. Η αμείλικτη διεθνής πραγματικότητα είναι ότι υπάρχει μια παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, μέσα στην οποία δεν υπάρχει κανένα μοντέλο χώρας που να δείχνει την διέξοδο. Όσες ατέλειωτες ώρες συζητήσεων και προπαγάνδας και όσοι τόνοι χαρτιού κι αν ξοδεύονται σε αναλύσεις (και σε «αναλύσεις») για τα υπέρ και τα κατά του κάθε νομίσματος, τα γεγονότα παραμένουν πεισματάρικα: εδώ και έξι χρόνια, η κρίση χτυπάει τον διεθνή καπιταλισμό, σε άλλες χώρες περισσότερο και σε άλλες λιγότερο και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, ανεξάρτητα από το είδος του νομίσματος της κάθε χώρας. Με αυτή την πραγματικότητα έχει να αναμετρηθεί η αριστερά και ο φετιχισμός του νομίσματος αποτελεί εμπόδιο για την χάραξη μιας πραγματικά ανατρεπτικής πολιτικής.
Αρχή για την χάραξη μιας τέτοιας ανατρεπτικής πολιτικής είναι το ξεκαθάρισμα ότι ξεπέρασμα της κρίσης δεν μπορεί να γίνει σε συνεργασία με τους καπιταλιστές που δημιούργησαν αυτή την κρίση και συνεχίζουν να τη δημιουργούν. Οι καπιταλιστές επενδύουν και οδηγούν την οικονομία στην ανάπτυξη όταν προσδοκούν σε υψηλά κέρδη που θα τους επιτρέψουν να συσσωρεύσουν όλο και μεγαλύτερο κεφάλαιο στη συνέχεια. Αυτή τη στιγμή σε όλο τον κόσμο, μέσα από την ενδογενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού όπως είχε αναλύσει ο Μαρξ, το σύστημα είναι σε κρίση γιατί ακριβώς η κερδοφορία των νέων επενδύσεων είναι ελάχιστη και αμφίβολη. Υπάρχει στάση επενδύσεων στην πραγματική οικονομία σχεδόν σε όλες τις χώρες, μια στάση επενδύσεων που δεν μπορεί να κουκουλωθεί πια από την χρηματοπιστωτική φούσκα της τελευταίας δεκαπενταετίας. Οι καπιταλιστές δεν χτίζουν νέα εργοστάσια αλλά τζογάρουν τα κέρδη τους στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Και τελευταία ούτε αυτό δεν κάνουν και αρχίζουν να διατηρούν τεράστια κεφάλαια σε ρευστά διαθέσιμα για «παν ενδεχόμενο». Μόνο η Apple, για να φέρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, διατηρεί αυτή τη στιγμή σε ρευστά διαθέσιμα, δηλαδή σε κεφάλαιο χωρίς καμιά απόδοση, πάνω από 100 δις ευρώ, περισσότερο από το μισό ΑΕΠ της Ελλάδας! Και την ίδια πολιτική ακολουθούν και οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Κανένα «μίγμα πολιτικής» -νεοφιλελεύθερο ή κεϊνσιανό- , καμιάς κυβέρνησης στον κόσμο, δεν θα πείσει τους καπιταλιστές να επενδύσουν αυτά τα χρήματα σε νέα εργοστάσια ακριβώς γιατί η προσδοκία κερδοφορίας από τέτοιες επενδύσεις έχει πατώσει μέσα στον καπιταλισμό της κρίσης και της παρακμής που ζούμε σήμερα.
Μια ανατρεπτική πολιτική που στοχεύει στην αλλαγή και όχι στην διαχείριση της σημερινής βαρβαρότητας, μπορεί να γίνει μόνο σε σύγκρουση με την αστική τάξη (σε κάθε χώρα και προοπτικά διεθνώς) και με τελικό στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού και τον σοσιαλισμό. Με άλλα λόγια, η βασική αφετηρία για την χάραξη μιας ανατρεπτικής πολιτικής είναι μέτρα προς την κατεύθυνση του εργατικού ελέγχου πάνω στην οικονομία και στην κοινωνία, με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες και όχι με κίνητρο το κέρδος.
Μια αριστερή κυβέρνηση, μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο αν λειτουργήσει μεταβατικά, σαν εργαλείο για πέρασμα της πραγματικής πολιτικής και οικονομικής εξουσίας στα χέρια των εργαζομένων. Και παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας μπορεί να γίνει μόνο σε κόντρα με την αστική τάξη, -εγχώρια και μη- και όχι από αυταπάτες ότι υπάρχει «μείγμα πολιτικής» που θα την πείσει τάχα να «συνεργαστεί για το καλό του τόπου».
Η κατάργηση του μνημονίου, η επαναφορά των βασικών μισθών και των εργασιακών σχέσεων καταρχήν στα προ μνημονίου επίπεδα, ή άμεση στάση πληρωμών των δις ευρω κάθε χρόνο σε τοκοχρεολύσια για το χρέος, είναι κάποιες πρώτες εχθρικές προς την αστική τάξη ενέργειες και ο βασικός λόγος για να κινητοποιηθούν και να υποστηρίξουν οι μάζες μια τέτοια κυβέρνηση.
Όμως ο δεύτερος και πιο βασικός πυλώνας μιας αριστερής πολιτικής είναι ένα μαζικό πρόγραμμα κρατικοποιήσεων και ο εργατικός έλεγχος πάνω στους βασικούς τομείς της οικονομίας. Και πρώτα και κύρια σε όλο το τραπεζικό σύστημα. Η πλήρης κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ελέγξει κανείς την ροή των χρηματοδοτήσεων σε επωφελείς για την κοινωνία οικονομικές δραστηριότητες (π.χ. ανέγερση σχολείων), για αύξηση της απασχόλησης και ραγδαία μείωση της ανεργίας, για «να πιάσει από το λαιμό» όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις (ακόμα και τους εφοπλιστές που χρωστάνε τα μαλλιοκέφαλά τους στις ελληνικές τράπεζες), για να ξέρει ποιοι είναι οι πραγματικά πλούσιοι ώστε να τους φορολογήσει ανάλογα, για να μπορεί να κάνει διαγραφή χρεών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και μικροεπιχειρήσεων. Όχι μόνο οι λεγόμενες «επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ κλπ.) αλλά και άλλοι βασικοί τομείς της οικονομίας πρέπει να μπουν στον έλεγχο των εργατών και να παράγουν όχι με κριτήριο την αύξηση των κερδών τους αλλά με κριτήριο την ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων. Ο πλήρης έλεγχος για παράδειγμα, ακόμα και με άμεση κρατικοποίηση, της βιομηχανίας τροφίμων και της βιομηχανίας φαρμάκων, είναι καθοριστικός και απαραίτητος για την επαρκή –και σε προσιτές τιμές φυσικά- τροφοδοσία της κοινωνίας με βασικά αγαθά
Και όλα αυτά δεν είναι τόσο δουλειά των υπουργών μιας αριστερής κυβέρνησης, είναι κυρίως δουλειά των εργατών που ο ρόλος τους δεν μπορεί να είναι απλά υποστηρικτικός. Χρειάζεται μια έκρηξη εργατικού ελέγχου στην οικονομία γιατί οι εργαζόμενοι ξέρουν πως παράγονται τα προϊόντα, οι εργαζόμενοι μπορούν να καθορίσουν ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας, οι εργαζόμενοι είναι ο «κρατικός μηχανισμός» που μπορεί να ελέγξει τι κάνουν οι διευθυντάδες και οι μέτοχοι των επιχειρήσεων πίσω από τις κλειστές πόρτες των γραφείων τους.
Ειδικά το ζήτημα, με τι είδους κρατικό μηχανισμό, μπορεί να εφαρμοστεί μια αριστερή πολιτική μετάβασης προς το σοσιαλισμό, είναι το καθοριστικότερο και παρόλα αυτά είναι σχεδόν εξαφανισμένο από τη δημόσια συζήτηση στην αριστερά στην οποία «έχει κολλήσει η βελόνα» για το ποιο νόμισμα είναι καλύτερο.
Στη Γαλλία οι δικαστές έβγαλαν αντισυνταγματικό ακόμα και το –συμβολικό- μέτρο του Ολάντ για φορολόγηση τάχα των «υπερπλουσίων». Στην Ελλάδα τα δικαστήρια, έβγαλαν αντισυνταγματικό τον νόμο για την ιθαγένεια που επέτρεπε την απόδοση υπηκοότητας με το σταγονόμετρο σε παιδιά μεταναστών που έχουν μεγαλώσει στην Ελλάδα.
Είναι απλά δυο παραδείγματα για το τι θα έχει να αντιμετωπίσει μια αριστερή κυβέρνηση, ακόμα κι αν περνάει από τη βουλή τους καλύτερους νόμους. Νόμοι φορολόγησης των πλουσίων, διαγραφής χρέους των φτωχών, κρατικοποίησης επιχειρήσεων κλπ., είναι βέβαιο ότι θα κρίνονται αντισυνταγματικοί από τα δικαστήρια γιατί θα θίγουν το «ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας». Τι θα κάνει μια αριστερή κυβέρνηση, θα σεβαστεί αυτές τις αποφάσεις;
Αν ένας βιομήχανος προσφύγει στα δικαστήρια και βγάλει, ως συνήθως, μια απεργία παράνομη και ο εισαγγελέας διατάξει τα ΜΑΤ να επέμβουν, τι θα κάνει ένας «αριστερός» υπουργός δημόσιας τάξης; Θα σεβαστεί αυτού του είδους την «νομιμότητα»;
Ή ο στρατός θα κάτσει στα αυγά του, αν μια αριστερή κυβέρνηση αρχίζει να θίγει τα συμφέροντα των καπιταλιστών; Πώς θα αμυνθούμε σε ένα ενδεχόμενο πραξικόπημα; Διορίζοντας απλά έναν «δημοκράτη» στρατηγό επικεφαλής, όπως αποκαλούσε ο Αλιέντε τον Πινοσέτ λίγο πριν ο «δημοκράτης» δικτάτορας τον εκτελέσει μαζί με δεκάδες χιλιάδες άλλους αγωνιστές της αριστεράς;
Οι μηχανισμοί αυτοί –όπως και το παρακρατικό συμπλήρωμα τους που είναι οι ναζί- δεν είναι μηχανισμοί της «δημοκρατίας», είναι μηχανισμοί του αστικού κράτους και είναι δεδομένο ότι κανένας αριστερός υπουργός δεν θα τους κάνει όργανα του λαού. Ο εργατικός έλεγχος για να μπορεί να ασκηθεί στην οικονομία προϋποθέτει και έχει σαν αναγκαίο συμπλήρωμα τον εργατικό έλεγχο στο κράτος. Για παράδειγμα με την άρση του μονοπωλίου του κράτους στη βία και την δημιουργία λαϊκών επιτροπών αυτοάμυνας σε χώρους εργασίας και σε γειτονιές, με τον συνδικαλισμό στους φαντάρους ώστε να ελέγχουν τους αξιωματικούς τους, με την μαζική είσοδο πολιτών («ενόρκων») στα δικαστήρια ώστε οι δικαστές να μην μπορούν να δικάζουν υπέρ των πλουσίων κλπ.
Ανακεφαλαιώνοντας, το βασικό ζήτημα σήμερα για να γίνει η Αριστερά ηγεμονική δύναμη στην κοινωνία, είναι να πείσει και να συνεγείρει μαζικά τον κόσμο σε μια ρεαλιστική πολιτική, όσο «ακραία» κι αν είναι αυτή, και αυτό γίνεται μόνο στην κατεύθυνση σύγκρουσης με την αστική τάξη και το σύστημα. Με τη σημερινή πολιτική που ακολουθεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κυρίως (και δευτερευόντως και η αντι-ευρώ αριστερά), το δίλημμα που μοιάζει να θέτει στις μάζες είναι αν ο Γ.Μηλιός, ή ο Γ.Σταθάκης, ή ακόμα και ο Κ.Λαπαβίτσας, είναι καλύτεροι οικονομολόγοι από τον Στουρνάρα και θα κάνουν καλύτερο «μίγμα πολιτικής» και καλύτερη «διαχείριση» της κρίσης. Είναι απόλυτα φυσιολογικό, αν το δίλημμα καταλήγει έτσι, ο κόσμος ούτε να πείθεται, ούτε πολύ περισσότερο να ενεργοποιείται στο πλευρό της αριστεράς. Δεν είναι οι «συντηρητικοί ψηφοφόροι» που φταίνε και κρατάνε αποστάσεις, είναι η συντηρητική πολιτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που «ρίχνει πάγο» στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα και δεν πείθει ούτε καν ότι είναι αποφασισμένη να ανατρέψει το μνημόνιο, όπως δείχνουν άλλωστε και όλες οι δημοσκοπήσεις.
Η διαμάχη για το ποιο νόμισμα είναι το καλύτερο, μοιάζει να έχει «καταπιεί» όλη την ενέργεια της αριστεράς, εμποδίζοντάς την να προβάλλει το πραγματικό ζήτημα: ποια συμφέροντα πρέπει να υπηρετήσουμε με την πολιτική μας και ποια τάξη πρέπει να κάνει κουμάντο στην κοινωνία για να ξεφύγουμε από τη σημερινή βαρβαρότητα. Αν αυτό δεν ξεπεραστεί, είναι πολύ πιθανό όταν η αριστερά και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάβουν την κυβέρνηση, το ζήτημα του νομίσματος να έχει ήδη «λυθεί» με την διάλυση της ευρωζώνης. Και είναι ακόμα πιθανότερο ότι με την σημερινή πολιτική «γέφυρας» προς την αστική τάξη που ακολουθεί η ηγεσία, η Αριστερά να μην φτάσει καν στην κοινωνική πλειοψηφία και την κυβέρνηση.

Σημειώσεις

1. Για λεπτομερή ανάλυση της κρίσης, μια συλλογή κειμένων εδώ: https://dimitrisgoritsas.wordpress.com/2012/07/14/%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BA%CE%BC%CE%AE-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%B9/

Τα αποσπάσματα σε εισαγωγικά ειδικότερα είναι παρμένα από εδώ https://dimitrisgoritsas.wordpress.com/2012/07/12/%CE%B7-%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%89%CE%B6%CF%8E%CE%BD%CE%B7/

2. http://www.euro2day.gr/specials/interviews/133/articles/763769/Article.aspx

Posted in Η καπιταλιστική κρίση, Θεωρία, Οικονομία, Πολιτική | 1 σχόλιο

Μερικές πρόχειρες σκέψεις για την Κύπρο: γιατί όχι στον δρόμο της Ισλανδίας;

1. Το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου είναι βαθιά χρεοκοπημένο.
2. Ο τραπεζικός τομέας στην Κύπρο είναι 9πλάσιος σε μέγεθος του κυπριακού ΑΕΠ.
3. Με τόσο μεγάλη ψαλίδα ανάμεσα σε αυτά τα δύο (ΑΕΠ και μέγεθος τραπεζικού τομέα), ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι είναι εφικτή η διάσωση των τραπεζών, αυτό θα σημάνει μια τεράστια αιμορραγία από την πραγματική οικονομία και απίστευτες θυσίες από τα λαϊκά στρώματα της Κύπρου επ’ αόριστον.
4. Σε μια παρόμοια κατάσταση βρέθηκε η Ισλανδία το 2007, μια χώρα εκτός Ε.Ε., μετά την κατάρρευση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής φούσκας.
5. Το νόμισμα, ευρώ ή εθνικό νόμισμα, είναι 10τεύον ζήτημα έως παντελώς άσχετο. Το αν το χρέος των τραπεζών θα πληρωθεί σε ευρώ, σε ισλανδικές κορώνες ή σε κυπριακές λίρες δεν έχει καμιά σχέση με το πραγματικό πρόβλημα. Το πραγματικό δίλλημα και στις δυο πολύ όμοιες αυτές περιπτώσεις ήταν και είναι: αφήνουμε το τραπεζικό σύστημα να χρεοκοπήσει και τους μεγαλοκαταθέτες να χάσουν τα λεφτά «τους» ή το διασώζουμε, αναλαμβάνοντας τα χρέη των τραπεζών οι λαοί δια μέσου του δημόσιου χρέους;
6. Στην Ισλανδία ακολουθήθηκε, κάτω από την λαϊκή εξέγερση, η πρώτη λύση. Η «χώρα» φτώχυνε κατά πολύ, αλλά οι εργαζόμενοι της Ισλανδίας επιβίωσαν χωρίς να δουλεύουν για να πληρώνουν χρέη μια ζωή. Οι κύπριοι εργαζόμενοι βρίσκονται κάτω από το ίδιο δίλημμα: αν θέλουν αυτοί να επιβιώσουν, τότε θα πρέπει να πάψουν να δανείζονται για να σώσουν τον χρηματοπιστωτικό γίγαντα του νησιού αλλά να τον αφήσουν να πεθάνει και στη θέση του να μπει ένα κρατικό τραπεζικό σύστημα –νάνος, αντίστοιχο της πραγματικής κυπριακής οικονομίας. Το αν μια τέτοια απόφαση, θα σημάνει επιστροφή σε εθνικό νόμισμα (κάτι πιθανό αλλά όχι βέβαιο), είναι το τελευταίο που έχει σημασία αυτή τη στιγμή.

