Κρίση της εκπαίδευσης και καπιταλισμός – Ποια είναι η λύση;

Με αφορμή, το σχέδιο «Αθηνά», δημοσιεύω ένα παλιότερο κείμενο που αφορά μια συνολικότερη προσέγγιση στο ζήτημα της εκπάιδευσης. Γράφτηκε τον γενάρη του 2007, με αφορμή τις τότε μαζικές φοιτικές κινητοποιήσεις και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό «Διεθνιστική Αριστερά» Νο 11 http://v1dea.2square.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=106&Itemid=46

…………………………………………………………………………………………………………….

Τους τελευταίους μήνες η εκπαίδευση έχει βρεθεί στο επίκεντρο των εξελίξεων, τόσο από τις προθέσεις της κυβέρνησης να προχωρήσει σε «μεταρρυθμίσεις», όπως τις ονομάζει, όσο –και κυρίως– από το ξέσπασμα των αγώνων στους χώρους της εκπαίδευσης. Αγώνες που η μαζικότητα και η έντασή τους έχουν μετατρέψει την εκπαίδευση σε εμπροσθοφυλακή της μάχης ενάντια στις επιθέσεις της κυβέρνησης Καραμανλή. Αγώνες που έχουν αγκαλιάσει τόσο τους εκπαιδευτικούς όσο και τους εκπαιδευόμενους, από το χώρο του νηπιαγωγείου μέχρι την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αγώνες που δεν βλέπουμε συχνά και που μπορούν να συγκριθούν μόνο με αντίστοιχες μεγάλες μάχες του ’90-92 και του ’97-98.

Δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με ένα ελληνικό φαινόμενο. Η Γαλλία συγκλονίστηκε την περασμένη άνοιξη από την εξέγερση των φοιτητών και των μαθητών ενάντια στη σύμβαση «πρώτης απασχόλησης». Σε πολλές χώρες της Ευρώπης έχουν υπάρξει τα τελευταία χρόνια δυναμικοί φοιτητικοί αγώνες, ενώ και σε πολλές χώρες του κόσμου υπάρχουν αντίστοιχες κινητοποιήσεις, από τη Χιλή και την Αργεντινή μέχρι τη Νότια Κορέα.

Η κρίση στο χώρο της εκπαίδευσης δεν έχει να κάνει, λοιπόν, απλώς με κακή διαχείριση της μιας ή της άλλης κυβέρνησης. Είναι ένα διεθνές φαινόμενο και έχει να κάνει με τα αδιέξοδα του συστήματος. Η εκπαίδευση δεν είναι «γαλατικό χωριό», αλλά είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον καπιταλισμό και τις εξελίξεις που συμβαίνουν συνολικότερα. Ακριβώς γι’ αυτό η κρίση στην εκπαίδευση θα συνεχιστεί και θα ενταθεί.

Η έννοια της κρίσης έχει άλλο νόημα για τους από πάνω και τελείως διαφορετικό νόημα για τους από κάτω. Για την άρχουσα τάξη, κρίση σημαίνει ότι το κράτος «ξοδεύει πολλά» για την εκπαίδευση και ότι η οικονομία (δηλαδή, οι καπιταλιστές) δεν βρίσκουν και δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν ικανοποιητικά για τα κέρδη τους το ειδικευμένο εργατικό δυναμικό που χρειάζονται, όταν το χρειάζονται και όπως το χρειάζονται (χωρίς δικαιώματα, δηλαδή). Για την εργατική τάξη και τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα, κρίση σημαίνει αντίθετα πράγματα: πληρώνουν ήδη πάρα πολλά για τη μόρφωση των παιδιών τους και η εκπαίδευση μετατρέπεται, όλο και περισσότερο, από δικαίωμα των πολλών σε προνόμιο για όσους έχουν χρήματα. Αντί για ένα καλύτερο προσωπικό και επαγγελματικά μέλλον, η μεγάλη πλειονότητα της νεολαίας βιώνει μέσα στην εκπαίδευση ένα απίστευτο άγχος για να καταλήξει τελικά σε μια κακοπληρωμένη, επισφαλή και ανούσια εργασία ή ακόμα χειρότερα στην ανεργία.

Το ίδιο διαφορετική είναι η προσέγγιση των αγώνων. Για τις κυβερνήσεις και τους καπιταλιστές πρόκειται για μια «αναταραχή» που εμποδίζει τις «μεταρρυθμίσεις». Για τους εργαζομένους και τη νεολαία, αντίθετα, οι αγώνες είναι ο μόνος δρόμος για να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, τόσο τα άμεσα όσο και τα μελλοντικά.

Στην πραγματικότητα, οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές και οι φοιτητές με τους αγώνες τους αποτελούν το σημαντικότερο παράγοντα για να υπάρξει διέξοδος στην κρίση της εκπαίδευσης. Μια διέξοδος όμως, που δεν μπορεί να είναι προς όφελος όλων. Χρειάζεται να χτυπάει καίρια τα συμφέροντα των πλουσίων, για να μπορεί να υπερασπίζει τα δικαιώματα της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας στη μόρφωση και στην εργασία. Οι αγώνες δεν προσφέρουν απλώς απάντηση στο σημερινό αδιέξοδο, αλλά ανοίγουν το δρόμο και για την τελική λύση, που δεν μπορεί να είναι άλλη από μιαν άλλη εκπαίδευση σε μιαν άλλη κοινωνία.