Posted in Η καπιταλιστική κρίση, Οικονομία, Πολιτική | 8 Σχόλια

Περιμένοντας …τις επενδύσεις

Αναδημοσιεύω πιο κάτω ένα άρθρο του Γ.Δελαστικ που δινει καποια πολύ αποκαλυπτικά νούμερα, από αυτά που λατρεύουν οι «ειδικοί των οικονομικών». Πριν από αυτό, να κάνω κι εγώ ένα σχόλιο πάνω σε αυτά τα στοιχεία:

Αν πιστευαμε τα «επιχειρήματα» που ακούγονται στην τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση, θα έπρεπε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι χιλιάδες επιχειρηματιές είναι προ των πυλών για να «επενδύσουν» στην Ελλάδα και αυτό που τους εμποδίζει είναι το «πολιτικό κλίμα» ή το «μιγμα πολιτικής». Πρόκειται για σκιαμαχία σε ξένον αχυρώνα. Τα γεγονότα που ως συνήθως είναι πεισματάρικα, τους διαψεύδουν παταγωδώς. Λοιπόν, οι καπιταλιστές σε όλο τον κόσμο και ανεξάρτητα από τα «μιγματα πολιτικής» τύπου Ομπάμα ή Μέρκελ ή οποιουδήποτε άλλου, συσσωρεύουν όλο και περισσότερα κέρδη τα τελευταία χρόνια τα οποία μετατρέπουν σε όλο και αυξανόμενα βουνά ρευστών αντί να τα «επενδύουν», ούτε καν στο χρηματιστικό τζόγο, πόσο μάλλον στην πραγματική οικονομία. Αν εξαιρέσουμε μερικες «αρπαχτές», όπως στη Χαλκιδική ή στο Ελληνικό, οι καπιταλιστές για να επανεπενδύσουν τα κέρδη τους πρέπει να προσμένουν σε νέα αυξανόμενα κέρδη κα νέα συσσώρευση κεφαλαίου -έτσι είναι η φύση του συστηματος. Και ακριβώς η κρίση του καπιταλισμού συνίσταται στο ότι αυτή η προσδωκόμενη κερδοφορία από μελλοντικές επενδύσεις έχει πέσει στο ναδίρ -πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους αποκαλούσε αυτό το φαινόμενο ο Μαρξ. Και γι’ αυτό σε όλο τον κόσμο παρατηρείται -σχεδόν μια πενταετία τώρα- στάση επενδύσεων και συνεπώς οικονομική ύφεση η στην καλύτερη περίπτωση επιβράδυνση. Η κρίση του συστήματος συνίσταται ακριβως στο ότι δεν υπάρχει κανένα «μίγμα πολιτικής», φιλοκεινσιανό ή φιλονεοφιλελεύθερο, που να ανεβάσει την προσδωκόμενη κερδοφορία των μελλοντικών επενδύσεων. Αν δεν μπορεί ο Ομπάμα να πεισει την apple, η Μερκελ την Φολκσβαγκεν, ο Ολάντ την Τοτάλ κλπ. να κάνουν επενδύσεις, το να υπόσχεται η τρικοματική και ο Σαμαράς ότι θα πεισουν τους ντόπιους ή διεθνείς «επενδυτές» στην Ελλάδα είναι γελοιότητα. Κι αν «αριστεροί» οικονομολογοι, τύπου Δραγασάκη, Σταθακη, Μηλιού κλπ, νομίζουν, ότι κατεχουν το «μίγμα πολιτικής», που θα αλλάξει την φύση των καπιταλιστών και θα φέρει επενδύσεις και ανάπτυξη, είναι κάτι περισσότερο από γελοιότητα, είναι επικίνδυνη ουτοπία που οδηγεί σε τάχα «ρεαλισμούς» περί «περιορισμένων δυνατοτήτων» για αυξήσεις στους μισθούς κλπ. Μια αριστερή κυβέρνηση, ή θα γινει μεταβατικό βήμα για την εργατική εξουσια, για την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών και την αξιοποίηση των συσσωρευμένων κεφαλαίων υπό εργατικό έλεγχο σε παραγωγική οικονομική ανασυγκρότηση με κριτήριο όχι το κέρδος αλλά την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, ή η αριστερά θα αποδειχτεί άχρηστη, θα καταρρεύσει παταγωδώς και η κρίση του καπιταλισμού θα συνεχίσει ανεμπόδιστη να σκορπάει την κοινωνική καταστροφή.

Λεφτά υπάρχουν αλλά …στα ταμεία των επιχειρήσεων (Γ.Δελαστικ)

Απροσδόκητες και άγνωστες στο ευρύ κοινό πτυχές παρουσιάζει αυτή η οικονομική κρίση. Το ότι π.χ. οι τράπεζες έχουν μαζέψει κολοσσιαία ποσά χρημάτων υποχρεώνοντας τους ανθρώπους τους στις κυβερνήσεις των χωρών να φορολογούν με μεσαιωνική αγριότητα τα ασθενέστερα και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα προκειμένου να συγκεντρώσουν μέρος των ασύλληπτων χρηματικών ποσών που ουσιαστικά χαρίζουν στους ζάπλουτους τραπεζίτες, είναι πλέον πασίγνωστο.

 Ελάχιστοι όμως -αναφερόμαστε βεβαίως στους μη μυημένους πολίτες- φαντάζονταν ότι εντελώς αθόρυβα οι γιγαντιαίες επιχειρήσεις του πλανήτη που δεν δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα ακολουθούν κι αυτές με τον δικό τους τρόπο το παράδειγμα των τραπεζών: την ώρα που η καθεμία από αυτές τις εταιρείες απολύει δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους, την ίδια ώρα… αποθησαυρίζουν τρομακτικά ποσά μετρητών! Είναι απίστευτα πολλά τα χρήματα που κατέχουν ενδεικτικά οι δέκα μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κόσμου, της Ευρωζώνης και ειδικά της Γερμανίας, που παρουσίασε σε τρεις πίνακες η γερμανική εφημερίδα «Φράνκφουρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ». Το φαινόμενο δηλαδή της έλλειψης ρευστότητας που παρατηρείται σε όλες τις επιχειρήσεις της Ελλάδας, από τις μικρές ως τις μεγαλύτερες, αλλά και σε πολλές μεγάλες επιχειρήσεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης, διαπιστώνουμε με έκπληξη ότι συνυπάρχει με το φαινόμενο της πρωτοφανούς έκτασης συγκέντρωσης μετρητών (προσοχή, δεν αναφερόμαστε σε μετοχές, χρεόγραφα κ.λπ., μόνο σε μετρητά) από άλλες επιχειρήσεις τεράστιου μεγέθους.

 Τα νούμερα αφήνουν άφωνο όποιον τα δει. Ποιος θα υποψιαζόταν ποτέ ότι η γνωστή εταιρεία κατασκευής υπολογιστών, προηγμένων κινητών τηλεφώνων κ.λπ. Apple έχει στη διάθεσή της μετρητά ύψους… 103,9 δισ. ευρώ! Τράπεζα δεν είναι η Apple, αλλά αυτά τα εκατό και πλέον δισ. ευρώ ούτε τα επενδύει ούτε τα μοιράζει στους μετόχους! Συμβολικά μιλώντας, απλώς τα στοιβάζει στα χρηματοκιβώτιά της, θυμίζοντας τις παλιές εικόνες των σπαγκοραμμένων πλουσίων πριν από έναν αιώνα ή και περισσότερο. Η αμερικανική Apple λοιπόν έχει τα περισσότερα μετρητά στον κόσμο των επιχειρήσεων αυτή τη στιγμή. Αμερικανική είναι όμως και η δεύτερη σε μετρητά επιχείρηση, η Τζένεραλ Ελέκτρικ, με ρευστό 95,3 δισ., όπως και η τρίτη, η εταιρεία λογισμικού Microsoft, με 51,8 δισ. Αμερικανικές είναι άλλωστε οι εφτά από τις δέκα πρώτες επιχειρήσεις σε μετρητά στον κόσμο. Μόνο μία κινέζικη εταιρεία κινητής τηλεφωνίας παρεμβάλλεται στην τέταρτη θέση με 49 δισ. ευρώ, η γιαπωνέζικη Τογιότα στην έβδομη θέση με 30,6 δισ. και η γερμανική Φολκσβάγκεν στη δέκατη θέση με 25,4 δισ. ευρώ. Σχεδόν 400 δισ. ευρώ σε μετρητά έχουν συνολικά αυτές οι δέκα επιχειρήσεις!

 Στον χώρο της Ευρωζώνης τα μετρητά είναι λιγότερα στα ταμεία των επιχειρήσεων, αλλά καθόλου ασήμαντα. Αναφέραμε ήδη τα 25,4 δισ. της Φολκσβάγκεν, που είναι η πρώτη σε μετρητά εταιρεία της Ευρωζώνης. Ακολουθεί η γαλλική εταιρεία ηλεκτρισμού EDF με 22,3 δισ. και η επίσης γαλλική εταιρεία ύδρευσης GDF Suez με 18,3 δισ. ευρώ. Η ιταλική FIAT μπορεί να θέλει να κλείσει εργοστάσια στην Ιταλία, να κάνει χιλιάδες απολύσεις εργαζομένων, αλλά, όπως αποδεικνύεται, το… «κομπόδεμά» της το έχει κάνει: κατατάσσεται στην τέταρτη θέση των επιχειρήσεων της Ευρωζώνης από πλευράς μετρητών με 17,1 δισ. ευρώ – οριακά περισσότερα δηλαδή και από τον γαλλικό ενεργειακό γίγαντα της Total που έχει 17 δισ.

 Χρειάζεται να φτάσουμε πια στην έκτη θέση των επιχειρήσεων της Ευρωζώνης με άνετη ρευστότητα για να βρούμε πάλι γερμανική εταιρεία, αυτήν που κατασκευάζει τα αυτοκίνητα Μερσεντές (Daimler) και η οποία έχει 14,8 δισ. ευρώ σε μετρητά. Στην έβδομη θέση παρεμβάλλεται η πασίγνωστη Shell, με 14,1 δισ. Η γερμανική BMW και η γαλλική Ρενό καταλαμβάνουν την όγδοη και ένατη θέση με 12,8 και 12,2 δισ. ευρώ σε μετρητά αντιστοίχως, ενώ η πρώτη δεκάδα της Ευρωζώνης κλείνει με τη Siemens. Η γερμανική εταιρεία, το όνομα της οποίας έχει γίνει πια συνώνυμο του «λαδώματος» στη χώρα μας -θυμάμαι ότι είχα δει σε φωτογραφική αναπαραγωγή πρώτη σελίδα της «Καθημερινής» αναφερόμενη σε «σκάνδαλο Ζίμενς» του… 1951 (!)-, έχει στη διάθεσή της μετρητά ύψους 11,2 δισ. ευρώ. Φανταστείτε σε πόσες χιλιάδες μίζες αναλογούν τα λεφτά αυτά! Πέρα όμως από τα αστεία, η ουσία είναι πως ο σημερινός καπιταλισμός «αποθηκεύει» τα κέρδη αντί να τα επενδύει, αρπάζει αντί να ενσωματώνει. Ετσι συμπεριφέρονται τα συστήματα λίγο πριν καταρρεύσουν…

Posted in Η καπιταλιστική κρίση, Οικονομία | Σχολιάστε

Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ το νέο ΠΑΣΟΚ;

Αυτό είναι το draft για το πρώτο μέρος ενός άρθρου με θέμα τί είδους κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. θα ακολουθήσει -ελπίζω σύντομα- ένα δεύτερο μέρος που θα αφορά τον μεταβατικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και τον ρόλο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην μάχη για τον προσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ  σε αντίθεση με τις αδιέξοδες επιλογές τόσο του σεκταρισμού όσο και του συμφιλιωτισμού με τη δεξιά πολιτική. Προς το παρόν δημοσιεύω αυτό, που έχει και την σχετική του αυτονομία, για κάθε ενδιαφερόμενο.

Η εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ από το 4% στο 27% και η προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης σαν ρεαλιστικό ενδεχόμενο το επόμενο διάστημα, έχουν εκτοξεύσει τη δημόσια συζήτηση για το χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο μέσα στην αριστερά αλλά σε όλο το πολιτικό φάσμα, όχι μόνο μέσα στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Οι βασικοί χαρακτηρισμοί που έχουν διατυπωθεί φτάνουν από το ένα άκρο στο άλλο και είναι τελείως αντιφατικοί: Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ένα «επικίνδυνο ακραίο» κόμμα και «άκρα αριστερά» ή είναι το «νέο ΠΑΣΟΚ» και ένα κλασσικό ρεφορμιστικό (μεταρρυθμιστικό) κόμμα που «προδίδει» τους εργαζόμενους; Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ μια ελπιδοφόρα «νέα ριζοσπαστική αριστερά» ή είναι ένας «αχταρμάς συνιστωσών» ανίκανος για κάθε αποτελεσματική πολιτική;

Η συζήτηση αυτή είναι αναγκαία και καλοδεχούμενη. Γίνεται ακόμα πιο επείγουσα εν’ όψη της δρομολογημένης μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο πολιτικό φορέα, με τη δημιουργία μαζικών τοπικών οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ, την εγγραφή νέων μελών καθώς και την εκλογή των οργάνων του. Η συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ και τα όσα ακολούθησαν, δεν έκλεισαν αλλά ενέτειναν  περισσότερο τη συζήτηση για την φυσιογνωμία του -τόσο εντός όσο και εκτός ΣΥΡΙΖΑ- και το ξεκαθάρισμα των παραπάνω ερωτημάτων γίνεται περισσότερο αναγκαίο από ποτέ.

Η πιο διαδεδομένη κριτική είναι αυτή που λέει σχηματικά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το «νέο ΠΑΣΟΚ». Με άλλα λόγια, αν χρησιμοποιήσουμε την μαρξιστική ορολογία, ότι είναι ένα κόμμα ρεφορμιστικό που συγκεντρώνει μεν σήμερα τις ελπίδες και την υποστήριξη πλατιών εργατικών και λαϊκών μαζών, αλλά, επειδή έχει μια αδιέξοδη διαχειριστική πολιτική, στην πορεία θα ενσωματωθεί στο σύστημα, θα πάει με τα συμφέροντα των καπιταλιστών, θα ακολουθήσει μια πολιτική προδοσίας για τα εργατικά συμφέροντα και τελικά θα βουλιάξει κι αυτό στον βούρκο της διαφθοράς. Για να δούμε πόσο στέκει αυτή η κριτική.

Παρόλο που οι ταλαντεύσεις, πότε προς τα αριστερά και πότε προς τα δεξιά, εξακολουθούν να είναι συνεχείς, είναι σαφές πια ότι στα ηγετικά κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ διαμορφώνεται μια σημαντική μερίδα τηλεπροβεβλημένων «στελεχών», προερχόμενη κυρίως από τον παλιό ΣΥΝ και σε πολύ μικρότερο βαθμό από τους λεγόμενους «πασοκογενείς», που στοχεύουν σε έναν ΣΥΡΙΖΑ «υπεύθυνο» και «ρεαλιστικό», σε έναν ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή καλύτερο και πιο φιλολαϊκό διαχειριστή του υπάρχοντος συστήματος. Στο στρατόπεδο των «υπευθύνων» προσχωρεί όλο και περισσότερο και ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Οι διαδοχικές συνεντεύξεις και δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα μετά την συνδιάσκεψη, σηματοδότησαν μια σημαντική στροφή σε σχέση με την προεκλογική περίοδο και ενέτειναν ακόμα περισσότερο την εικόνα ενός «νομιμόφρονα», «ρεαλιστικού» και «ήπιου» ΣΥΡΙΖΑ. Ενός ΣΥΡΙΖΑ που δεν επιδιώκει την μονομερή ταξικά και πολιτικά έκφραση των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων ενάντια στους καπιταλιστές, αλλά ενός ΣΥΡΙΖΑ που επιδιώκει με την πολιτική του το «καλό της πατρίδας», δηλαδή το καλό και τον συμβιβασμό των συμφερόντων, τόσο των εργαζομένων όσο και των «υγιών» επιχειρηματιών. Μια ταξική θολούρα που εκφράζεται πολιτικά με την υποχώρηση της επιδίωξης για «κυβέρνηση της Αριστεράς» και την αντικατάστασή της από τον στόχο για μια κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας». Ενδεικτικά να θυμίσουμε μερικές από τις πρόσφατες δηλώσεις του Α.Τσίπρα: «είμαστε και εμείς νοικοκυραίοι – εκφράζουμε τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης – καταδικάζουμε την βία και την ανομία από όπου κι αν προέρχονται – θα διαπραγματευτούμε με τους επενδυτές για τις ιδιωτικοποιήσεις – με την πολιτική μας θα προσελκύσουμε επενδύσεις από την υγιή επιχειρηματικότητα και θα φέρουμε ανάπτυξη» κ.ά. Η κατάργηση του μνημονίου παραμένει σαν βασική εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά γίνεται όλο και περισσότερο θολό με ποια –και κυρίως πόσο φιλολαϊκή- πολιτική θα αντικατασταθεί και ταυτόχρονα ενισχύονται όλο και περισσότερο οι φωνές που προκρίνουν την διαπραγμάτευση –και συνεπώς την έγκριση- των δανειστών σχεδόν σε κάθε πολιτική απόφαση που θα κληθεί να εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ: «δεν θα κάνουμε μονομερείς ενέργειες παρ’ εκτός αν προκληθούμε» όπως ήταν η χαρακτηριστική δήλωση του Γιάννη Δραγασάκη. Οι κοινωνικοί αγώνες, από βασικό όχημα για μια πολιτική  ανατροπής, μετατρέπονται απλώς σε έναν υποβοηθητικό ρόλο κομπάρσου και η τακτική που προκρίνεται για την πτώση της μνημονιακής κυβέρνησης είναι αυτή του «ώριμου φρούτου». Είναι χαρακτηριστικό ότι τις μέρες που η απεργία στο ΜΕΤΡΟ είχε μετατραπεί σε κεντρικό πολιτικό γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια συντριπτική ήττα της κυβέρνησης, ο Αλέξης Τσίπρας διάλεξε να δηλώσει ότι «το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η χώρα είναι η κοινωνική αναταραχή». Τα πρόσφατα ταξίδια του Αλέξη Τσίπρα στο εξωτερικό και η προσπάθειά του να πείσει ακόμα και το ΔΝΤ ότι «δεν είμαστε επικίνδυνοι», συμβόλισαν με τον πιο επίσημο τρόπο την επιθυμία της ηγετικής ομάδας να δείξει, τόσο εντός της Ελλάδας όσο και στους «διεθνείς εταίρους», ότι το «όνειρο» της είναι μια κυβέρνηση τύπου Λούλα ή Ομπάμα με ολίγη πιο «φιλολαϊκή» σάλτσα.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτή η δεξιά στροφή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι επαρκές στοιχείο για να θεωρήσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ μια ήδη ενσωματωμένη πολιτική δύναμη, μια «κατοικίδια» αριστερά από την οποία το σύστημα όχι μόνο δεν έχει να φοβάται αλλά αντίθετα έχει και να ωφεληθεί. Το πρόβλημα με μια τέτοια εκτίμηση, είναι ότι έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την πραγματικότητα. Αν το σύστημα ωφελείται από την ύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ, τότε πως εξηγείται ότι το «ωφελημένο» σύστημα λυσσομανάει απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ; Ο Λούλα, ο Ομπάμα ή ο Ολάντ στην Ευρώπη, καθώς και τα κόμματα στα οποία ηγούνται, έχουν την σχεδόν αμέριστη συμπαράσταση των καπιταλιστών στις χώρες τους. Αντίθετα οι καπιταλιστές στην Ελλάδα, αντιμετωπίζουν με φανερή εχθρότητα τον Αλέξη Τσίπρα και κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν υπήρχε έστω και μια «μερίδα της άρχουσας τάξης» που θεωρούσε ότι τα συμφέροντά της εκφράζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αυτό θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να βρίσκει δημόσια έκφραση. Αντί γι’ αυτό, βλέπουμε αντίθετα ότι όλοι οι εκφραστές της άρχουσας τάξης, τα αστικά πολιτικά κόμματα, τα κανάλια, η δικαστική εξουσία, η Αστυνομία και οι λοιποί μηχανισμοί του καθεστώτος, καθώς και οι διεθνείς εκφραστές του καπιταλιστικού συστήματος, αντιμετωπίζουν σύσσωμοι και ομόφωνα τον ΣΥΡΙΖΑ σαν επικίνδυνο «υπονομευτή» που «υποθάλπει την τρομοκρατία» και τις «συντεχνιακές διεκδικήσει», σαν «αντεθνική» (χαρακτηρισμός του Βενιζέλου) και «καταστροφική» δύναμη, περίπου δηλαδή όπως αντιμετώπιζαν την ΕΔΑ και το ΚΚΕ στη μετεμφυλιακή περίοδο. Με δυο λόγια, η ωμή πραγματικότητα είναι ότι όσες διαβεβαιώσεις «υπευθυνότητας» και «νομιμοφροσύνης» και αν δίνουν διάφορα προβεβλημένα στελέχη, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει για την άρχουσα τάξη ένας επικίνδυνος εχθρός που χρειάζεται να καταπολεμηθεί μέχρις εσχάτων και με όλα τα μέσα, ακόμα και με την ολοένα και πιο αυξανόμενη και ανοιχτή κρατική βία και τρομοκρατία.

Χωρίς να εξηγηθεί αυτή η αντίφαση, κανένας χαρακτηρισμός για τον ΣΥΡΙΖΑ σαν πολιτικό φορέα δεν μπορεί να σταθεί και να διεκδικήσει δάφνες σοβαρής ανάλυσης της πραγματικότητας. Και η εξήγηση βρίσκεται στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα πολύ «ζόρικο άλογο» για να «τιθασευτεί» από τις όποιες δηλώσεις «υπευθυνότητας» κάποιων στελεχών. Γιατί πολύ απλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο αυτοί. Στον σημερινό οργανωμένο κορμό και στο στελεχικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν ταυτόχρονα δυνάμεις και συνιστώσες που ξεκινάνε από υποστηρικτές ενός ριζοσπαστικού μεταρρυθμισμού και φτάνουν μέχρι την επαναστατική αριστερά, δυνάμεις δηλαδή που, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, λιγότερο ή περισσότερο ξεκάθαρα, επιδιώκουν έναν ΣΥΡΙΖΑ που να αποτελέσει καταλύτη για την σύγκρουση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων με τα συμφέροντα του καπιταλιστικού συστήματος και της άρχουσας τάξης με τελικό στόχο τον σοσιαλισμό.

Ακόμα πιο σαφής, ταξικά προερχόμενη και συνεπώς «ανεξέλεγκτη» είναι η κατάσταση στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο στις σημερινές οργανωμένες δυνάμεις του σχήματος αλλά και –κυρίως- στον λαϊκό κόσμο που προσέγγισε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς τους τελευταίους μήνες τον ΣΥΡΙΖΑ και που οδήγησε στην πρωτοφανή εκτίναξη των εκλογικών ποσοστών του. Μπορεί να υπάρχει πολύ μεγάλη γκάμα συγχύσεων σε αυτό τον κόσμο, μπορεί η μεγάλη πλειοψηφία να μην ξέρει και πολλά από σοσιαλισμό και να μην ξέρει τι ακριβώς θέλει, ξέρει όμως πολύ καλά τι δεν θέλει: Και αυτό που δεν θέλει είναι να δει νέους Σημίτηδες και νέους Παπανδρέου, να δει νέους καρεκλοκένταυρους να κατσικώνονται στην εξουσία και να προδίδουν τις υποσχέσεις τους στρεφόμενοι ενάντια στα εργατικά συμφέροντα. Είναι κυρίως η οργή της τεράστιας πλειοψηφίας αυτού του κόσμου που τώρα ριζοσπαστικοποιείται, που κοιτάζει καχύποπτα, που περνάει από συνεχείς εξετάσεις και που ασκεί αυτή τη στιγμή την πιο ασφυκτική πίεση πάνω στον ΣΥΡΙΖΑ, στα στελέχη του και την ηγεσία του ώστε «να μην προδώσει» και να μην αρχίζει να μοιάζει με το ΠΑΣΟΚ του παρελθόντος.

Και αυτή δεν είναι μια «άμορφη» και «χαλαρή» πίεση της εκλογικής βάσης του αλλά εκφράζεται και στον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ, από τις τοπικές οργανώσεις μέχρι τα κορυφαία όργανα. Αν θέλουμε να δούμε τις πραγματικές διεργασίες που γίνονται μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τις πραγματικές πολιτικές θέσεις που πλειοψηφούν αυτή την στιγμή, δεν μπορούμε να κρίνουμε  αποκλειστικά με βάση τους «εκπροσώπους» που «εξέλεξαν» τα κανάλια για τα τηλεοπτικά πάνελ αλλά πρώτα και κύρια με βάση την πολιτική των οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ που εξέλεξαν τα μέλη του. Ο Αλέξης Τσίπρας, αξιοποιώντας πρώτα και κύρια το προσωπικό του κύρος και δευτερευόντως το κείμενο «Διακήρυξης του ΣΥΡΙΖΑ» που έχει αριστερόστροφη –τουλάχιστον στα λόγια- κατεύθυνση, κατάφερε στην πρόσφατη συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ να συσπειρώσει, εκτός από την δεξιά πτέρυγα, και σημαντικά τμήματα αριστερών αγωνιστών και συνιστωσών και να κερδίσει το 75% των ψήφων στην εκλογή της Κεντρικής Επιτροπής (Κ.Ε.) του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η «αριστερή πλατφόρμα» -Αριστερό Ρεύμα, R-project (ΔΕΑ, Κόκκινο, ΑΠΟ), ανένταχτοι- πήραν το 25%. Οι δεξιόστροφες παλινωδίες της ηγεσίας που ακολούθησαν τη συνδιάσκεψη, οδήγησαν σε μια συνεδρίαση της Κ.Ε. στις αρχές Φλεβάρη (μόλις δυο μήνες μετά), όπου οι αριστερές φωνές κριτικής αυξήθηκαν θεαματικά, όπου το κύρος της ηγεσίας και του Αλέξη Τσίπρα προσωπικά κατέγραψαν μια σημαντική υποχώρηση και όπου οι δεξιόστροφες κατευθύνσεις έχουν μεγάλη δυσκολία να επιβληθούν. Ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της εξέλιξης, είναι η αριστερή κριτική που δέχτηκε η ηγετική ομάδα από την Σοφία Σακοράφα, προερχόμενη από τους λεγόμενους «πασοκογενείς» και μέχρι πρότινος θεωρούμενη ως «δεδομένη» υποστηρίκτρια εν λευκώ της ηγετικής ομάδας και της πολιτικής της. Για να μπορέσει να διατηρήσει την συνοχή της η σημερινή πλειοψηφία της Κ.Ε., υποχρεώθηκε να ψηφίσει θέσεις που ενσωματώνουν στοιχεία της αριστερής κριτικής και σε κάποια σημεία έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τον δημόσιο λόγο των «τηλεπροβεβλημένων στελεχών»: ενδεικτικά, η απόφαση της Κ.Ε. περιλαμβάνει την επαναβεβαίωση του προεκλογικού στόχου για κυβέρνηση αποκλειστικά της Αριστεράς και την θέση «καμιά θυσία για το ευρώ» – την επιμονή δηλαδή στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των λαϊκών στρωμάτων ακόμα και στην περίπτωση που αυτό θέσει σε κίνδυνο το ευρώ. Και δεν είναι μόνο η συγκεκριμένη συνεδρίαση της Κ.Ε.. Συνολικά, παρά την θεωρητικά μεγάλη πλειοψηφία που διαθέτει και παρά τις διακηρύξεις του Αλέξη Τσίπρα για «ΣΥΡΙΖΑ των μελών», η πραγματικότητα είναι ότι η σημερινή ηγετική ομάδα αντιμετωπίζει καχύποπτα και αποφεύγει συστηματικά να παραδώσει εξουσίες στα εκλεγμένα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ, διατηρώντας τον έλεγχο στα κρίσιμα «πόστα» με πραξικοπηματικό και αντιδημοκρατικό τρόπο. Για ζητήματα όπως π.χ. η σύνθεση του «γραφείου τύπου» ή η σύνθεση της «επιτροπής οικονομικού προγράμματος», τα νεοεκλεγμένα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν κληθεί ποτέ να αποφασίσουν και παραμένουν στις θέσεις τους όσοι είχαν επιλεγεί από την ηγετική ομάδα του παλιού ΣΥΝ με την ισχύ της «μεγαλύτερης συνιστώσας» του παλιού ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτή η αντίφαση, από την μια της δεξιάς στροφής των τηλεπροβεβλημένων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, και από την άλλη της υπαρκτής και ενισχυόμενης ριζοσπαστικής τάσης στην βάση αλλά και στα εκλεγμένα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ, είναι οφθαλμοφανής για όποιον δεν θέλει να κρύβει το κεφάλι στην άμμο. Οι επιθέσεις της κυβέρνησης και των ΜΜΕ στις «αριστερίστικες συνιστώσες» του ΣΥΡΙΖΑ είναι συνεχείς και κλιμακούμενες. Ακόμα κι όταν ακούγονται καλά λόγια για την «ρεαλιστική» στροφή του Α.Τσίπρα, οι καθεστωτικές δυνάμεις εξακολουθούν να τον κατηγορούν ότι «δεν ελέγχει το κόμμα του». Οι εναπομείναντες –μετά την αποχώρηση Κουβέλη- δυνάμεις της πάλαι ποτέ «ανανεωτικής πτέρυγας» του ΣΥΝ, δεν νοιώθουν καθόλου σίγουρες με την κυριαρχία τους στα τηλεοπτικά πάνελ και σε ρόλο «λαγού» ζητούν πειθάρχηση και διαγραφές στον ΣΥΡΙΖΑ με πιο πρόσφατη την σχετική δήλωση Παπαδημούλη. Στην ουσία, με μεταλλαγμένη μορφή, επαναφέρουν την παλιά τους πρόταση για διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, με την εκκαθάριση των «αριστεριστών» και των «αναρχοαυτόνομων» και την επαναπροσέγγιση με την ΔΗΜΑΡ.