Εκπαίδευση και καπιταλισμός

Η δημόσια εκπαίδευση δεν υπήρχε πάντα. Αναπτύχθηκε σταδιακά και με πισωγυρίσματα στη διάρκεια των τελευταίων 100-150 χρόνων. Σημαντικό ρόλο έπαιξε το δυνάμωμα του εργατικού κινήματος και η πίεση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων για μόρφωση για όλους. Όμως, ο κύριος παράγοντας που οδήγησε στη δημιουργία του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος ήταν οι ίδιες οι ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας. Στις αρχές του καπιταλισμού οι εργοδότες χρησιμοποιούσαν μαζικά εργάτες από την ηλικία ακόμα και των 5 χρόνων, οι οποίοι πέθαιναν σε ιδιαίτερα νεαρή ηλικία. Όμως, η συνέχεια και η ανάπτυξη του συστήματος δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο με την απάνθρωπη εκμετάλλευση ενός αμόρφωτου εργατικού δυναμικού. Η συνεχώς εξελισσόμενη τεχνολογία απαιτούσε ειδικευμένους εργάτες και διοικητικό προσωπικό για να μπορεί να λειτουργεί αποδοτικά. Ακόμα και οι λιγότερο ειδικευμένοι εργαζόμενοι χρειάζεται να έχουν ένα στοιχειώδες επίπεδο γνώσεων (γραφή, ανάγνωση, αριθμητική) για να μπορούν να χειρίζονται τις μηχανές, να μπορούν να ψωνίζουν στα καταστήματα, να μπορούν να συνεννοηθούν με τις κρατικές υπηρεσίες… Με βάση αυτές τις ανάγκες, οι κυβερνήσεις άρχισαν να χτίζουν σταδιακά ένα σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης που γενικεύτηκε και πήρε μαζικές διαστάσεις κυρίως στα τελευταία χρόνια (στην Ελλάδα νομοθετήθηκε η 6χρονη και στη συνέχεια η 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση πολύ πρόσφατα, μόλις στη μεταπολίτευση).

Από την αρχή της γέννησής του το εκπαιδευτικό σύστημα, παρά τις διακηρύξεις για ολοκλήρωση του ανθρώπου και για ισότητα στη μόρφωση, είναι υποταγμένο πρώτα και κύρια στις ανάγκες του καπιταλισμού. Το γενικό μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού έχει προχωρήσει χάρη στη γενίκευση του εκπαιδευτικού συστήματος, όμως δεν μορφώνονται όλοι το ίδιο. Η λειτουργία της εκπαίδευσης αποσκοπεί στο να εκπαιδεύσει τη νέα γενιά και να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή των υπαρχουσών ταξικών διαφορών και της υπάρχουσας κοινωνικής πυραμίδας: μια μικρή μειοψηφία που διοικεί την οικονομία και την κοινωνία και καρπώνεται τον κοινωνικό πλούτο, μια μεγάλη πλειοψηφία που εκτελεί και παράγει αυτόν τον πλούτο, καθώς και το απαραίτητο ενδιάμεσο κοινωνικό στρώμα που βρίσκεται ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους εργαζομένους. Γι’ αυτό και η εκπαίδευση δεν περιορίζεται απλώς στη μεταφορά επιστημονικών γνώσεων, αλλά στην κατανομή αυτών των γνώσεων ανάλογα με το ρόλο που θα κληθεί να παίξει ο καθένας στην οικονομία και την κοινωνία, καθώς και την καλλιέργεια της αντίστοιχης ιδεολογίας που προετοιμάζει τους νέους ανθρώπους να αποδεχτούν τη θέση «που τους αξίζει» μέσα στην κοινωνία. Γι’ αυτό, άλλωστε, και το εκπαιδευτικό πρόγραμμα είναι γεμάτο από προπαγάνδα των κυρίαρχων ιδεών, δηλαδή των ιδεών της κυρίαρχης τάξης. Το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» είναι πάντα παρόν στην εκπαίδευση, άλλοτε με πιο φιλελεύθερη μορφή και άλλοτε με πιο κραυγαλέα συντηρητικό τρόπο. Οι «αξίες» της οικονομίας της αγοράς, η καλλιέργεια του ατομισμού, του ανταγωνισμού, της καταναγκαστικής πειθαρχίας είναι βασικά στοιχεία του εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε οι μελλοντικοί εργαζόμενοι να γίνονται «κατάλληλοι» προς εκμετάλλευση από τους εργοδότες τους.

Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι αποκομμένο από την παραγωγική διαδικασία, όπου οι ταξικές διαφορές είναι προφανείς, ώστε να μπορεί να εφαρμόσει τον κατανεμητικό του ρόλο με έναν αποδοτικό και φαινομενικά «αντικειμενικό» τρόπο. Θεωρητικά, όλα τα παιδιά έχουν «ίσες ευκαιρίες»: το αν θα γίνουν μάνατζερ ή εργάτες είναι «στο χέρι τους». Πρακτικά, υπάρχουν τεράστιοι ταξικοί φραγμοί –κυρίως το οικονομικό κόστος της εκπαίδευσης, που δεν καλύπτει το κράτος και φορτώνεται στην οικογένεια– που επιβάλλουν στις περισσότερες περιπτώσεις στα φτωχότερα παιδιά να προχωράνε πολύ λιγότερο στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Οι συνεχείς εξετάσεις έρχονται να ολοκληρώσουν αυτήν την ταξική επιλογή. Υποτίθεται ότι οι εξετάσεις καταγράφουν την ικανότητα κάθε παιδιού να «παίρνει τα γράμματα». Όμως, το τελικό αποτέλεσμα του εκπαιδευτικού συστήματος είναι να εμφανίζει πάντα την ίδια κατανομή: «άξια» αποδεικνύεται πάντα μια μειοψηφία, ενώ αυτοί που προοδεύουν λιγότερο είναι, δήθεν φυσιολογικά, η πλειοψηφία.

Ο ταξικός ρόλος της εκπαίδευσης μπορεί να αποκρύβεται σε σημαντικό βαθμό στην περίοδο της ανάπτυξης και της επέκτασης του καπιταλισμού. Σε τέτοιες εποχές υπάρχουν τομείς της οικονομίας και επαγγελματικοί κλάδοι στους οποίους κάποια παιδιά των φτωχότερων τάξεων μπορούν να ανέβουν κοινωνικά και η εκπαίδευση εμφανίζεται ότι δίνει ευκαιρίες για κοινωνική άνοδο. Αντίθετα, αυτή η δυνατότητα περιορίζεται στο ελάχιστο σε περιόδους στασιμότητας και κρίσης του συστήματος. Για παράδειγμα, παλιότερα, ένα πτυχίο μηχανικού εξασφάλιζε σχεδόν σίγουρα μέλλον εργολάβου και αρκετά χρήματα – σήμερα, στην καλύτερη περίπτωση, εξασφαλίζει τη θέση ενός καλά αμειβόμενου υπαλλήλου ή ελεύθερου επαγγελματία.