Η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και η προοπτική της κυβερνητικής εξουσίας, όχι μόνο δεν έχει οδηγήσει σε «σύνθεση» των διαφορετικών απόψεων και σε μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε «ησυχαστήριο», αλλά έχει εντείνει τον ακήρυχτο στα λόγια αλλά υπαρκτότατο στην πράξη πόλεμο εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Πόλεμο ανάμεσα σε μια σχετικά ομοιογενή και διαμορφωμένη πτέρυγα που θέλει να στρίψει τον ΣΥΡΙΖΑ στον «ρεαλισμό» της διαχείρισης του συστήματος και σε μια -αρκετά ανομοιογενή είναι η αλήθεια- αντιπολίτευση που ζητάει ένα «δεύτερο κύμα ριζοσπαστισμού» και τον προσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική και ταξική σύγκρουση με το καπιταλιστικό σύστημα. Η διαδικασία μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο πολιτικό φορέα, όχι μόνο δεν έχει καταργήσει τον μετωπικό και πολυτασικό χαρακτήρα αυτού του πολιτικού σχήματος, αλλά τον έχει εντείνει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό με ολοένα και μεγαλύτερη διαπάλη των διαφόρων απόψεων και τάσεων στο εσωτερικό του. Τα αποτελέσματα αυτού του πολέμου είναι εντελώς αβέβαια και απρόβλεπτα, η τρέχουσα πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι συνεχώς υπό διαμόρφωση ανάλογα με την εξέλιξη της εσωκομματικής πάλης. Είναι ακριβώς αυτός ο αβέβαιος χαρακτήρας του ΣΥΡΙΖΑ σαν κομματική δομή, καθώς και η μαζική στοίχιση πίσω του ολοένα και περισσότερων από τις «στρατιές των πεινασμένων», που μετατρέπουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε «αφερέγγυο» διαχειριστή του συστήματος και οδηγούν την άρχουσα τάξη στην ανοιχτή εχθρότητα εναντίον του.

Όσα τμήματα της αριστεράς δεν το αντιλαμβάνονται αυτό, απλά δείχνουν την αδυναμία τους να προσεγγίσουν τις τεράστιες μάζες ανθρώπων που κινούνται προς τα αριστερά, δείχνουν αδυναμία να κατανοήσουν ακόμα και την ίδια τη βάση τους που εγκατέλειψε μαζικά τα άλλα κόμματα της αριστεράς στις τελευταίες εκλογές και προσέγγισε τον ΣΥΡΙΖΑ και απλά επαναλαμβάνουν με άλλα λόγια την προπαγάνδα των Πρετεντέρηδων ότι τάχα η μαζικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στο ότι «το βαθύ ΠΑΣΟΚ μετακομίζει στον ΣΥΡΙΖΑ».

Η εξ αριστερών κριτική ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ήδη «όργανο του συστήματος» είναι η πιο συνηθισμένη (ιδίως προερχόμενη από το ΚΚΕ) αλλά και η πιο ανεδαφική και αστήριχτη στην πραγματικότητα. Υπάρχει μια δεύτερη, πιο εκλεπτυσμένη, κριτική που προέρχεται κυρίως από ένα τμήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία προσπαθεί να πάρει υπόψη της τα γεγονότα για να καταλήξει όμως και πάλι σε ένα παρεμφερές συμπέρασμα. Η επιχειρηματολογία αυτής της κριτικής πάει κάπως έτσι: «Πράγματι υπάρχει εσωκομματική πάλη μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, πράγματι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ δέχεται επιθέσεις από το σύστημα και πράγματι η άρχουσα τάξη δεν τον εμπιστεύεται να κυβερνήσει. Όμως η δεξιά πολιτική κυριαρχεί στον ΣΥΡΙΖΑ, η αριστερή κριτική είναι ανίκανη να επηρεάσει τα πράγματα και έχει χαρακτήρα γκρίνιας και αριστερού μαϊντανού. Άλλωστε και το ΠΑΣΟΚ και τα άλλα σοσιαλδημοκρατικά ή και κομμουνιστικά ρεφορμιστικά κόμματα, είχαν αριστερές φωνές στο εσωτερικό τους οι οποίες δεν επηρέασαν σε τίποτα την δεξιά πολιτική της ηγεσίας τους. Συνεπώς ο ΣΥΡΙΖΑ είναι απλά ένα ακόμα ρεφορμιστικό κόμμα που στο τέλος, είτε έτσι είτε αλλιώς, θα προδώσει».

Το ιστορικό παρελθόν μοιάζει ότι δικαιώνει μια τέτοια προσέγγιση. Πράγματι, το να διεξάγεις εσωτερική πάλη από τα αριστερά και να επιχειρείς να αλλάξεις τους εσωκομματικούς συσχετισμούς σε διαφόρων λογιών μεταρρυθμιστικά κόμματα, όπως το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, το ΚΚΕ του Χαρίλαου Φλωράκη, το ευρωκομμουνιστικό ΚΚ Ιταλίας του Ενρίκο Μπερλίγκουερ και πολλά άλλα αντίστοιχα, ήταν η μεγαλύτερη φενάκη και όσοι το επιχείρησαν απέτυχαν και διαγράφτηκαν ή αποχώρησαν σαν βρεγμένες γάτες από τα κόμματα αυτά. Όμως πόση σχέση έχουν αυτά τα ιστορικά παραδείγματα με τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ;

Ας πάρουμε το παράδειγμα του παλιού ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν ένα κόμμα εκατοντάδων χιλιάδων μελών, με μια κομματική γραφειοκρατία δεκάδων χιλιάδων στελεχών η οποία είχε ισχυρότατη πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό και με έναν ηγέτη που απολάμβανε ένα τεράστιο κύρος που έφτανε στα όρια της λατρείας. Η ισχύς αυτού του κομματικού μηχανισμού και το κύρος του αρχηγού του, επέτρεπε την περιθωριοποίηση κάθε αριστερής φωνής με σχεδόν ασήμαντο κόστος για το κόμμα. Στην κορυφαία τέτοια αντιπαράθεση με τις εξ’ αριστερών κριτικές, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν σε θέση να διαγράψει την μισή ΠΑΣΚΕ που αντιδρούσε στο πρόγραμμα λιτότητας του 1985-87, με μεγάλο μεν αλλά με ελεγχόμενο -όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια- κόστος για το ΠΑΣΟΚ. Παρά τα σκάνδαλα διαφθοράς που ξέσπαγαν το ένα μετά το άλλο εκείνη την περίοδο, το ΠΑΣΟΚ κατόρθωσε, κάνοντας μια μικρή στροφή προς μια πιο φιλολαϊκή πολιτική παροχών και αξιοποιώντας τη δεξιά πολιτική των ηγεσιών της τότε αριστεράς (ΚΚΕ,ΕΑΡ και στη συνέχεια του ενιαίου ΣΥΝ), να ξαναενσωματώσει το μεγαλύτερο μέρος της αριστερής δυσαρέσκειας και να καταγράψει στις διαδοχικές εκλογές του 1989-90 ποσοστά κοντά στο 40%.

Αν συγκρίνουμε το ΠΑΣΟΚ εκείνης της εποχής με τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, πόσες ομοιότητες μπορούμε να βρούμε; Στην πραγματικότητα οι διαφορές είναι τεράστιες. Στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ των 30.000 μελών, λιγότερη από την μισή σημερινή κομματική του βάση προέρχεται από τον παλιό ΣΥΝ και ακόμα και αυτό το τμήμα των κομματικών μελών δεν είναι καθόλου ενιαίο ούτε μονοσήμαντα στοιχημένο πίσω από τη δεξιά πολιτική της ηγεσίας. Η ανομοιογενής αλλά υπαρκτότατη ριζοσπαστική πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ έχει πολύ μεγάλη ισχύ, τόση ώστε όχι μόνο να κριτικάρει αλλά και –κυρίως- να πράττει διαφορετικά από την πολιτική της ηγεσίας χωρίς να ανοίγει ρουθούνι εσωκομματικά (συμμετοχή δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία υπεράσπισης των καταλήψεων μαζί με τους αναρχικούς, παρουσία και στήριξη βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ σε κηρυγμένες παράνομες κινητοποιήσεις όπως στο ΜΕΤΡΟ και πολλά άλλα παρόμοια παραδείγματα). Η κομματική γραφειοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ είναι υπαρκτή αλλά σε καμιά περίπτωση δεν έχει την ισχύ να επιβάλλει την «τάξη» μέσα στο κόμμα. Το κύρος του Αλέξη Τσίπρα, ανεξάρτητα από τις δικές του προθέσεις, δεν έχει καμιά σύγκριση με το αντίστοιχο κύρος της ηγεσίας του παλιού ΠΑΣΟΚ. Αντί να διαγράφει όποιον «ενοχλητικό» θέλει μέσα στη νύχτα όπως συνήθιζε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Αλέξης Τσίπρας, ακόμα κι αν ήθελε να πράξει διαφορετικά, είναι αντίθετα υποχρεωμένος να δηλώνει ξανά και ξανά ότι διαγραφές και σιγή νεκροταφείου μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να υπάρξουν.

Υπάρχει τέλος, ένας απόλυτα καθοριστικός λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα κι αν ήταν πλήρως ομογενοποιημένος σε μια δεξιά πολιτική, ακόμα κι αν όλοι οι Συριζαίοι ήμασταν «πουλημένοι πράκτορες του συστήματος» και ομόθυμα επιθυμούσαμε να μετατραπούμε σε ένα νέο ΠΑΣΟΚ, είναι αδύνατον να καταφέρναμε κάτι τέτοιο. Και ο λόγος αυτός δεν είναι άλλος από την σημερινή αντικειμενική πραγματικότητα της οξύτατης οικονομικής κρίσης και της πλήρους αδυναμίας «συμφιλίωσης» των συμφερόντων των καπιταλιστών από τη μια και των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων από την άλλη.

Όταν το ΠΑΣΟΚ ισχυροποιούνταν και κατευθυνόταν προς την κυβέρνηση, ο ελληνικός καπιταλισμός ήταν ακόμα σε οικονομική άνθιση και οι εργατικοί αγώνες κατάφερναν, άλλοτε εύκολα και άλλοτε με σκληρή σύγκρουση, να πετύχουν κατακτήσεις. Όταν βρέθηκε στην κυβέρνηση, η διεθνής οικονομική κρίση της εποχής άρχισε να χτυπάει τον ελληνικό καπιταλισμό αλλά τα περιθώρια κρατικής παρέμβασης ήταν ακόμα πολύ μεγάλα για να περιοριστούν οι συνέπειες της κρίσης, ακόμα και για να γίνουν κάποιες φιλολαϊκές παραχωρήσεις στο επίπεδο του κοινωνικού κράτους και των μισθών. Το δημόσιο χρέος του ελληνικού κράτους ήταν το 1981 κάτω από το 30% του ΑΕΠ. Η πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, μέσω του δημόσιου δανεισμού, μπορεί να μην μπόρεσε να αναστρέψει την κρίση αλλά κατάφερε να αποτρέψει την κατάρρευση της οικονομίας κρατικοποιώντας τις λεγόμενες «προβληματικές» επιχειρήσεις (διασώζοντας έτσι και πολλές θέσεις εργασίας), να αποζημιώσει παχυλά τους καπιταλιστές ιδιοκτήτες τους και να σώσει τις τράπεζες που είχαν δεσμεύσει τεράστια ποσά στα αποκαλούμενα τότε «θαλασσοδάνεια» προς τις επιχειρήσεις αυτές. Η δεύτερη μεγάλη περίοδος διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με επικεφαλής τον Κώστα Σημίτη, ήρθε σε μια εποχή ανάκαμψης του διεθνούς και του ελληνικού καπιταλισμού, στηριγμένης στη χρηματοπιστωτική φούσκα, στον φτηνό δανεισμό και στις τεράστιες δημόσιες και κοινοτικές επενδύσεις των λεγόμενων «μεγάλων έργων» (κυρίως της Ολυμπιάδας). Στην περίοδο των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, δεν έλειψαν ούτε οι επιθέσεις στην εργατική τάξη ούτε οι εργατικές κινητοποιήσεις και μάλιστα κάποιες φορές πολύ δυναμικές. Όμως το τελικό ισοζύγιο των τελευταίων δεκαετιών ήταν ότι το ΠΑΣΟΚ, κατάφερε να εξυπηρετήσει τον ελληνικό καπιταλισμό και ταυτόχρονα να αποφύγει τον ανοιχτό ταξικό πόλεμο και να επιβάλλει μια κάποια «ειρηνική συνύπαρξη» ανάμεσα στα συμφέροντα του κεφαλαίου και της εργασίας. Αυτό του επέτρεψε από τη μια να κερδίσει την εμπιστοσύνη από τα παλιά και τα «νέα τζάκια» των ελλήνων καπιταλιστών, καθώς και την εμπιστοσύνη και την πρόσβαση στον σκληρό πυρήνα του αστικού κράτους, χωρίς από την άλλη να χάσει την επαφή του με τα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Χρειάστηκαν περίπου τρεις δεκαετίες πολιτικής κυριαρχίας για να αρχίσει να φθείρεται -αργόσυρτα αρχικά- η εργατική και λαϊκή επιρροή του ΠΑΣΟΚ και να οδηγηθεί τελικά στην κατάρρευση μετά την εφαρμογή του μνημονίου.

Αν υποθέσουμε ότι σύσσωμος ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρούσε να ξαναπαίξει αυτό το έργο στη σημερινή συγκυρία, όχι τρεις δεκαετίες αλλά ούτε τρεις μήνες δεν θα είχε στη διάθεσή του πριν οδηγηθεί στην κατάρρευση. Η οξύτητα της σημερινής κρίσης του συστήματος και συνεπώς της ασυμφιλίωτης αντίθεσης ανάμεσα στα εργατικά και καπιταλιστικά συμφέροντα, δεν προμηνύουν καθόλου μια ομαλή εναλλαγή και διακυβέρνηση σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Μια αριστερή κυβέρνηση που θα επιχειρήσει έστω και στο ελάχιστο να θίξει τα πλούτη και τα συμφέροντα του κεφαλαίου, θα έχει απέναντί της σύσσωμη την αστική τάξη -εγχώρια και διεθνή- και όλους τους μηχανισμούς της (ΜΜΕ, στρατό, αστυνομία, δικαστική εξουσία, κρατική γραφειοκρατία κλπ.), καθώς και την ενισχυόμενη απειλή των φασιστών της Χρυσής Αυγής. Και από την άλλη θα έχει την ασφυκτική πίεση των λαϊκών μαζών που θέλουν εδώ και τώρα να επιβιώσουν και δεν έχουν να δώσουν κανένα περιθώριο πίστωσης χρόνου, αναμένοντας καρτερικά μια αβέβαιη «ανάπτυξη» στο αόριστο μακρινό μέλλον. Μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που δεν θα επιχειρήσει την μετωπική σύγκρουση με το κεφάλαιο με τον ενεργό ξεσηκωμό του λαού στο πλευρό της, που δεν θα επιχειρήσει δηλαδή να κάνει βήματα προς την πραγματική εργατική εξουσία και τον σοσιαλισμό, θα συνθλιβεί και θα καταρρεύσει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και αυτό θα συμπαρασύρει και τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ σαν κόμμα. Οι διαχειριστικές και δεξιές λογικές της σημερινής ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ κάνουν πράγματι αυτό το ενδεχόμενο της ήττας αρκετά πιθανό. Το να γίνει όμως ο ΣΥΡΙΖΑ νέο ΠΑΣΟΚ, να μακροημερεύσει στην κυβέρνηση, να ενσωματώσει και να πειθαρχήσει τη λαϊκή οργή, να φέρει την «ταξική ειρήνη» και ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, αυτό το ενδεχόμενο υπάρχει μόνο στην καλπάζουσα και ανιστόρητη φαντασία ορισμένων, είτε βρίσκονται εντός είτε εκτός του ΣΥΡΙΖΑ.

Posted in Πολιτική | 10 Σχόλια

Επαναδιαπραγμάτευση ή μονομερείς ενέργειες;

*πρωτη δημοσίευση 16/5/2012 http://tinyurl.com/http-www-dea-org-gr
…………………………………………………………………………………………..

Αυτό είναι το κύριο δίλλημα που απευθύνουν άπαντες για να στριμώξουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Και η πραγματικότητα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στριμώχνεται και δεν απαντά ούτε ενιαία ούτε με σαφήνεια.

Δεν υπάρχει τίποτα παράξενο σε αυτό: ο ΣΥΡΙΖΑ είναι συμμαχικό σχήμα ευρύτερων και ανομοιογενών δυνάμεων της Αριστεράς, με δεξιά, μεσαία και αριστερή πτέρυγα (έστω και αδιαμόρφωτες), δεν είναι ενιαίο κόμμα. Ακόμα και η μεγαλύτερη συνιστώσα του, ο ΣΥΝ, δεν αποτελεί ένα ομοιογενές πολιτικά και ιδεολογικά κόμμα αλλά έχει πτέρυγες με διαφορετικές απόψεις. Το τι κατεύθυνση θα πάρει κάθε φορά ο ΣΥΡΙΖΑ, καθορίζεται από την πολιτική αντιπαράθεση στο εσωτερικό του, τόσο στα όργανα όσο και κυρίως δημοσίως, μπροστά στους εργαζόμενους και στα λαϊκά στρώματα, μπροστά σε όλο τον κόσμο που τον ψήφισε, ειδικά για πρώτη φορά. Μόνο ο κόσμος μπορεί να κρίνει και μόνο μέσα στον κόσμο μπορεί να κριθεί ποια είναι η σωστή άποψη, όχι στις εσωτερικές συζητήσεις των διάφορων πτερύγων μέσα στα γραφεία. Η δημόσια συζήτηση και αντιπαράθεση, είναι ο μόνος τρόπος να ξεκαθαρίσει αυτό το απολύτως κρίσιμο ζήτημα. Αντίθετα το κουκούλωμα των διαφορών, μόνο σύγχυση και απογοήτευση μπορεί να σπείρει στις μάζες προς όφελος των αντιπάλων μας, προς όφελος των υπηρετών του κεφαλαίου. Με άλλα λόγια αν χρειαζόμαστε «επαναδιαπραγμάτευση», αυτή αφορά την εσωτερική συζήτηση στον ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να βγει όσο το δυνατόν πιο ενωμένος και ξεκάθαρος, και πιο «μονομερώς» υπέρ των συμφερόντων των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων και όχι γενικά και αόριστα της «χώρας».

1.       Τα κόμματα του μνημονίου, δηλαδή οι υπηρέτες της αστικής τάξης και των ευρωπαίων συμμάχων της, δεν ρώτησαν ποτέ την εργατική τάξη για τα μέτρα του μνημονίου. Μονομερώς αποφάσισαν την κοινωνική καταστροφή που έσπειραν και συνεχίζουν να σπέρνουν. Απέναντι στην οργή του κόσμου που στρέφεται και απαιτεί από την αριστερά να δείξει το δρόμο για την ανατροπή αυτής της πολιτικής, η αριστερά δεν έχει κανένα δικαίωμα να ζητάει από τον κόσμο να δείξει τακτ, σαβουάρ βιβρ και υπομονή μέχρι να «επαναδιαπραγματευτούμε», δηλαδή μέχρι να μάθει ο απλός κόσμος να ζει χωρίς να τρώει σαν τον γάιδαρο του Χότζα. Η στοιχειώδης ανάγκη και απαίτηση των εργαζομένων να ζήσουν, απαιτεί άμεση και μονομερή ανατροπή (και όχι μετά από ατέρμονες διαπραγματεύσεις) αυτών των μέτρων που σκοτώνουν μεταφορικά και συχνά κυριολεκτικά τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας κάθε μέρα που περνά.

2.       Διαπραγμάτευση μπορείς να κάνεις μόνο όταν υπάρχει αντικείμενο προς διαπραγμάτευση. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα τέτοιο περιθώριο. Η καπιταλιστική κρίση σημαίνει ότι τα κέρδη του κεφαλαίου απαιτούν τη συντριβή του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Και αντίστροφα, η υπεράσπιση της ζωής των λαϊκών στρωμάτων είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, όχι μόνο για τα κέρδη αλλά ακόμα και για την ίδια την οικονομική εξουσία των καπιταλιστών στην οικονομία. Δεν μπορούμε να διαπραγματευτούμε με τους τραπεζίτες για το αν θα τους κρατικοποιήσουμε, δεν μπορούμε να διαπραγματευτούμε με τους βιομήχανους για το αν θα αυξήσουμε τους μισθούς, δεν μπορούμε να διαπραγματευτούμε με τους εφοπλιστές για το αν θα τους φορολογήσουμε. Το ίδιο ισχύει και με τους διεθνείς δανειστές. Αυτοί θα απαιτούν συνεχώς μέτρα που να βγάζουν ακόμα και από τη μύγα ξύγκι ώστε να πάρουν όσα περισσότερα χρήματα μπορούν –δεν πρόκειται να λυπηθούν τους εργαζόμενους και να μας χαρίσουν ούτε ευρώ.

3.       Πράγματι αν σταματήσουν να χρηματοδοτούν το ελληνικό κράτος σήμερα ή αν δεν μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν το ισπανικό κράτος αύριο, πράγματι αν έστω και μια χώρα (οποιαδήποτε χώρα και για οποιοδήποτε λόγο) υποχρεωθεί να βγει από την ευρωζώνη, τότε με την επίδραση ντόμινο αυτό θα σημάνει τη διάλυση όλης της ευρωζώνης και το τέλος του ευρώ.  Αλλά αυτό δεν είναι «διαπραγματευτικό χαρτί» της Αριστεράς και των εργαζομένων. Οι καπιταλιστές κάθε χώρας ακολουθούν αυτή την πολιτική μόνο στον βαθμό που  συμφέρει τους ίδιους, για να σώσουν τις δικές τους τράπεζες και τις δικές τους επιχειρήσεις. Αλλά δεν πρόκειται να δώσουν ούτε ευρώ, π.χ. τα αφεντικά της Φολκσβάγκεν για να επιδοτήσουν την Φίατ, ούτε οι γάλλοι τραπεζίτες θα χαρίσουν χρήματα στο ελληνικό κράτος για να μπορεί να συνεχίσει να επιδοτεί το αφορολόγητο των εφοπλιστών ώστε να αγοράζουν όλο και περισσότερα καράβια. Η Ε.Ε. δεν είναι λέσχη αλληλοβοήθειας μεταξύ των καπιταλιστών των διαφόρων χωρών, είναι μια ανταγωνιστική λυκοσυμμαχία που ενώνεται όταν κερδίζουν όλοι (στις καλές εποχές του ευρώ) και διασπάται όταν αρχίζει η οικονομική κρίση. Η πολιτική της λιτότητας που ακολουθεί η Ε.Ε., προκύπτει ακριβώς από αυτό: οι άρχουσες τάξεις των ευρωπαϊκών χωρών έχουν αποφασίσει ότι κάθε μια θα σώσει την κερδοφορία της μόνη της, τσακίζοντας η κάθε μια μέσα σε κάθε χώρα το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων που έχει υπό την εξουσία της (ντόπιων και μεταναστών). «Διαπραγματευτικό χαρτί» των εργαζομένων σε κάθε χώρα για να ανατρέψουν τη λιτότητα είναι η διεθνιστική αλληλεγγύη των εργαζομένων των άλλων χωρών. Και αυτή η αλληλεγγύη δεν υπηρετείται με την (ουτοπική έτσι κι αλλιώς) απαίτηση από τη γερμανική κυβέρνηση να φορολογήσει τους γερμανούς εργαζόμενους για να επιδοτήσει δωρεάν τους έλληνες τραπεζίτες. Υπηρετείται από την μονομερή διακήρυξη ότι οι εργαζόμενοι της Ελλάδας, δεν θέλουν άλλα δάνεια και σταματούν ταυτόχρονα να πληρώνουν τα παλιά χρέη που δημιουργήθηκαν μόνο και μόνο για το καλό των τραπεζιτών και γενικότερα των καπιταλιστών, τόσο των Ελλήνων όσο και των ευρωπαίων.

4.       Τέλος χρειάζεται μια ξεκάθαρη και μονομερής απάντηση από την πλευρά των εργαζομένων στο δίλημμα ευρώ η δραχμή, στο δίλημμα ότι θα «μας πετάξουν έξω από το ευρώ αν κάνουμε μονομερείς ενέργειες». Και η απάντηση σε αυτό το δίλημμα έχει δύο σκέλη: α) το ευρώ οδηγείται στην διάλυση όχι από την απαίτηση των εργαζομένων στην Ελλάδα και σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες να ζήσουν ανατρέποντας την βάρβαρη λιτότητα, αλλά από την ανταγωνιστική φύση της λυκοσυμμαχίας που λέγεται Ε.Ε. Ο καπιταλισμός είναι από τη φύση του ανταγωνιστικό σύστημα και οι καπιταλιστές είναι ανίκανοι να ενώσουν τα διάφορα κράτη σε ένα ενιαίο κράτος στην Ευρώπη και πολύ περισσότερο στον κόσμο. Η κρίση του συστήματος σημαίνει ότι αυτοί οι ανταγωνισμοί οξύνονται και οδηγούν αργά ή γρήγορα στη διάλυση του ευρώ είτε οι εργαζόμενοι δεχτούν τις θυσίες είτε όχι. β) Η προοπτική διάλυσης του ευρώ δεν είναι αυτόματα καταστροφή, η σωτηρία των εργαζομένων στην Ελλάδα και σε κάθε χώρα δεν εξαρτάται από το νόμισμα. Ούτε τα ευρώ τρώγονται, ούτε οι δραχμές ούτε κανένα άλλο νόμισμα. Αυτά που τρώγονται είναι οι πατάτες, τα κοτόπουλα, τα φασολάκια. Τα σπίτια δεν χτίζονται ούτε με ευρώ ούτε με δραχμές. Χτίζονται με τούβλα και λάσπη. Όλα τα αγαθά παράγονται από την ανθρώπινη εργασία, τόσο την «νεκρή», τα εργαλεία και τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας και τα παρήγαγαν κάποιοι εργαζόμενοι παλιότερα, όσο και την «ζωντανή», δηλαδή την ικανότητα των εργαζομένων να παράγουν νέο πλούτο με την εργασία τους αντί να σκουριάζουν τόσο τα μηχανήματα όσο και οι εργαζόμενοι στην ανεργία μόνο και μόνο επειδή οι καπιταλιστές ιδιοκτήτες αυτών των μέσων δεν βγάζουν πια αρκετά κέρδη από την οικονομική δραστηριότητα. Ο πλούτος κάθε κοινωνίας είναι οι παραγωγικές της δυνατότητες και όχι από το πώς θα λέγονται τα νομίσματα που αντιστοιχούν στα αγαθά που παράγονται. Κρατικοποιώντας τις μεγάλες επιχειρήσεις και εντάσσοντας υπό εργατικό έλεγχο τα μέσα παραγωγής, μπορούμε να παράγουμε πολύ περισσότερα αγαθά άμεσα ώστε να ζούμε αξιοπρεπώς, αντί να αφήνουμε τους καπιταλιστές να συρρικνώνουν την οικονομία επειδή δεν βγάζουν αρκετά κέρδη.

Οι καπιταλιστές, ντόπιοι και ξένοι, δεν πρόκειται να μας χαριστούν αν είμαστε «μαλακοί» και «συζητήσιμοι» μαζί τους. Θέλουν το θάνατό μας για να σώσουν τα κέρδη και το σάπιο σύστημά τους που στηρίζεται στην κλοπή του κοινωνικού πλούτου από τους λίγους. Όσο πιο μονομερείς και αποφασιστικοί είμαστε οι εργαζόμενοι και η Αριστερά σαν ηγεσία, στο να βάλουμε χέρι σε αυτόν τον πλούτο και στις ζωές που μας κλέβουν, τόσο λιγότερο θα μπορούν να μας δαγκώσουν και να μας σαμποτάρουν. Ή αυτοί ή εμείς! Μέχρι την τελική νίκη!

Posted in Πολιτική | Σχολιάστε

Κρίση της εκπαίδευσης και καπιταλισμός – Ποια είναι η λύση;

Με αφορμή, το σχέδιο «Αθηνά», δημοσιεύω ένα παλιότερο κείμενο που αφορά μια συνολικότερη προσέγγιση στο ζήτημα της εκπάιδευσης. Γράφτηκε τον γενάρη του 2007, με αφορμή τις τότε μαζικές φοιτικές κινητοποιήσεις και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό «Διεθνιστική Αριστερά» Νο 11 http://v1dea.2square.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=106&Itemid=46

…………………………………………………………………………………………………………….

Τους τελευταίους μήνες η εκπαίδευση έχει βρεθεί στο επίκεντρο των εξελίξεων, τόσο από τις προθέσεις της κυβέρνησης να προχωρήσει σε «μεταρρυθμίσεις», όπως τις ονομάζει, όσο –και κυρίως– από το ξέσπασμα των αγώνων στους χώρους της εκπαίδευσης. Αγώνες που η μαζικότητα και η έντασή τους έχουν μετατρέψει την εκπαίδευση σε εμπροσθοφυλακή της μάχης ενάντια στις επιθέσεις της κυβέρνησης Καραμανλή. Αγώνες που έχουν αγκαλιάσει τόσο τους εκπαιδευτικούς όσο και τους εκπαιδευόμενους, από το χώρο του νηπιαγωγείου μέχρι την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αγώνες που δεν βλέπουμε συχνά και που μπορούν να συγκριθούν μόνο με αντίστοιχες μεγάλες μάχες του ’90-92 και του ’97-98.

Δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με ένα ελληνικό φαινόμενο. Η Γαλλία συγκλονίστηκε την περασμένη άνοιξη από την εξέγερση των φοιτητών και των μαθητών ενάντια στη σύμβαση «πρώτης απασχόλησης». Σε πολλές χώρες της Ευρώπης έχουν υπάρξει τα τελευταία χρόνια δυναμικοί φοιτητικοί αγώνες, ενώ και σε πολλές χώρες του κόσμου υπάρχουν αντίστοιχες κινητοποιήσεις, από τη Χιλή και την Αργεντινή μέχρι τη Νότια Κορέα.

Η κρίση στο χώρο της εκπαίδευσης δεν έχει να κάνει, λοιπόν, απλώς με κακή διαχείριση της μιας ή της άλλης κυβέρνησης. Είναι ένα διεθνές φαινόμενο και έχει να κάνει με τα αδιέξοδα του συστήματος. Η εκπαίδευση δεν είναι «γαλατικό χωριό», αλλά είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον καπιταλισμό και τις εξελίξεις που συμβαίνουν συνολικότερα. Ακριβώς γι’ αυτό η κρίση στην εκπαίδευση θα συνεχιστεί και θα ενταθεί.

Η έννοια της κρίσης έχει άλλο νόημα για τους από πάνω και τελείως διαφορετικό νόημα για τους από κάτω. Για την άρχουσα τάξη, κρίση σημαίνει ότι το κράτος «ξοδεύει πολλά» για την εκπαίδευση και ότι η οικονομία (δηλαδή, οι καπιταλιστές) δεν βρίσκουν και δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν ικανοποιητικά για τα κέρδη τους το ειδικευμένο εργατικό δυναμικό που χρειάζονται, όταν το χρειάζονται και όπως το χρειάζονται (χωρίς δικαιώματα, δηλαδή). Για την εργατική τάξη και τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα, κρίση σημαίνει αντίθετα πράγματα: πληρώνουν ήδη πάρα πολλά για τη μόρφωση των παιδιών τους και η εκπαίδευση μετατρέπεται, όλο και περισσότερο, από δικαίωμα των πολλών σε προνόμιο για όσους έχουν χρήματα. Αντί για ένα καλύτερο προσωπικό και επαγγελματικά μέλλον, η μεγάλη πλειονότητα της νεολαίας βιώνει μέσα στην εκπαίδευση ένα απίστευτο άγχος για να καταλήξει τελικά σε μια κακοπληρωμένη, επισφαλή και ανούσια εργασία ή ακόμα χειρότερα στην ανεργία.

Το ίδιο διαφορετική είναι η προσέγγιση των αγώνων. Για τις κυβερνήσεις και τους καπιταλιστές πρόκειται για μια «αναταραχή» που εμποδίζει τις «μεταρρυθμίσεις». Για τους εργαζομένους και τη νεολαία, αντίθετα, οι αγώνες είναι ο μόνος δρόμος για να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, τόσο τα άμεσα όσο και τα μελλοντικά.

Στην πραγματικότητα, οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές και οι φοιτητές με τους αγώνες τους αποτελούν το σημαντικότερο παράγοντα για να υπάρξει διέξοδος στην κρίση της εκπαίδευσης. Μια διέξοδος όμως, που δεν μπορεί να είναι προς όφελος όλων. Χρειάζεται να χτυπάει καίρια τα συμφέροντα των πλουσίων, για να μπορεί να υπερασπίζει τα δικαιώματα της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας στη μόρφωση και στην εργασία. Οι αγώνες δεν προσφέρουν απλώς απάντηση στο σημερινό αδιέξοδο, αλλά ανοίγουν το δρόμο και για την τελική λύση, που δεν μπορεί να είναι άλλη από μιαν άλλη εκπαίδευση σε μιαν άλλη κοινωνία.

Εκπαίδευση και καπιταλισμός

Η δημόσια εκπαίδευση δεν υπήρχε πάντα. Αναπτύχθηκε σταδιακά και με πισωγυρίσματα στη διάρκεια των τελευταίων 100-150 χρόνων. Σημαντικό ρόλο έπαιξε το δυνάμωμα του εργατικού κινήματος και η πίεση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων για μόρφωση για όλους. Όμως, ο κύριος παράγοντας που οδήγησε στη δημιουργία του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος ήταν οι ίδιες οι ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας. Στις αρχές του καπιταλισμού οι εργοδότες χρησιμοποιούσαν μαζικά εργάτες από την ηλικία ακόμα και των 5 χρόνων, οι οποίοι πέθαιναν σε ιδιαίτερα νεαρή ηλικία. Όμως, η συνέχεια και η ανάπτυξη του συστήματος δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο με την απάνθρωπη εκμετάλλευση ενός αμόρφωτου εργατικού δυναμικού. Η συνεχώς εξελισσόμενη τεχνολογία απαιτούσε ειδικευμένους εργάτες και διοικητικό προσωπικό για να μπορεί να λειτουργεί αποδοτικά. Ακόμα και οι λιγότερο ειδικευμένοι εργαζόμενοι χρειάζεται να έχουν ένα στοιχειώδες επίπεδο γνώσεων (γραφή, ανάγνωση, αριθμητική) για να μπορούν να χειρίζονται τις μηχανές, να μπορούν να ψωνίζουν στα καταστήματα, να μπορούν να συνεννοηθούν με τις κρατικές υπηρεσίες… Με βάση αυτές τις ανάγκες, οι κυβερνήσεις άρχισαν να χτίζουν σταδιακά ένα σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης που γενικεύτηκε και πήρε μαζικές διαστάσεις κυρίως στα τελευταία χρόνια (στην Ελλάδα νομοθετήθηκε η 6χρονη και στη συνέχεια η 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση πολύ πρόσφατα, μόλις στη μεταπολίτευση).

Από την αρχή της γέννησής του το εκπαιδευτικό σύστημα, παρά τις διακηρύξεις για ολοκλήρωση του ανθρώπου και για ισότητα στη μόρφωση, είναι υποταγμένο πρώτα και κύρια στις ανάγκες του καπιταλισμού. Το γενικό μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού έχει προχωρήσει χάρη στη γενίκευση του εκπαιδευτικού συστήματος, όμως δεν μορφώνονται όλοι το ίδιο. Η λειτουργία της εκπαίδευσης αποσκοπεί στο να εκπαιδεύσει τη νέα γενιά και να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή των υπαρχουσών ταξικών διαφορών και της υπάρχουσας κοινωνικής πυραμίδας: μια μικρή μειοψηφία που διοικεί την οικονομία και την κοινωνία και καρπώνεται τον κοινωνικό πλούτο, μια μεγάλη πλειοψηφία που εκτελεί και παράγει αυτόν τον πλούτο, καθώς και το απαραίτητο ενδιάμεσο κοινωνικό στρώμα που βρίσκεται ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους εργαζομένους. Γι’ αυτό και η εκπαίδευση δεν περιορίζεται απλώς στη μεταφορά επιστημονικών γνώσεων, αλλά στην κατανομή αυτών των γνώσεων ανάλογα με το ρόλο που θα κληθεί να παίξει ο καθένας στην οικονομία και την κοινωνία, καθώς και την καλλιέργεια της αντίστοιχης ιδεολογίας που προετοιμάζει τους νέους ανθρώπους να αποδεχτούν τη θέση «που τους αξίζει» μέσα στην κοινωνία. Γι’ αυτό, άλλωστε, και το εκπαιδευτικό πρόγραμμα είναι γεμάτο από προπαγάνδα των κυρίαρχων ιδεών, δηλαδή των ιδεών της κυρίαρχης τάξης. Το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» είναι πάντα παρόν στην εκπαίδευση, άλλοτε με πιο φιλελεύθερη μορφή και άλλοτε με πιο κραυγαλέα συντηρητικό τρόπο. Οι «αξίες» της οικονομίας της αγοράς, η καλλιέργεια του ατομισμού, του ανταγωνισμού, της καταναγκαστικής πειθαρχίας είναι βασικά στοιχεία του εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε οι μελλοντικοί εργαζόμενοι να γίνονται «κατάλληλοι» προς εκμετάλλευση από τους εργοδότες τους.

Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι αποκομμένο από την παραγωγική διαδικασία, όπου οι ταξικές διαφορές είναι προφανείς, ώστε να μπορεί να εφαρμόσει τον κατανεμητικό του ρόλο με έναν αποδοτικό και φαινομενικά «αντικειμενικό» τρόπο. Θεωρητικά, όλα τα παιδιά έχουν «ίσες ευκαιρίες»: το αν θα γίνουν μάνατζερ ή εργάτες είναι «στο χέρι τους». Πρακτικά, υπάρχουν τεράστιοι ταξικοί φραγμοί –κυρίως το οικονομικό κόστος της εκπαίδευσης, που δεν καλύπτει το κράτος και φορτώνεται στην οικογένεια– που επιβάλλουν στις περισσότερες περιπτώσεις στα φτωχότερα παιδιά να προχωράνε πολύ λιγότερο στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Οι συνεχείς εξετάσεις έρχονται να ολοκληρώσουν αυτήν την ταξική επιλογή. Υποτίθεται ότι οι εξετάσεις καταγράφουν την ικανότητα κάθε παιδιού να «παίρνει τα γράμματα». Όμως, το τελικό αποτέλεσμα του εκπαιδευτικού συστήματος είναι να εμφανίζει πάντα την ίδια κατανομή: «άξια» αποδεικνύεται πάντα μια μειοψηφία, ενώ αυτοί που προοδεύουν λιγότερο είναι, δήθεν φυσιολογικά, η πλειοψηφία.

Ο ταξικός ρόλος της εκπαίδευσης μπορεί να αποκρύβεται σε σημαντικό βαθμό στην περίοδο της ανάπτυξης και της επέκτασης του καπιταλισμού. Σε τέτοιες εποχές υπάρχουν τομείς της οικονομίας και επαγγελματικοί κλάδοι στους οποίους κάποια παιδιά των φτωχότερων τάξεων μπορούν να ανέβουν κοινωνικά και η εκπαίδευση εμφανίζεται ότι δίνει ευκαιρίες για κοινωνική άνοδο. Αντίθετα, αυτή η δυνατότητα περιορίζεται στο ελάχιστο σε περιόδους στασιμότητας και κρίσης του συστήματος. Για παράδειγμα, παλιότερα, ένα πτυχίο μηχανικού εξασφάλιζε σχεδόν σίγουρα μέλλον εργολάβου και αρκετά χρήματα – σήμερα, στην καλύτερη περίπτωση, εξασφαλίζει τη θέση ενός καλά αμειβόμενου υπαλλήλου ή ελεύθερου επαγγελματία.

Σε περιόδους ανάπτυξης του συστήματος, οι μισθοί συνήθως καλυτερεύουν σημαντικά (αυτό δεν γίνεται βέβαια αυτόματα, χρειάζεται η ταξική πάλη). Σε αυτήν τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων εμφανίζεται ότι συμβάλλει σημαντικά το εκπαιδευτικό σύστημα, αφού όσο πιο μορφωμένος είναι κανείς τόσο καλύτερη δουλειά βρίσκει συνήθως. Όμως, σε περιόδους σαν τη σημερινή, ένα πανεπιστημιακό πτυχίο δεν αποτελεί προστασία από τα εξοντωτικά ωράρια και την κακοπληρωμένη εργασία και, ακόμα χειρότερα, μπορεί να είναι απλώς διαβατήριο για την ανεργία.

Εξαιτίας του χαρακτήρα της εκπαίδευσης στον καπιταλισμό, υπάρχει μια ενδογενής αντίφαση μέσα στο σύστημα, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο οξυμένη. Η αντίφαση προκύπτει ανάμεσα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που σχεδιάζεται από το κράτος και σε μια οικονομία που κινείται με βάση την αναρχία της αγοράς. Από τη στιγμή που θα σχεδιαστεί ένας εκπαιδευτικός κλάδος μέχρι τη στιγμή που οι πρώτοι απόφοιτοι θα βγουν στην αγορά εργασίας χρειάζονται αρκετά χρόνια, ενώ η κινητικότητα στην οικονομία είναι πολύ πιο γρήγορη και απρόβλεπτη. Το τί επαγγέλματα ζητάει η αγορά εργασίας, είναι ένας συνεχώς μεταβαλλόμενος παράγοντας και καθορίζεται από το ποιοι τομείς κάθε φορά είναι κερδοφόροι για το κεφάλαιο και ποιοι τομείς είναι ζημιογόνοι και παρακμάζουν. Η αντίφαση γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, γιατί η καπιταλιστική οικονομία άλλοτε βρίσκεται σε ανάπτυξη και άλλοτε πέφτει σε στασιμότητα και σε κρίση. Με άλλα λόγια, άλλοτε υπάρχει ζήτηση για εργασία που μπορεί να απορροφήσει τους νέους εργαζομένους και άλλοτε η προσφορά εργασίας είναι ελάχιστη σε σύγκριση με τον αριθμό των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Η σημερινή συγκυρία: προσαρμογή στη ζούγκλα της αγοράς

Η αντιμεταρρύθμιση της Γιαννάκου δεν είναι η πρώτη που επιχειρείται. Τόσο το νομοσχέδιο Κοντογιαννόπουλου το ’90, όσο και ο νόμος Αρσένη το ’98 εμφορούνταν από παρόμοια σκεπτικά και παρόμοιες ρυθμίσεις με αυτές που θέλει να περάσει η κυβέρνηση Καραμανλή σήμερα: συνεχείς εξετάσεις, «αξιολόγηση» της εκπαίδευσης, πειθάρχηση εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων. Ο περιορισμός των κρατικών δαπανών και η οικονομική ασφυξία της δημόσιας εκπαίδευσης είναι κεντρικό στοιχείο στην πολιτική όλων των κυβερνήσεων την τελευταία 15ετία.

Οι υποστηρικτές της αντιμεταρρύθμισης χρησιμοποιούν διάφορους μύθους για να πείσουν. Ο βασικός είναι η «πτώση του επιπέδου σπουδών». Θέλουν να μας πείσουν ότι πρέπει να προχωράνε στην εκπαίδευση μόνον «λίγοι και εκλεκτοί». Με άλλα λόγια, αυτό που λένε είναι ότι όσοι περισσότεροι πηγαίνουν σχολείο και όσο περισσότεροι σπουδάζουν τόσο πιο χαμηλά πέφτει η ποιότητα σπουδών. Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η μαζικοποίηση της εκπαίδευσης έφερε γενική άνοδο στο μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού. Περιόρισε και συνεχίζει να περιορίζει τον αναλφαβητισμό και ταυτόχρονα προμήθευσε την οικονομία με τη στρατιά των επιστημόνων και των τεχνικών που χρειάζονταν για να στηριχτεί η μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη. Όχι μόνο παλιότερα, αλλά και σήμερα υπάρχουν παραδείγματα που η βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος πάει μαζί με τη μαζικοποίησή του: Σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, η εκπαίδευση μαζικοποιείται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, τόσο στο μαθητικό πληθυσμό όσο και στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση – και, μάλιστα, σε σύγχρονους τομείς, όπως η πληροφορική. Είναι προφανές ότι δεν άρχισαν ξαφνικά να γεννιούνται περισσότεροι «έξυπνοι» σ’ αυτές τις χώρες – αυτό που συμβαίνει είναι ότι η οικονομική ανάπτυξη έχει επιφέρει τη μαζική επέκταση της εκπαίδευσης.