Σε περιόδους ανάπτυξης του συστήματος, οι μισθοί συνήθως καλυτερεύουν σημαντικά (αυτό δεν γίνεται βέβαια αυτόματα, χρειάζεται η ταξική πάλη). Σε αυτήν τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων εμφανίζεται ότι συμβάλλει σημαντικά το εκπαιδευτικό σύστημα, αφού όσο πιο μορφωμένος είναι κανείς τόσο καλύτερη δουλειά βρίσκει συνήθως. Όμως, σε περιόδους σαν τη σημερινή, ένα πανεπιστημιακό πτυχίο δεν αποτελεί προστασία από τα εξοντωτικά ωράρια και την κακοπληρωμένη εργασία και, ακόμα χειρότερα, μπορεί να είναι απλώς διαβατήριο για την ανεργία.

Εξαιτίας του χαρακτήρα της εκπαίδευσης στον καπιταλισμό, υπάρχει μια ενδογενής αντίφαση μέσα στο σύστημα, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο οξυμένη. Η αντίφαση προκύπτει ανάμεσα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που σχεδιάζεται από το κράτος και σε μια οικονομία που κινείται με βάση την αναρχία της αγοράς. Από τη στιγμή που θα σχεδιαστεί ένας εκπαιδευτικός κλάδος μέχρι τη στιγμή που οι πρώτοι απόφοιτοι θα βγουν στην αγορά εργασίας χρειάζονται αρκετά χρόνια, ενώ η κινητικότητα στην οικονομία είναι πολύ πιο γρήγορη και απρόβλεπτη. Το τί επαγγέλματα ζητάει η αγορά εργασίας, είναι ένας συνεχώς μεταβαλλόμενος παράγοντας και καθορίζεται από το ποιοι τομείς κάθε φορά είναι κερδοφόροι για το κεφάλαιο και ποιοι τομείς είναι ζημιογόνοι και παρακμάζουν. Η αντίφαση γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, γιατί η καπιταλιστική οικονομία άλλοτε βρίσκεται σε ανάπτυξη και άλλοτε πέφτει σε στασιμότητα και σε κρίση. Με άλλα λόγια, άλλοτε υπάρχει ζήτηση για εργασία που μπορεί να απορροφήσει τους νέους εργαζομένους και άλλοτε η προσφορά εργασίας είναι ελάχιστη σε σύγκριση με τον αριθμό των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Η σημερινή συγκυρία: προσαρμογή στη ζούγκλα της αγοράς

Η αντιμεταρρύθμιση της Γιαννάκου δεν είναι η πρώτη που επιχειρείται. Τόσο το νομοσχέδιο Κοντογιαννόπουλου το ’90, όσο και ο νόμος Αρσένη το ’98 εμφορούνταν από παρόμοια σκεπτικά και παρόμοιες ρυθμίσεις με αυτές που θέλει να περάσει η κυβέρνηση Καραμανλή σήμερα: συνεχείς εξετάσεις, «αξιολόγηση» της εκπαίδευσης, πειθάρχηση εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων. Ο περιορισμός των κρατικών δαπανών και η οικονομική ασφυξία της δημόσιας εκπαίδευσης είναι κεντρικό στοιχείο στην πολιτική όλων των κυβερνήσεων την τελευταία 15ετία.

Οι υποστηρικτές της αντιμεταρρύθμισης χρησιμοποιούν διάφορους μύθους για να πείσουν. Ο βασικός είναι η «πτώση του επιπέδου σπουδών». Θέλουν να μας πείσουν ότι πρέπει να προχωράνε στην εκπαίδευση μόνον «λίγοι και εκλεκτοί». Με άλλα λόγια, αυτό που λένε είναι ότι όσοι περισσότεροι πηγαίνουν σχολείο και όσο περισσότεροι σπουδάζουν τόσο πιο χαμηλά πέφτει η ποιότητα σπουδών. Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η μαζικοποίηση της εκπαίδευσης έφερε γενική άνοδο στο μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού. Περιόρισε και συνεχίζει να περιορίζει τον αναλφαβητισμό και ταυτόχρονα προμήθευσε την οικονομία με τη στρατιά των επιστημόνων και των τεχνικών που χρειάζονταν για να στηριχτεί η μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη. Όχι μόνο παλιότερα, αλλά και σήμερα υπάρχουν παραδείγματα που η βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος πάει μαζί με τη μαζικοποίησή του: Σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, η εκπαίδευση μαζικοποιείται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, τόσο στο μαθητικό πληθυσμό όσο και στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση – και, μάλιστα, σε σύγχρονους τομείς, όπως η πληροφορική. Είναι προφανές ότι δεν άρχισαν ξαφνικά να γεννιούνται περισσότεροι «έξυπνοι» σ’ αυτές τις χώρες – αυτό που συμβαίνει είναι ότι η οικονομική ανάπτυξη έχει επιφέρει τη μαζική επέκταση της εκπαίδευσης.

Αν το ζήτημα ήταν η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας, το πρώτο στοιχειώδες μέτρο που θα χρειαζόταν θα ήταν ο εφοδιασμός των σχολείων μαζικά με ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Στην πραγματικότητα, οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις που τους υπηρετούν, όταν μιλάνε για «προσαρμογή της εκπαίδευσης στα σύγχρονα δεδομένα», εννοούν την προσαρμογή στις σύγχρονες ανάγκες κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Αυτός είναι ο στόχος των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και των καπιταλιστών και αυτό το πνεύμα διακατέχει τις αποφάσεις τους τα τελευταία χρόνια. Θέλουν να προχωρήσουν σε αλλαγές στην εκπαίδευση ώστε να «καταστεί η οικονομία της Ε.Ε. η πιο ανταγωνιστική στον κόσμο μέχρι το 2010» (απόφαση Λισαβόνας, 2002).

Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι αρκετό για να καταλάβουμε τι θέλουν να κάνουν. Σε παλιότερες εποχές, η Φολκσβάγκεν έχτιζε νέα εργοστάσια και προσλάμβανε καινούργιους εργάτες και τεχνικούς. Σήμερα, η Φολκσβάγκεν κλείνει το μεγαλύτερο τμήμα από το εργοστάσιό της στις Βρυξέλλες και απολύει χιλιάδες εργαζομένους. Παλιότερα, τα κέρδη της εταιρείας αυξάνονταν από την επέκταση και τις νέες προσλήψεις – σήμερα τα κέρδη (και η άνοδος των μετοχών της στο χρηματιστήριο) βγαίνουν από τις απολύσεις και την εντατικότερη εκμετάλλευση των ήδη υπαρχόντων εργαζομένων. Σ’ αυτήν την πραγματικότητα θέλουν να προσαρμόσουν την εκπαίδευση.

Θέλουν να δαπανούν λιγότερα για την εκπαίδευση (και γενικότερα για κοινωνικές παροχές), ώστε το κράτος να έχει τις δυνατότητες να δίνει φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο και να τονώνει τα κέρδη των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, βέβαια, εξακολουθούν να έχουν ανάγκη ένα ειδικευμένο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό. Επομένως, η «λύση» γι’ αυτούς είναι να μειώσουν τον εκπαιδευτικό πληθυσμό της δημόσιας εκπαίδευσης –ξεκινώντας από την τριτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια– τόσο όσον αφορά τους διδάσκοντες όσο και τους διδασκομένους. Η ωμή και κυνική λογική τους είναι ότι οι επιχειρήσεις χρειάζονται λιγότερους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αυτό ακριβώς προωθούν με τις αντιμεταρρυθμίσεις τους. Η «βάση του 10» που αποφάσισε η Γιαννάκου άφησε με τη μία πάνω από 20.000 κενές θέσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση – το επόμενο βήμα είναι το οριστικό κλείσιμο και οι συγχωνεύσεις ολόκληρων σχολών, ώστε ο συνολικός φοιτητικός πληθυσμός να μειωθεί δραματικά. Για την πλειονότητα των μαθητών ο μόνος δρόμος που απομένει είναι η είσοδος στην αγορά εργασίας (ή στην ανεργία) νωρίτερα, ως ανειδίκευτοι εργαζόμενοι και με λιγότερες μισθολογικές και εργασιακές απαιτήσεις.

Στον ίδιο στόχο της περιστολής των κρατικών δαπανών σκοπεύει και η ολοένα και μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης. Με την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος θέλουν να επισημοποιήσουν και να μεγεθύνουν ακόμα περισσότερο την εκπαίδευση-κατάρτιση, που παρέχουν με πανάκριβα δίδακτρα οι ιδιώτες σχολάρχες των ΙΕΚ και των ιδιωτικών «πανεπιστημίων». Όμως, ο μεγαλύτερος στόχος τους είναι η εφαρμογή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στα ίδια τα δημόσια πανεπιστήμια. Σήμερα, ήδη, στα μεταπτυχιακά τμήματα των δημόσιων πανεπιστημίων οι φοιτητές πληρώνουν δίδακτρα – αυτή είναι μια πολιτική που θέλουν στην πορεία να την επεκτείνουν και στους προπτυχιακούς φοιτητές. Επίσης, θέλουν να αναδείξουν τις επιχειρήσεις ως τους βασικούς «χορηγούς» των πανεπιστημίων και να μειώσουν την υποχρέωση του κράτους να τα χρηματοδοτεί. Η περιβόητη «αξιολόγηση» και ο ανταγωνισμός των πανεπιστημίων θα χωρίσει τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ σε «επιτυχημένα» και πλούσια και σε «αποτυχημένα» και φτωχά. Όσα τμήματα καταφέρνουν να παίρνουν «χορηγίες» από τις επιχειρήσεις, θα μπορούν να χρηματοδοτούν ερευνητικά προγράμματα και θα έχουν να πληρώνουν το προσωπικό και τα λειτουργικά τους έξοδα – τα υπόλοιπα θα οδηγούνται στην υποχρηματοδότηση και το σταδιακό μαρασμό.

Οι καπιταλιστές, βέβαια, δεν πρόκειται να βάλουν το χέρι στην τσέπη επειδή ξαφνικά τους έπιασε η γενναιοδωρία. Αντίθετα, θα το κάνουν μόνο στο βαθμό που κάποιο πανεπιστημιακό τμήμα θα τους απαλλάσσει από το κόστος της μαθητείας –της εκπαίδευσης που παίρνει ένας εργαζόμενος πάνω στη δουλειά– και το κόστος της έρευνας.

Αυτό σημαίνει ότι η έρευνα και η εκπαίδευση θα περιοριστούν μόνο σε τομείς που θα είναι κερδοφόροι για τις επιχειρήσεις. Μια πετρελαϊκή εταιρεία δεν πρόκειται ποτέ να χρηματοδοτήσει ένα πρόγραμμα για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και μια φαρμακευτική εταιρεία ποτέ δεν θα επενδύσει σε φτηνά φάρμακα για τον πολύ κόσμο. Αντί να έχουμε αποφοίτους τεχνικούς πληροφορικής από δέκα πανεπιστημιακές σχολές, θα έχουμε αποφοίτους «επιστήμονες» της Microsoft από μια σχολή και σίγουρους άνεργους στις υπόλοιπες «μη ανταγωνιστικές» σχολές.

Οι φοιτητές θα πρέπει να δουλεύουν ως άμισθοι υπάλληλοι των εταιρειών όταν είναι ακόμα στο πανεπιστήμιο και να γίνονται αναλώσιμοι εργαζόμενοι όταν αποφοιτήσουν. Η στενή ειδίκευση σε σπουδές που είναι άμεσα αξιοποιήσιμες από συγκεκριμένες επιχειρήσεις θα οδηγήσει σε εργαζομένους που δεν θα έχουν τις απαραίτητες ευρύτερες γνώσεις για να βρουν αλλού δουλειά όταν απολυθούν.