Αν το ζήτημα ήταν η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας, το πρώτο στοιχειώδες μέτρο που θα χρειαζόταν θα ήταν ο εφοδιασμός των σχολείων μαζικά με ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Στην πραγματικότητα, οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις που τους υπηρετούν, όταν μιλάνε για «προσαρμογή της εκπαίδευσης στα σύγχρονα δεδομένα», εννοούν την προσαρμογή στις σύγχρονες ανάγκες κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Αυτός είναι ο στόχος των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και των καπιταλιστών και αυτό το πνεύμα διακατέχει τις αποφάσεις τους τα τελευταία χρόνια. Θέλουν να προχωρήσουν σε αλλαγές στην εκπαίδευση ώστε να «καταστεί η οικονομία της Ε.Ε. η πιο ανταγωνιστική στον κόσμο μέχρι το 2010» (απόφαση Λισαβόνας, 2002).

Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι αρκετό για να καταλάβουμε τι θέλουν να κάνουν. Σε παλιότερες εποχές, η Φολκσβάγκεν έχτιζε νέα εργοστάσια και προσλάμβανε καινούργιους εργάτες και τεχνικούς. Σήμερα, η Φολκσβάγκεν κλείνει το μεγαλύτερο τμήμα από το εργοστάσιό της στις Βρυξέλλες και απολύει χιλιάδες εργαζομένους. Παλιότερα, τα κέρδη της εταιρείας αυξάνονταν από την επέκταση και τις νέες προσλήψεις – σήμερα τα κέρδη (και η άνοδος των μετοχών της στο χρηματιστήριο) βγαίνουν από τις απολύσεις και την εντατικότερη εκμετάλλευση των ήδη υπαρχόντων εργαζομένων. Σ’ αυτήν την πραγματικότητα θέλουν να προσαρμόσουν την εκπαίδευση.

Θέλουν να δαπανούν λιγότερα για την εκπαίδευση (και γενικότερα για κοινωνικές παροχές), ώστε το κράτος να έχει τις δυνατότητες να δίνει φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο και να τονώνει τα κέρδη των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, βέβαια, εξακολουθούν να έχουν ανάγκη ένα ειδικευμένο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό. Επομένως, η «λύση» γι’ αυτούς είναι να μειώσουν τον εκπαιδευτικό πληθυσμό της δημόσιας εκπαίδευσης –ξεκινώντας από την τριτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια– τόσο όσον αφορά τους διδάσκοντες όσο και τους διδασκομένους. Η ωμή και κυνική λογική τους είναι ότι οι επιχειρήσεις χρειάζονται λιγότερους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αυτό ακριβώς προωθούν με τις αντιμεταρρυθμίσεις τους. Η «βάση του 10» που αποφάσισε η Γιαννάκου άφησε με τη μία πάνω από 20.000 κενές θέσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση – το επόμενο βήμα είναι το οριστικό κλείσιμο και οι συγχωνεύσεις ολόκληρων σχολών, ώστε ο συνολικός φοιτητικός πληθυσμός να μειωθεί δραματικά. Για την πλειονότητα των μαθητών ο μόνος δρόμος που απομένει είναι η είσοδος στην αγορά εργασίας (ή στην ανεργία) νωρίτερα, ως ανειδίκευτοι εργαζόμενοι και με λιγότερες μισθολογικές και εργασιακές απαιτήσεις.

Στον ίδιο στόχο της περιστολής των κρατικών δαπανών σκοπεύει και η ολοένα και μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης. Με την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος θέλουν να επισημοποιήσουν και να μεγεθύνουν ακόμα περισσότερο την εκπαίδευση-κατάρτιση, που παρέχουν με πανάκριβα δίδακτρα οι ιδιώτες σχολάρχες των ΙΕΚ και των ιδιωτικών «πανεπιστημίων». Όμως, ο μεγαλύτερος στόχος τους είναι η εφαρμογή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στα ίδια τα δημόσια πανεπιστήμια. Σήμερα, ήδη, στα μεταπτυχιακά τμήματα των δημόσιων πανεπιστημίων οι φοιτητές πληρώνουν δίδακτρα – αυτή είναι μια πολιτική που θέλουν στην πορεία να την επεκτείνουν και στους προπτυχιακούς φοιτητές. Επίσης, θέλουν να αναδείξουν τις επιχειρήσεις ως τους βασικούς «χορηγούς» των πανεπιστημίων και να μειώσουν την υποχρέωση του κράτους να τα χρηματοδοτεί. Η περιβόητη «αξιολόγηση» και ο ανταγωνισμός των πανεπιστημίων θα χωρίσει τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ σε «επιτυχημένα» και πλούσια και σε «αποτυχημένα» και φτωχά. Όσα τμήματα καταφέρνουν να παίρνουν «χορηγίες» από τις επιχειρήσεις, θα μπορούν να χρηματοδοτούν ερευνητικά προγράμματα και θα έχουν να πληρώνουν το προσωπικό και τα λειτουργικά τους έξοδα – τα υπόλοιπα θα οδηγούνται στην υποχρηματοδότηση και το σταδιακό μαρασμό.

Οι καπιταλιστές, βέβαια, δεν πρόκειται να βάλουν το χέρι στην τσέπη επειδή ξαφνικά τους έπιασε η γενναιοδωρία. Αντίθετα, θα το κάνουν μόνο στο βαθμό που κάποιο πανεπιστημιακό τμήμα θα τους απαλλάσσει από το κόστος της μαθητείας –της εκπαίδευσης που παίρνει ένας εργαζόμενος πάνω στη δουλειά– και το κόστος της έρευνας.

Αυτό σημαίνει ότι η έρευνα και η εκπαίδευση θα περιοριστούν μόνο σε τομείς που θα είναι κερδοφόροι για τις επιχειρήσεις. Μια πετρελαϊκή εταιρεία δεν πρόκειται ποτέ να χρηματοδοτήσει ένα πρόγραμμα για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και μια φαρμακευτική εταιρεία ποτέ δεν θα επενδύσει σε φτηνά φάρμακα για τον πολύ κόσμο. Αντί να έχουμε αποφοίτους τεχνικούς πληροφορικής από δέκα πανεπιστημιακές σχολές, θα έχουμε αποφοίτους «επιστήμονες» της Microsoft από μια σχολή και σίγουρους άνεργους στις υπόλοιπες «μη ανταγωνιστικές» σχολές.

Οι φοιτητές θα πρέπει να δουλεύουν ως άμισθοι υπάλληλοι των εταιρειών όταν είναι ακόμα στο πανεπιστήμιο και να γίνονται αναλώσιμοι εργαζόμενοι όταν αποφοιτήσουν. Η στενή ειδίκευση σε σπουδές που είναι άμεσα αξιοποιήσιμες από συγκεκριμένες επιχειρήσεις θα οδηγήσει σε εργαζομένους που δεν θα έχουν τις απαραίτητες ευρύτερες γνώσεις για να βρουν αλλού δουλειά όταν απολυθούν.

Αυτή είναι η περιβόητη «προσαρμογή της εκπαίδευσης στις σύγχρονες απαιτήσεις»: φτηνή εκπαίδευση για το κράτος, δυνατότητα να σπουδάζουν μόνον όσοι αντέχουν το οικονομικό κόστος, παραγωγή εργαζομένων –«ειδικευμένων ηλιθίων»– μιας χρήσης για τους καπιταλιστές, εκπαίδευση και έρευνα συρρικνωμένη μόνο σε όποιους τομείς είναι άμεσα κερδοφόροι για το κεφάλαιο και πλήρης σκοταδισμός στους άλλους επιστημονικούς τομείς. Είναι μια προσαρμογή ευθέως ανάλογη με την προσαρμογή της οικονομίας στη ζούγκλα της αγοράς και την προωθούμενη κατάργηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Καμιά σχέση δεν έχουν, λοιπόν, τα σχέδια που προωθεί η άρχουσα τάξη με την «πρόοδο». Αντί για «εκσυγχρονισμό», όπως μας την παρουσιάζουν, η αντιμεταρρύθμιση της εκπαίδευσης ώστε να βγάζει «λίγους και εκλεκτούς» στοχεύει να γυρίσει το ρολόι της Ιστορίας μερικές δεκαετίες πίσω. Οι περίφημοι μεταρρυθμιστές είναι, στην πραγματικότητα, νεοσκοταδιστές. Αν περάσουν τα σχέδιά τους θα έχουμε τη γενικευμένη πτώση του μορφωτικού επιπέδου του πληθυσμού και τη στέρηση των επιστημονικών γνώσεων από ακόμα μεγαλύτερα τμήματα των φτωχότερων τάξεων. Δεν είναι τυχαίο ότι στις ΗΠΑ, όπου οι καπιταλιστές έχουν καταφέρει να περάσουν τις αντιμεταρρυθμίσεις τους σε μεγαλύτερο βαθμό, ανθούν πολύ περισσότερο οι δεισιδαιμονίες και η θρησκοληψία. Ο Μπους που «συνομιλεί με τον θεό» για να κάνει τους πολέμους του, δεν είναι ο… τρελός του χωριού. Στον ίδιο τον ανθό των αμερικάνικων πανεπιστημίων η αντιδραστική και ρατσιστική «κοινωνιοβιολογία» επιδοτείται παχυλά από τις μεγάλες επιχειρήσεις και παρουσιάζεται ως η τελευταία λέξη της επιστήμης και η θεωρία της δημιουργίας του κόσμου από τον θεό εμφανίζεται ισάξια επιστημονικά με τις ανακαλύψεις του Δαρβίνου!

Το κίνημα στην εκπαίδευση

Το νεολαιίστικο κίνημα είχε και έχει διαταξικά χαρακτηριστικά, αφού στο εκπαιδευτικό σύστημα συμμετέχουν τα παιδιά όλων των κοινωνικών τάξεων. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ενιαία συμφέροντα που να μπορούν να κινητοποιήσουν το μαθητικό και το φοιτητικό πληθυσμό. Όμως, ο έντονος ρόλος που παίζει η ιδεολογία στους νέους ανθρώπους που ψάχνουν το δρόμο τους στη ζωή δημιουργεί το έδαφος για μια μαζική αμφισβήτηση ενάντια στο συντηρητισμό και τη βαρβαρότητα του συστήματος. Ποτέ δεν είναι εύκολο στο σύστημα να πείσει τη νεολαία να αποδεχθεί μοιρολατρικά μια κοινωνία γεμάτη αδικία, καταπίεση, πολέμους, φτώχεια και δυστυχία.

Επιπλέον, με το πέρασμα του χρόνου η ταξική διαστρωμάτωση στην εκπαίδευση έχει αλλάξει δραματικά. Η μαζική είσοδος στο εκπαιδευτικό σύστημα των παιδιών των μεσαίων και των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων σήμανε τη μεταφορά της κοινωνικής δυσαρέσκειας αυτών των στρωμάτων μέσα στο χώρο της εκπαίδευσης. Ιδιαίτερα τα πανεπιστήμια, με τη μεγάλη συγκέντρωση φοιτητικού πληθυσμού, πρόσφεραν έναν μαζικό χώρο που διευκόλυνε την ανάπτυξη του κινήματος.

Παράλληλα με τη μαζικοποίηση του πληθυσμού των μαθητών και των φοιτητών, πηγαίνει και η συνακόλουθη μαζικοποίηση και προλεταριοποίηση των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων. Με εξαίρεση τους μεγαλοκαθηγητάδες στα πανεπιστήμια, που έχουν συμφέροντα άμεσα δεμένα με τον καπιταλισμό, οι εκπαιδευτικοί –από τους νηπιαγωγούς μέχρι το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης– αποτελούν σήμερα έναν πολυπληθή κλάδο εργαζομένων που εργάζονται σε δύσκολες συνθήκες και αμείβονται πενιχρά.

Όπως είδαμε και πριν, το εκπαιδευτικό σύστημα είναι δεμένο με τις ανάγκες αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Συνεπώς, ακόμα και τα πιο «ιδιαίτερα» εκπαιδευτικά αιτήματα έχουν άμεση σχέση με τη γενικότερη ταξική πάλη. Για παράδειγμα, οι μισθοί των εκπαιδευτικών δεν είναι ανεξάρτητοι από τους μισθούς των υπόλοιπων εργαζομένων.

Αλλά και το κίνημα της νεολαίας δεν μπορεί να αναπτυχθεί ως ένα στενά «κλαδικό» κίνημα. Από την ίδια τη φύση των πραγμάτων, το φοιτητικό και το μαθητικό κίνημα έρχονται σε αντιπαράθεση με το βασικό πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής κάθε φορά. Το νεολαιίστικο κίνημα μπορεί να αναπτυχθεί μαζικά μόνο βάζοντας κεντρικούς πολιτικούς στόχους και αυτό είναι το μόνιμο μοτίβο όλων των κινημάτων της νεολαίας διεθνώς –το ίδιο και στην Ελλάδα από την εποχή του 114 και του Πολυτεχνείου, μέχρι σήμερα. Ο πολιτικός προσανατολισμός του νεολαιίστικου κινήματος (και οι συνακόλουθες πολιτικές αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του) είναι, λοιπόν, βασικός παράγοντας που καθορίζει τη δυνατότητά του να καταφέρει νίκες. Η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο κίνημα της νεολαίας και την υπόλοιπη ταξική πάλη είναι ένας βασικός λόγος, επίσης, που οδηγεί το φοιτητικό κίνημα να γίνεται συχνά πυροδότης ευρύτερων κοινωνικών αγώνων και εξεγέρσεων.

Οι μαζικοί αγώνες στο χώρο της εκπαίδευσης έκαναν την εμφάνισή τους κυρίως μεταπολεμικά. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, οι διεκδικήσεις του μαζικού κινήματος είχαν προσανατολισμό στη βελτίωση και στο παραπέρα άνοιγμα της εκπαίδευσης στα φτωχότερα στρώματα. Η πάλη ενάντια στον αυταρχισμό και το σκοταδισμό του εκπαιδευτικού συστήματος έπαιξε μεγάλο ρόλο στο ξέσπασμα διεθνώς του φοιτητικού κινήματος την εποχή του ’68. Πολύ σημαντικό ρόλο σ’ αυτά τα ξεσπάσματα έπαιξαν, επίσης, κεντρικά πολιτικά ζητήματα, όπως ο πόλεμος στο Βιετνάμ ή η καταπίεση της χούντας στην Ελλάδα. Η πυροδότηση των εργατικών αγώνων από το φοιτητικό κίνημα ήταν, επίσης, μόνιμο χαρακτηριστικό της εποχής, με κορυφαία έκφραση το Μάη του ’68 και το ξέσπασμα της μεγαλύτερης γενικής απεργίας στην Ιστορία.

Υπάρχουν πολλές ομοιότητες σήμερα με εκείνη την εποχή. Ο κεντρικός πολιτικός χαρακτήρας του κινήματος της εκπαίδευσης και η αλληλεξάρτησή του από τη γενικότερη ταξική πάλη ισχύει και σήμερα. Μάλιστα, η μαζικοποίηση της εκπαιδευόμενης νεολαίας και η ταξική διαστρωμάτωση των φοιτητών και των μαθητών κάνει πολύ πιο έντονο το στοιχείο της «προλεταριοποίησης» σήμερα, γεγονός που φάνηκε πολύ ξεκάθαρα στη νεολαιίστικη έκρηξη στη Γαλλία ενάντια στο νόμο «πρώτης απασχόλησης» – αν οι εξεγερμένοι φοιτητές το ’68 ήταν δεκάδες χιλιάδες, το 2006 το κίνημα αγκάλιασε εκατομμύρια νεολαίους.