Αυτή είναι η περιβόητη «προσαρμογή της εκπαίδευσης στις σύγχρονες απαιτήσεις»: φτηνή εκπαίδευση για το κράτος, δυνατότητα να σπουδάζουν μόνον όσοι αντέχουν το οικονομικό κόστος, παραγωγή εργαζομένων –«ειδικευμένων ηλιθίων»– μιας χρήσης για τους καπιταλιστές, εκπαίδευση και έρευνα συρρικνωμένη μόνο σε όποιους τομείς είναι άμεσα κερδοφόροι για το κεφάλαιο και πλήρης σκοταδισμός στους άλλους επιστημονικούς τομείς. Είναι μια προσαρμογή ευθέως ανάλογη με την προσαρμογή της οικονομίας στη ζούγκλα της αγοράς και την προωθούμενη κατάργηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Καμιά σχέση δεν έχουν, λοιπόν, τα σχέδια που προωθεί η άρχουσα τάξη με την «πρόοδο». Αντί για «εκσυγχρονισμό», όπως μας την παρουσιάζουν, η αντιμεταρρύθμιση της εκπαίδευσης ώστε να βγάζει «λίγους και εκλεκτούς» στοχεύει να γυρίσει το ρολόι της Ιστορίας μερικές δεκαετίες πίσω. Οι περίφημοι μεταρρυθμιστές είναι, στην πραγματικότητα, νεοσκοταδιστές. Αν περάσουν τα σχέδιά τους θα έχουμε τη γενικευμένη πτώση του μορφωτικού επιπέδου του πληθυσμού και τη στέρηση των επιστημονικών γνώσεων από ακόμα μεγαλύτερα τμήματα των φτωχότερων τάξεων. Δεν είναι τυχαίο ότι στις ΗΠΑ, όπου οι καπιταλιστές έχουν καταφέρει να περάσουν τις αντιμεταρρυθμίσεις τους σε μεγαλύτερο βαθμό, ανθούν πολύ περισσότερο οι δεισιδαιμονίες και η θρησκοληψία. Ο Μπους που «συνομιλεί με τον θεό» για να κάνει τους πολέμους του, δεν είναι ο… τρελός του χωριού. Στον ίδιο τον ανθό των αμερικάνικων πανεπιστημίων η αντιδραστική και ρατσιστική «κοινωνιοβιολογία» επιδοτείται παχυλά από τις μεγάλες επιχειρήσεις και παρουσιάζεται ως η τελευταία λέξη της επιστήμης και η θεωρία της δημιουργίας του κόσμου από τον θεό εμφανίζεται ισάξια επιστημονικά με τις ανακαλύψεις του Δαρβίνου!

Το κίνημα στην εκπαίδευση

Το νεολαιίστικο κίνημα είχε και έχει διαταξικά χαρακτηριστικά, αφού στο εκπαιδευτικό σύστημα συμμετέχουν τα παιδιά όλων των κοινωνικών τάξεων. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ενιαία συμφέροντα που να μπορούν να κινητοποιήσουν το μαθητικό και το φοιτητικό πληθυσμό. Όμως, ο έντονος ρόλος που παίζει η ιδεολογία στους νέους ανθρώπους που ψάχνουν το δρόμο τους στη ζωή δημιουργεί το έδαφος για μια μαζική αμφισβήτηση ενάντια στο συντηρητισμό και τη βαρβαρότητα του συστήματος. Ποτέ δεν είναι εύκολο στο σύστημα να πείσει τη νεολαία να αποδεχθεί μοιρολατρικά μια κοινωνία γεμάτη αδικία, καταπίεση, πολέμους, φτώχεια και δυστυχία.

Επιπλέον, με το πέρασμα του χρόνου η ταξική διαστρωμάτωση στην εκπαίδευση έχει αλλάξει δραματικά. Η μαζική είσοδος στο εκπαιδευτικό σύστημα των παιδιών των μεσαίων και των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων σήμανε τη μεταφορά της κοινωνικής δυσαρέσκειας αυτών των στρωμάτων μέσα στο χώρο της εκπαίδευσης. Ιδιαίτερα τα πανεπιστήμια, με τη μεγάλη συγκέντρωση φοιτητικού πληθυσμού, πρόσφεραν έναν μαζικό χώρο που διευκόλυνε την ανάπτυξη του κινήματος.

Παράλληλα με τη μαζικοποίηση του πληθυσμού των μαθητών και των φοιτητών, πηγαίνει και η συνακόλουθη μαζικοποίηση και προλεταριοποίηση των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων. Με εξαίρεση τους μεγαλοκαθηγητάδες στα πανεπιστήμια, που έχουν συμφέροντα άμεσα δεμένα με τον καπιταλισμό, οι εκπαιδευτικοί –από τους νηπιαγωγούς μέχρι το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης– αποτελούν σήμερα έναν πολυπληθή κλάδο εργαζομένων που εργάζονται σε δύσκολες συνθήκες και αμείβονται πενιχρά.

Όπως είδαμε και πριν, το εκπαιδευτικό σύστημα είναι δεμένο με τις ανάγκες αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Συνεπώς, ακόμα και τα πιο «ιδιαίτερα» εκπαιδευτικά αιτήματα έχουν άμεση σχέση με τη γενικότερη ταξική πάλη. Για παράδειγμα, οι μισθοί των εκπαιδευτικών δεν είναι ανεξάρτητοι από τους μισθούς των υπόλοιπων εργαζομένων.

Αλλά και το κίνημα της νεολαίας δεν μπορεί να αναπτυχθεί ως ένα στενά «κλαδικό» κίνημα. Από την ίδια τη φύση των πραγμάτων, το φοιτητικό και το μαθητικό κίνημα έρχονται σε αντιπαράθεση με το βασικό πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής κάθε φορά. Το νεολαιίστικο κίνημα μπορεί να αναπτυχθεί μαζικά μόνο βάζοντας κεντρικούς πολιτικούς στόχους και αυτό είναι το μόνιμο μοτίβο όλων των κινημάτων της νεολαίας διεθνώς –το ίδιο και στην Ελλάδα από την εποχή του 114 και του Πολυτεχνείου, μέχρι σήμερα. Ο πολιτικός προσανατολισμός του νεολαιίστικου κινήματος (και οι συνακόλουθες πολιτικές αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του) είναι, λοιπόν, βασικός παράγοντας που καθορίζει τη δυνατότητά του να καταφέρει νίκες. Η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο κίνημα της νεολαίας και την υπόλοιπη ταξική πάλη είναι ένας βασικός λόγος, επίσης, που οδηγεί το φοιτητικό κίνημα να γίνεται συχνά πυροδότης ευρύτερων κοινωνικών αγώνων και εξεγέρσεων.

Οι μαζικοί αγώνες στο χώρο της εκπαίδευσης έκαναν την εμφάνισή τους κυρίως μεταπολεμικά. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, οι διεκδικήσεις του μαζικού κινήματος είχαν προσανατολισμό στη βελτίωση και στο παραπέρα άνοιγμα της εκπαίδευσης στα φτωχότερα στρώματα. Η πάλη ενάντια στον αυταρχισμό και το σκοταδισμό του εκπαιδευτικού συστήματος έπαιξε μεγάλο ρόλο στο ξέσπασμα διεθνώς του φοιτητικού κινήματος την εποχή του ’68. Πολύ σημαντικό ρόλο σ’ αυτά τα ξεσπάσματα έπαιξαν, επίσης, κεντρικά πολιτικά ζητήματα, όπως ο πόλεμος στο Βιετνάμ ή η καταπίεση της χούντας στην Ελλάδα. Η πυροδότηση των εργατικών αγώνων από το φοιτητικό κίνημα ήταν, επίσης, μόνιμο χαρακτηριστικό της εποχής, με κορυφαία έκφραση το Μάη του ’68 και το ξέσπασμα της μεγαλύτερης γενικής απεργίας στην Ιστορία.

Υπάρχουν πολλές ομοιότητες σήμερα με εκείνη την εποχή. Ο κεντρικός πολιτικός χαρακτήρας του κινήματος της εκπαίδευσης και η αλληλεξάρτησή του από τη γενικότερη ταξική πάλη ισχύει και σήμερα. Μάλιστα, η μαζικοποίηση της εκπαιδευόμενης νεολαίας και η ταξική διαστρωμάτωση των φοιτητών και των μαθητών κάνει πολύ πιο έντονο το στοιχείο της «προλεταριοποίησης» σήμερα, γεγονός που φάνηκε πολύ ξεκάθαρα στη νεολαιίστικη έκρηξη στη Γαλλία ενάντια στο νόμο «πρώτης απασχόλησης» – αν οι εξεγερμένοι φοιτητές το ’68 ήταν δεκάδες χιλιάδες, το 2006 το κίνημα αγκάλιασε εκατομμύρια νεολαίους.

Όμως υπάρχουν και διαφορές. Εκείνη την εποχή το σύστημα βρισκόταν σε επέκταση και μπορούσε να κάνει παραχωρήσεις ώστε να ενσωματώσει την ογκούμενη αμφισβήτηση. Σήμερα, τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να προσαρμόσουν την εκπαίδευση στα αδιέξοδα του συστήματος και επιχειρούν να πάρουν πίσω όλες τις κατακτήσεις που κερδήθηκαν τις περασμένες δεκαετίες. Αναπόφευκτα το ξέσπασμα των μαζικών αγώνων τα τελευταία χρόνια –από την εποχή του ’90-’91 και του νόμου Αρσένη μέχρι τις φετινές κινητοποιήσεις– έχει πιο πολύ αμυντικό χαρακτήρα υπεράσπισης «κεκτημένων» παρά διεκδίκησης καλύτερων μεταρρυθμίσεων. Αυτό είναι όμως μόνο η αρχή, αφού τα αιτήματα των εκπαιδευτικών και της νεολαίας πηγαίνουν πολύ πιο μακριά. Η σημερινή κατάσταση στην εκπαίδευση δεν είναι καθόλου ικανοποιητική.

Η παιδεία είναι εν μέρει δημόσια και σχεδόν καθόλου δωρεάν. Η κακοπληρωμένη δουλειά και –ακόμα χειρότερα– ο εφιάλτης της ανεργίας χτυπάνε ακόμα και τους αποφοίτους των πιο περιζήτητων σχολών. Είναι φανερό ότι, για να ξεπεράσει τις μάχες οπισθοφυλακών και να περάσει στην αντεπίθεση, το κίνημα στην εκπαίδευση είναι υποχρεωμένο να αναζητήσει ένα όραμα διεξόδου από την κρίση.

Το όραμα για μια σοσιαλιστική εκπαίδευση

Δεν είναι δύσκολο να χαραχτεί η κατεύθυνση αυτής της διεξόδου και αυτό κάνουν ήδη πολλά αιτήματα του κινήματος: η ραγδαία αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης και η ελεύθερη πρόσβαση όλων των παιδιών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης είναι φανερό ότι θα φέρουν πολύ σημαντική βελτίωση για όλους. Όμως, για να υλοποιηθούν τέτοια αιτήματα και να βρεθούν οι απαραίτητοι πόροι πρέπει να θιγεί ο πυρήνας του ίδιου του συστήματος, που είναι τα κέρδη των καπιταλιστών. Η ανεργία των νέων μπορεί να χτυπηθεί, επίσης, με προφανή τρόπο: τη μείωση των ωρών εργασίας, την αύξηση των μισθών, ώστε κανείς να μην αναγκάζεται σε δεύτερη δουλειά και υπερωρίες, τις μαζικές προσλήψεις στον τομέα της υγείας, σ’ αυτόν της παιδείας και σε όλους τους τομείς του κοινωνικού κράτους που στενάζουν από τις ελλείψεις προσωπικού. Τέτοιου είδους μέτρα, όμως, έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τις προτεραιότητες των νόμων της αγοράς συνολικά στην κοινωνία. Συνεπώς, το συμφέρον του καπιταλιστικού συστήματος υψώνει έναν τοίχο που εμποδίζει την υλοποίηση ακόμα και των πιο προφανών μέτρων βελτίωσης της εκπαίδευσης, αλλά και του μέλλοντος της νεολαίας.