Όμως υπάρχουν και διαφορές. Εκείνη την εποχή το σύστημα βρισκόταν σε επέκταση και μπορούσε να κάνει παραχωρήσεις ώστε να ενσωματώσει την ογκούμενη αμφισβήτηση. Σήμερα, τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να προσαρμόσουν την εκπαίδευση στα αδιέξοδα του συστήματος και επιχειρούν να πάρουν πίσω όλες τις κατακτήσεις που κερδήθηκαν τις περασμένες δεκαετίες. Αναπόφευκτα το ξέσπασμα των μαζικών αγώνων τα τελευταία χρόνια –από την εποχή του ’90-’91 και του νόμου Αρσένη μέχρι τις φετινές κινητοποιήσεις– έχει πιο πολύ αμυντικό χαρακτήρα υπεράσπισης «κεκτημένων» παρά διεκδίκησης καλύτερων μεταρρυθμίσεων. Αυτό είναι όμως μόνο η αρχή, αφού τα αιτήματα των εκπαιδευτικών και της νεολαίας πηγαίνουν πολύ πιο μακριά. Η σημερινή κατάσταση στην εκπαίδευση δεν είναι καθόλου ικανοποιητική.

Η παιδεία είναι εν μέρει δημόσια και σχεδόν καθόλου δωρεάν. Η κακοπληρωμένη δουλειά και –ακόμα χειρότερα– ο εφιάλτης της ανεργίας χτυπάνε ακόμα και τους αποφοίτους των πιο περιζήτητων σχολών. Είναι φανερό ότι, για να ξεπεράσει τις μάχες οπισθοφυλακών και να περάσει στην αντεπίθεση, το κίνημα στην εκπαίδευση είναι υποχρεωμένο να αναζητήσει ένα όραμα διεξόδου από την κρίση.

Το όραμα για μια σοσιαλιστική εκπαίδευση

Δεν είναι δύσκολο να χαραχτεί η κατεύθυνση αυτής της διεξόδου και αυτό κάνουν ήδη πολλά αιτήματα του κινήματος: η ραγδαία αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης και η ελεύθερη πρόσβαση όλων των παιδιών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης είναι φανερό ότι θα φέρουν πολύ σημαντική βελτίωση για όλους. Όμως, για να υλοποιηθούν τέτοια αιτήματα και να βρεθούν οι απαραίτητοι πόροι πρέπει να θιγεί ο πυρήνας του ίδιου του συστήματος, που είναι τα κέρδη των καπιταλιστών. Η ανεργία των νέων μπορεί να χτυπηθεί, επίσης, με προφανή τρόπο: τη μείωση των ωρών εργασίας, την αύξηση των μισθών, ώστε κανείς να μην αναγκάζεται σε δεύτερη δουλειά και υπερωρίες, τις μαζικές προσλήψεις στον τομέα της υγείας, σ’ αυτόν της παιδείας και σε όλους τους τομείς του κοινωνικού κράτους που στενάζουν από τις ελλείψεις προσωπικού. Τέτοιου είδους μέτρα, όμως, έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τις προτεραιότητες των νόμων της αγοράς συνολικά στην κοινωνία. Συνεπώς, το συμφέρον του καπιταλιστικού συστήματος υψώνει έναν τοίχο που εμποδίζει την υλοποίηση ακόμα και των πιο προφανών μέτρων βελτίωσης της εκπαίδευσης, αλλά και του μέλλοντος της νεολαίας.

Χρειάζονται οι πιο αποφασιστικοί μαχητικοί και μαζικοί αγώνες για να εμποδίσουμε την αντιμεταρρύθμιση στην εκπαίδευση και να αποσπάσουμε ακόμα και τις πιο μικρές βελτιώσεις. Όμως, αυτό δεν θα σταματήσει την αστική τάξη να επιμένει και να προσπαθεί να γκρεμίσει ό,τι απόμεινε από τη δημόσια εκπαίδευση, για να την προσαρμόσει στη ζούγκλα της αγοράς. Το κίνημα στο χώρο της εκπαίδευσης είναι υποχρεωμένο να συγκρουστεί με την καπιταλιστική πραγματικότητα συνολικά, για να μπορέσει να βγει από τη συνεχή άμυνα. Περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαίο σήμερα ένα όραμα για την παιδεία που να πηγαίνει πέρα από τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος, ένα όραμα για μια άλλη εκπαίδευση σε μιαν άλλη κοινωνία.

Είναι δυνατόν να οικοδομηθεί μια άλλη εκπαίδευση αν η κοινωνία στην οποία στηρίζεται πετάξει τα παράλογα κριτήρια του κέρδους και έχει ως πρώτη προτεραιότητα την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Και μια τέτοια κοινωνία μπορεί να υπάρξει όταν οι εργαζόμενοι που παράγουν όλο τον πλούτο έχουν τον έλεγχο όλης της κοινωνίας. Αυτό ακριβώς επιχείρησαν να κάνουν οι εργάτες στη Ρωσία το 1917. Αναπόφευκτα, το μεγαλύτερο πείραμα μέχρι τώρα για την οικοδόμηση μιας τέτοιας εκπαίδευσης έγινε στα λίγα χρόνια που κράτησε η Οχτωβριανή Επανάσταση, πριν συντριβεί από τον σταλινικό κρατικό καπιταλισμό.

Το 1917 τα εργατικά συμβούλια (σοβιέτ) πήραν την εξουσία και απαλλοτρίωσαν τους βιομηχάνους και τους τραπεζίτες. Η κυβέρνηση των σοβιέτ, όπως ήταν φυσικό, προώθησε αμέσως όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε η εκπαίδευση να είναι καθολική και δωρεάν. Η βασική και η μέση εκπαίδευση έγιναν υποχρεωτικές για όλα τα παιδιά. Καταργήθηκαν οι βαθμοί στα σχολεία, καθώς και οι κατατακτήριες εξετάσεις και τα πανεπιστήμια ήταν προσβάσιμα σε όλους. Το κράτος ανέλαβε την υποχρέωση να διαθέτει δωρεάν γεύματα σε όλους τους μαθητές. Η διδασκαλία των θρησκευτικών καταργήθηκε και τα σχολεία έγιναν για πρώτη φορά μεικτά. Αυτά ήταν πρωτοφανή μέτρα – όχι μόνο για την οικονομικά Ρωσία, αλλά και για τις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της εποχής. Και όμως, αποτελούσαν μόνο την αρχή στην προσπάθεια για μια ριζική αναμόρφωση της εκπαίδευσης.

Κεντρικός στόχος έγινε η συλλογική απελευθέρωση των ανθρώπων από την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Οι δυο βασικές κατευθύνσεις που θα οδηγούσαν σ’ αυτόν το στόχο ήταν η «πολυτεχνική εκπαίδευση» και η αυτοκυβέρνηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και η σύνδεσή τους με την κοινωνία.

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η απόφαση μιας σύσκεψης επαναστατών δασκάλων (που εκείνη την εποχή ήταν μειοψηφία μέσα στους Ρώσους δασκάλους): «Ο βασικός σκοπός του νέου σχολείου πρέπει να είναι η ανάδειξη μιας δημιουργικής προσωπικότητας αναπτυγμένης πολύπλευρα. Η σύσκεψη θεωρεί αναγκαίο να δοθεί στην παιδεία μια πολυτεχνική κατεύθυνση και να μεταμορφωθεί το σχολείο σε μια κοινότητα εργασίας βασισμένη στη δραστηριότητα των ίδιων των μελών, στην παραγωγική εργασία για κοινή χρήση και προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες. Το σχολείο δεν θα πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με τη ζωή, αλλά να συμβαδίζει μ’ αυτήν και να προσπαθεί να δημιουργήσει ένα αρμονικά αναπτυγμένο ανθρώπινο ον».

Η πολυτεχνική εκπαίδευση είχε στόχο τη γενική μόρφωση, την κατανόηση της ζωής και της φύσης, την κατάκτηση από τους νέους της ικανότητας να μαθαίνουν και να έχουν δημιουργική σκέψη και δράση. Αντί για τη στείρα παπαγαλία, τα εκπαιδευτικά προγράμματα άλλαξαν ριζικά, ώστε τα παιδιά να κατανοούν τη σχέση ανάμεσα στην επιστημονική γνώση και την πραγματική ζωή. Παρά την τεράστια έλλειψη της κατεστραμμένης από τον πόλεμο ρωσικής οικονομίας σε «ειδικούς», η προτεραιότητα της σοβιετικής εκπαίδευσης δεν ήταν να ειδικευτούν οι μαθητές γρήγορα, αλλά να αποκτήσουν μια ευρύτερη μόρφωση, ώστε να μπορούν να εξασκήσουν όχι μία, αλλά πολλές τέχνες στη συνέχεια.

Τα προγράμματα σπουδών και οι μέθοδοι διδασκαλίας έγιναν αντικείμενο τεράστιων συζητήσεων. Οι απόψεις των προοδευτικών εκπαιδευτικών του υπόλοιπου κόσμου έγιναν αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας στη επαναστατημένη Ρωσία. Εκπαιδευτικά πειράματα σε πολυτεχνική και αντιαυταρχική κατεύθυνση υπήρχαν ήδη σε μεμονωμένα σχολεία στην Αγγλία και την Αμερική. Στη Ρωσία όμως, όπου οι εργάτες κυβερνούσαν και όχι οι καπιταλιστές, τέτοιου είδους προοδευτικές παιδαγωγικές αντιλήψεις έγιναν κυρίαρχες στο εκπαιδευτικό σύστημα.

Σε συνδυασμό με τον πολυτεχνικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης ερχόταν η αυτοκυβέρνηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, από το πανεπιστήμιο μέχρι το σχολείο. Οι σχολικές μονάδες διοικούνταν από το σχολικό συμβούλιο, στο οποίο εκπροσωπούνταν όλη η σχολική κοινότητα, από τους μαθητές και τους δασκάλους ίσαμε τις καθαρίστριες. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα έβγαιναν από τη συνεργασία του σχολικού συμβουλίου με τα τοπικά εργατικά συμβούλια. Οι διευθυντές εκλέγονταν από το συμβούλιο και ήταν ανακλητοί από αυτό.

Στη Ρωσία του ’17 δεν ήταν καθόλου εύκολη μια τέτοια αυτοκυβέρνηση. Εκτός από την απίστευτη φτώχεια, η σοβιετική εκπαίδευση είχε να αντιμετωπίσει τις δεισιδαιμονίες, την πολύ έντονη ακόμα επιρροή των παπάδων και την αντιδραστική στάση που κρατούσε η πλειονότητα των (προνομιούχων εκείνη την εποχή) εκπαιδευτικών. Όμως, η απόφαση της Επανάστασης ήταν να αλλάξει αυτήν την κατάσταση.

Όπως χαρακτηριστικά έλεγε η αναπληρώτρια Επίτροπος Παιδείας (και σύντροφος του Λένιν) Κρούπσκαγια: «Δεν φοβηθήκαμε να οργανώσουμε μια επανάσταση. Ας μη φοβόμαστε τους ανθρώπους, ας μη φοβόμαστε ότι θα εκλέξουν τους λάθος αντιπρόσωπους, ότι θα φέρουν ξανά τους παπάδες. Θέλουμε οι άνθρωποι να διευθύνουν τη χώρα και να είναι οι ίδιοι αφεντικά… Η δουλειά μας είναι να βοηθήσουμε τον κόσμο στην πράξη να πάρει τη μοίρα του στα χέρια του».

Οι κατακτήσεις της επαναστατικής εκπαίδευσης κράτησαν μόλις λίγα χρόνια. Συντρίφτηκαν μαζί με την ίδια την επανάσταση και την επικράτηση του σταλινικού κρατικού καπιταλισμού. Όμως, πρόλαβαν να δώσουν ένα πολύ μεγάλο παράδειγμα και μιαν απόδειξη ότι μία άλλη εκπαίδευση είναι εφικτή μέσα σε μια κοινωνία όπου οι εργαζόμενοι παίρνουν την εξουσία και τη ζωή τους στα χέρια τους.

Διέξοδος στην κρίση

Όπως είδαμε, η εκπαίδευση στη σημερινή κοινωνία είναι δεμένη με τον καπιταλισμό και δομημένη «κατ’ εικόνα και ομοίωσή του». Η σημερινή κρίση στην εκπαίδευση δεν οφείλεται στο ότι είναι δημόσια και δωρεάν (που δεν είναι) ούτε στο ότι εκπαιδευτικοί και εκπαιδευόμενοι δεν «αξιολογούνται» και είναι «χαλαροί» (που δεν είναι). Οφείλεται στην ίδια την κρίση και την αδυναμία του καπιταλισμού να προσφέρει ένα καλύτερο μέλλον στους ανθρώπους. Αντίθετα, οι σημερινές επιλογές της άρχουσας τάξης θέλουν να πισωγυρίσουν την κατάσταση, οδηγούν στη μείωση του μορφωτικού επιπέδου του πληθυσμού και οδηγούν στην ένταση των ταξικών διακρίσεων στην εκπαίδευση.

Η σύγκρουση με αυτές τις επιλογές είναι μονόδρομος – όχι μόνο για τους εκπαιδευτικούς και τη νεολαία, αλλά για όλο το εργατικό κίνημα. Ταυτόχρονα με τους αγώνες μας σήμερα, δεν υπερασπίζουμε απλώς το παρόν, αλλά ανοίγουμε το δρόμο για το μέλλον. Για μια εκπαίδευση που θα υπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπων και όχι να παράγει «ανθρώπινα εξαρτήματα» για τη μηχανή του κέρδους. Μια εκπαίδευση που δεν θα κάνει τα παιδιά να σιχαίνονται τη μόρφωση, που δεν θα καταπιέζει τη δίψα για μάθηση, αλλά θα την μετατρέπει σε ικανοποίηση.

Παλεύουμε για μια κοινωνία που οι εργαζόμενοι θα μπορούν να χρησιμοποιούν την επιστημονική γνώση και την τεχνολογία προς όφελος της γενικής ευημερίας και, συνεπώς, για μια εκπαίδευση που δεν θα παράγει «ειδικευμένους ηλίθιους», αλλά ολόπλευρα αναπτυγμένους ανθρώπους.

Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο νόμος του 1918 για την εκπαίδευση στην επαναστατική Ρωσία: «Η προσωπικότητα θα παραμείνει η υψηλότερη αξία στη σοσιαλιστική κουλτούρα. Αυτή η προσωπικότητα, όμως, μπορεί να αναπτύξει τις κλίσεις της σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια μόνο σε μια αρμονική κοινωνία ίσων. Εμείς δεν ξεχνάμε το δικαίωμα του κάθε ατόμου στη δική του ιδιαίτερη ανάπτυξη. Δεν είναι για μας αναγκαίο να τσακίσουμε την προσωπικότητα, να την περιγελάμε, να τη λιώνουμε σε σιδερένια καλούπια, γιατί η σταθερότητα της σοσιαλιστικής κοινότητας δεν βασίζεται στην ομοιομορφία των στρατώνων ούτε στα καψόνια ούτε στις θρησκευτικές και αισθητικές ψευδαισθήσεις, αλλά στην ενεργητική αλληλεγγύη των συμφερόντων».

Αν στη φτωχή Ρωσία, πριν από 90 χρόνια, το όραμα αυτό μπορούσε να τεθεί, σήμερα, με τον τεράστιο πλούτο και την επιστημονική γνώση που έχει συσσωρεύσει η ανθρωπότητα, μια άλλη εκπαίδευση είναι απόλυτα εφικτή. Και, απέναντι στην κρίση της καπιταλιστικής εκπαίδευσης που στρέφεται απειλητικά ενάντια στο μέλλον της ανθρωπότητας, είναι ένα όραμα περισσότερο αναγκαίο από ποτέ.

Posted in Εκπαίδευση, Θεωρία | Σχολιάστε