Χρειάζονται οι πιο αποφασιστικοί μαχητικοί και μαζικοί αγώνες για να εμποδίσουμε την αντιμεταρρύθμιση στην εκπαίδευση και να αποσπάσουμε ακόμα και τις πιο μικρές βελτιώσεις. Όμως, αυτό δεν θα σταματήσει την αστική τάξη να επιμένει και να προσπαθεί να γκρεμίσει ό,τι απόμεινε από τη δημόσια εκπαίδευση, για να την προσαρμόσει στη ζούγκλα της αγοράς. Το κίνημα στο χώρο της εκπαίδευσης είναι υποχρεωμένο να συγκρουστεί με την καπιταλιστική πραγματικότητα συνολικά, για να μπορέσει να βγει από τη συνεχή άμυνα. Περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαίο σήμερα ένα όραμα για την παιδεία που να πηγαίνει πέρα από τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος, ένα όραμα για μια άλλη εκπαίδευση σε μιαν άλλη κοινωνία.

Είναι δυνατόν να οικοδομηθεί μια άλλη εκπαίδευση αν η κοινωνία στην οποία στηρίζεται πετάξει τα παράλογα κριτήρια του κέρδους και έχει ως πρώτη προτεραιότητα την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Και μια τέτοια κοινωνία μπορεί να υπάρξει όταν οι εργαζόμενοι που παράγουν όλο τον πλούτο έχουν τον έλεγχο όλης της κοινωνίας. Αυτό ακριβώς επιχείρησαν να κάνουν οι εργάτες στη Ρωσία το 1917. Αναπόφευκτα, το μεγαλύτερο πείραμα μέχρι τώρα για την οικοδόμηση μιας τέτοιας εκπαίδευσης έγινε στα λίγα χρόνια που κράτησε η Οχτωβριανή Επανάσταση, πριν συντριβεί από τον σταλινικό κρατικό καπιταλισμό.

Το 1917 τα εργατικά συμβούλια (σοβιέτ) πήραν την εξουσία και απαλλοτρίωσαν τους βιομηχάνους και τους τραπεζίτες. Η κυβέρνηση των σοβιέτ, όπως ήταν φυσικό, προώθησε αμέσως όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε η εκπαίδευση να είναι καθολική και δωρεάν. Η βασική και η μέση εκπαίδευση έγιναν υποχρεωτικές για όλα τα παιδιά. Καταργήθηκαν οι βαθμοί στα σχολεία, καθώς και οι κατατακτήριες εξετάσεις και τα πανεπιστήμια ήταν προσβάσιμα σε όλους. Το κράτος ανέλαβε την υποχρέωση να διαθέτει δωρεάν γεύματα σε όλους τους μαθητές. Η διδασκαλία των θρησκευτικών καταργήθηκε και τα σχολεία έγιναν για πρώτη φορά μεικτά. Αυτά ήταν πρωτοφανή μέτρα – όχι μόνο για την οικονομικά Ρωσία, αλλά και για τις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της εποχής. Και όμως, αποτελούσαν μόνο την αρχή στην προσπάθεια για μια ριζική αναμόρφωση της εκπαίδευσης.

Κεντρικός στόχος έγινε η συλλογική απελευθέρωση των ανθρώπων από την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Οι δυο βασικές κατευθύνσεις που θα οδηγούσαν σ’ αυτόν το στόχο ήταν η «πολυτεχνική εκπαίδευση» και η αυτοκυβέρνηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και η σύνδεσή τους με την κοινωνία.

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η απόφαση μιας σύσκεψης επαναστατών δασκάλων (που εκείνη την εποχή ήταν μειοψηφία μέσα στους Ρώσους δασκάλους): «Ο βασικός σκοπός του νέου σχολείου πρέπει να είναι η ανάδειξη μιας δημιουργικής προσωπικότητας αναπτυγμένης πολύπλευρα. Η σύσκεψη θεωρεί αναγκαίο να δοθεί στην παιδεία μια πολυτεχνική κατεύθυνση και να μεταμορφωθεί το σχολείο σε μια κοινότητα εργασίας βασισμένη στη δραστηριότητα των ίδιων των μελών, στην παραγωγική εργασία για κοινή χρήση και προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες. Το σχολείο δεν θα πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με τη ζωή, αλλά να συμβαδίζει μ’ αυτήν και να προσπαθεί να δημιουργήσει ένα αρμονικά αναπτυγμένο ανθρώπινο ον».

Η πολυτεχνική εκπαίδευση είχε στόχο τη γενική μόρφωση, την κατανόηση της ζωής και της φύσης, την κατάκτηση από τους νέους της ικανότητας να μαθαίνουν και να έχουν δημιουργική σκέψη και δράση. Αντί για τη στείρα παπαγαλία, τα εκπαιδευτικά προγράμματα άλλαξαν ριζικά, ώστε τα παιδιά να κατανοούν τη σχέση ανάμεσα στην επιστημονική γνώση και την πραγματική ζωή. Παρά την τεράστια έλλειψη της κατεστραμμένης από τον πόλεμο ρωσικής οικονομίας σε «ειδικούς», η προτεραιότητα της σοβιετικής εκπαίδευσης δεν ήταν να ειδικευτούν οι μαθητές γρήγορα, αλλά να αποκτήσουν μια ευρύτερη μόρφωση, ώστε να μπορούν να εξασκήσουν όχι μία, αλλά πολλές τέχνες στη συνέχεια.

Τα προγράμματα σπουδών και οι μέθοδοι διδασκαλίας έγιναν αντικείμενο τεράστιων συζητήσεων. Οι απόψεις των προοδευτικών εκπαιδευτικών του υπόλοιπου κόσμου έγιναν αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας στη επαναστατημένη Ρωσία. Εκπαιδευτικά πειράματα σε πολυτεχνική και αντιαυταρχική κατεύθυνση υπήρχαν ήδη σε μεμονωμένα σχολεία στην Αγγλία και την Αμερική. Στη Ρωσία όμως, όπου οι εργάτες κυβερνούσαν και όχι οι καπιταλιστές, τέτοιου είδους προοδευτικές παιδαγωγικές αντιλήψεις έγιναν κυρίαρχες στο εκπαιδευτικό σύστημα.

Σε συνδυασμό με τον πολυτεχνικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης ερχόταν η αυτοκυβέρνηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, από το πανεπιστήμιο μέχρι το σχολείο. Οι σχολικές μονάδες διοικούνταν από το σχολικό συμβούλιο, στο οποίο εκπροσωπούνταν όλη η σχολική κοινότητα, από τους μαθητές και τους δασκάλους ίσαμε τις καθαρίστριες. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα έβγαιναν από τη συνεργασία του σχολικού συμβουλίου με τα τοπικά εργατικά συμβούλια. Οι διευθυντές εκλέγονταν από το συμβούλιο και ήταν ανακλητοί από αυτό.

Στη Ρωσία του ’17 δεν ήταν καθόλου εύκολη μια τέτοια αυτοκυβέρνηση. Εκτός από την απίστευτη φτώχεια, η σοβιετική εκπαίδευση είχε να αντιμετωπίσει τις δεισιδαιμονίες, την πολύ έντονη ακόμα επιρροή των παπάδων και την αντιδραστική στάση που κρατούσε η πλειονότητα των (προνομιούχων εκείνη την εποχή) εκπαιδευτικών. Όμως, η απόφαση της Επανάστασης ήταν να αλλάξει αυτήν την κατάσταση.

Όπως χαρακτηριστικά έλεγε η αναπληρώτρια Επίτροπος Παιδείας (και σύντροφος του Λένιν) Κρούπσκαγια: «Δεν φοβηθήκαμε να οργανώσουμε μια επανάσταση. Ας μη φοβόμαστε τους ανθρώπους, ας μη φοβόμαστε ότι θα εκλέξουν τους λάθος αντιπρόσωπους, ότι θα φέρουν ξανά τους παπάδες. Θέλουμε οι άνθρωποι να διευθύνουν τη χώρα και να είναι οι ίδιοι αφεντικά… Η δουλειά μας είναι να βοηθήσουμε τον κόσμο στην πράξη να πάρει τη μοίρα του στα χέρια του».

Οι κατακτήσεις της επαναστατικής εκπαίδευσης κράτησαν μόλις λίγα χρόνια. Συντρίφτηκαν μαζί με την ίδια την επανάσταση και την επικράτηση του σταλινικού κρατικού καπιταλισμού. Όμως, πρόλαβαν να δώσουν ένα πολύ μεγάλο παράδειγμα και μιαν απόδειξη ότι μία άλλη εκπαίδευση είναι εφικτή μέσα σε μια κοινωνία όπου οι εργαζόμενοι παίρνουν την εξουσία και τη ζωή τους στα χέρια τους.

Διέξοδος στην κρίση

Όπως είδαμε, η εκπαίδευση στη σημερινή κοινωνία είναι δεμένη με τον καπιταλισμό και δομημένη «κατ’ εικόνα και ομοίωσή του». Η σημερινή κρίση στην εκπαίδευση δεν οφείλεται στο ότι είναι δημόσια και δωρεάν (που δεν είναι) ούτε στο ότι εκπαιδευτικοί και εκπαιδευόμενοι δεν «αξιολογούνται» και είναι «χαλαροί» (που δεν είναι). Οφείλεται στην ίδια την κρίση και την αδυναμία του καπιταλισμού να προσφέρει ένα καλύτερο μέλλον στους ανθρώπους. Αντίθετα, οι σημερινές επιλογές της άρχουσας τάξης θέλουν να πισωγυρίσουν την κατάσταση, οδηγούν στη μείωση του μορφωτικού επιπέδου του πληθυσμού και οδηγούν στην ένταση των ταξικών διακρίσεων στην εκπαίδευση.

Η σύγκρουση με αυτές τις επιλογές είναι μονόδρομος – όχι μόνο για τους εκπαιδευτικούς και τη νεολαία, αλλά για όλο το εργατικό κίνημα. Ταυτόχρονα με τους αγώνες μας σήμερα, δεν υπερασπίζουμε απλώς το παρόν, αλλά ανοίγουμε το δρόμο για το μέλλον. Για μια εκπαίδευση που θα υπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπων και όχι να παράγει «ανθρώπινα εξαρτήματα» για τη μηχανή του κέρδους. Μια εκπαίδευση που δεν θα κάνει τα παιδιά να σιχαίνονται τη μόρφωση, που δεν θα καταπιέζει τη δίψα για μάθηση, αλλά θα την μετατρέπει σε ικανοποίηση.

Παλεύουμε για μια κοινωνία που οι εργαζόμενοι θα μπορούν να χρησιμοποιούν την επιστημονική γνώση και την τεχνολογία προς όφελος της γενικής ευημερίας και, συνεπώς, για μια εκπαίδευση που δεν θα παράγει «ειδικευμένους ηλίθιους», αλλά ολόπλευρα αναπτυγμένους ανθρώπους.

Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο νόμος του 1918 για την εκπαίδευση στην επαναστατική Ρωσία: «Η προσωπικότητα θα παραμείνει η υψηλότερη αξία στη σοσιαλιστική κουλτούρα. Αυτή η προσωπικότητα, όμως, μπορεί να αναπτύξει τις κλίσεις της σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια μόνο σε μια αρμονική κοινωνία ίσων. Εμείς δεν ξεχνάμε το δικαίωμα του κάθε ατόμου στη δική του ιδιαίτερη ανάπτυξη. Δεν είναι για μας αναγκαίο να τσακίσουμε την προσωπικότητα, να την περιγελάμε, να τη λιώνουμε σε σιδερένια καλούπια, γιατί η σταθερότητα της σοσιαλιστικής κοινότητας δεν βασίζεται στην ομοιομορφία των στρατώνων ούτε στα καψόνια ούτε στις θρησκευτικές και αισθητικές ψευδαισθήσεις, αλλά στην ενεργητική αλληλεγγύη των συμφερόντων».

Αν στη φτωχή Ρωσία, πριν από 90 χρόνια, το όραμα αυτό μπορούσε να τεθεί, σήμερα, με τον τεράστιο πλούτο και την επιστημονική γνώση που έχει συσσωρεύσει η ανθρωπότητα, μια άλλη εκπαίδευση είναι απόλυτα εφικτή. Και, απέναντι στην κρίση της καπιταλιστικής εκπαίδευσης που στρέφεται απειλητικά ενάντια στο μέλλον της ανθρωπότητας, είναι ένα όραμα περισσότερο αναγκαίο από ποτέ.

This entry was posted in Εκπαίδευση, Θεωρία. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε